Από τι μπορεί να είναι φτιαγμένη η πορτοκαλοχρυσοκίτρινη μαρμελάδα που κλεισμένη σε βαζάκια των 370 γραμμαρίων περιμένει να την αγοράσω; Μάλλον από τα μήλα των Εσπερίδων (με όλη τη μυθολογική τους υπεραξία), αν κρίνω από τα 13 ευρώ της. Την περιεργάζομαι και προσπαθώ να καταλάβω πού οφείλεται η τιμή-επανάσταση: 70% orange, 30% sugar. Πόσα φρούτα χρειάστηκαν; Δύο-τρία το πολύ. Και μερικές κουταλιές της σούπας ζάχαρη.

Με τι πότιζαν την πορτοκαλιά, με χρυσό 24 καρατίων σε υγρή μορφή; Ποιο δυσεύρετο, προορισμένο μόνο για θεούς, νέκταρ χρησιμοποίησαν; Ο,τι κι αν έβαλαν στη μαγική μαρμίτα τους, τα 13 ευρώ δεν δικαιολογούνται. Απλώς η εν λόγω μαρμελάδα πλασάρεται ως σούπερ ντούπερ βιολογική, ποζάρει σε ραφιέρα ντιζαϊνάτη και διατίθεται από μοδάτο delicatessen «με αυστηρά επιλεγμένα προϊόντα από μικρούς παραγωγούς».

Ανέκαθεν θεωρούσα πως ό,τι πληρώνεις παίρνεις και πως όσο πιο πολλά πληρώνεις, τόσο καλύτερη είναι (τις περισσότερες φορές) η ποιότητα εκείνου που αγοράζεις. Οπως υπάρχουν ρούχα, κολόνιες, αυτοκίνητα, ρολόγια, κοσμήματα για όλα τα βαλάντια, έτσι υπάρχουν και τρόφιμα για όλα τα βαλάντια. Οσο αντέχει το πορτοφόλι του καθενός. Ομως ορισμένα πράγματα φωνάζουν την αξία τους και δεν σηκώνουν υπερτιμολόγηση. Τα διαμάντια της Ελισάβετ Β’ δεν μπορούν παρά να αξίζουν εκατομμύρια στερλίνες επειδή είναι διαμάντια-αγκωνάρια και επειδή ανήκουν στη βασίλισσα της Αγγλίας. Ομως, μια μαρμελάδα πορτοκάλι δεν μπορεί να κοστολογείται ως διαμάντι της βασίλισσας.
Κάπως έτσι, ένα χάμπουργκερ δεν μπορεί να χρεώνεται ως φιλέτο της πιο αριστοκρατικής ράτσας βίσονα που τον μεγάλωσαν σε εκτροφεία-σαλόνια, τον τάιζαν με ειδικές ποικιλίες χορταριού, τη στιγμή που στα ηχεία ακουγόταν Μότσαρτ (σε διεύθυνση Χέρμπερτ φον Κάραγιαν) και του έκαναν καθημερινά μασάζ με έλαια λεβάντας Προβηγκίας και γέλη αγαύης. Οσο φρεσκοζυμωμένο και αν είναι το ψωμάκι, όσο «αληθινή» και αν είναι η συνοδευτική πατάτα (το αυτονόητο ως πολυτέλεια), όσο «κομμένος στο χέρι με δύο μαχαίρια» και αν είναι ο λιγοστός κιμάς του μπιφτεκιού, όσο βιολογική και αν είναι η φέτα ντομάτας που θα τοποθετηθεί ως κορόνα επάνω του, ακόμη και αν το επίσης ελάχιστο λιωμένο τυρί που θα ολοκληρώσει το «έργο τέχνης» το έχουν φέρει από την executive φάρμα που λειτουργούν οι απόγονοι της Χάιντι και του Πέτερ του γιδοβοσκού στις πλαγιές των Ελβετικών Αλπεων, τα 14 (και βάλε) ευρώ για ένα ψωμάκι με λίγο κρέας είναι υπερβολή, όχι; Το ίδιο και η σαλάτα των 15 ευρώ με την υποψία ψητού φιλέτου κοτόπουλου πάνω στο μαρούλι. Και η τούρτα μους αμυγδάλου που πωλείται όσο όλο το (εντός σχεδίου) κτήμα με τις αμυγδαλιές.
Δεν είναι υποψία, είναι βεβαιότητα: οι τιμές τραβούν την ανηφόρα και η δηθενιά σερβίρεται ως η απόλυτη νέα τάση. Τον έκτο (και βάλε) χρόνο οικονομικής κρίσης, οι Ελληνες, όσο ταλαιπωρημένοι κι αν είναι, εξακολουθούν να βγαίνουν, να κυκλοφορούν (και να βάζουν και το χέρι στην τσέπη). Αυτή την κοινωνικότητα, την ανάγκη για έξω, για καλοζωία, αλλά και την –ανθρώπινο είναι –αγάπη πολλών στην πολυτέλεια (και την ψευτοπολυτέλεια), εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι που υπερτιμολογούν και θησαυρίζουν. Ετσι, στα delicatessen-φαρμακεία που έχουν αντικαταστήσει τα μπακάλικα, και στα δήθεν «προχώ» café και ρεστοράν τους, σερβίρουν το τσάι του βουνού ως «μείγμα βοτάνων για ευεξία και αντιγήρανση», το ραβανί ως «gâteau με ιταλικό σιμιγδάλι και σιρόπι αρωματισμένο με λεμόνι Τοσκάνης με μια τζούρα πάπρικας», το αβγολέμονο ως «αφρό αβγού με εσάνς τρούφας», το γιαούρτι με το γλυκό κουταλιού ως το αποτέλεσμα της πιο δύσκολης χημικής ένωσης που μπορεί να επιτευχθεί στη μοριακή κουζίνα. Και τα χρεώνουν ανάλογα.
Οχι πως δεν υπάρχουν και σοβαροί επαγγελματίες, όχι πως δεν υπάρχουν και ακριβές πρώτες ύλες, όχι πως δεν υπάρχουν προϊόντα-εδέσματα που αξίζουν τα λεφτά τους, σε γενικές γραμμές, όμως, το δούλεμα πάει σύννεφο. Και ανεβάζει τον λογαριασμό στα ύψη. Επιπλέον, διαμορφώνει τους αγοραστές του μέλλοντος: ένα κοινό που ξεπαραδιάζεται χωρίς λόγο. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που αγοράζουν μαρμελάδα πορτοκάλι με 13 ευρώ (υποθέτω πως υπάρχουν) δεν σημαίνει πως η Ελλάδα δεν υποφέρει από την κρίση, σημαίνει πως υποφέρει και από κρίσεις σουσουδισμού.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ