Πέρα από τα ελληνικά σύνορα, σε ένα χωριό χτισμένο μέσα σε πυκνά δάση, ανύπαντρη και άβγαλτη (έτσι νόμιζαν) κορασίδα βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα. Η μητριά της, που την υπεραγαπά, αφού ξεπεράσει το αρχικό σοκ, την ξεγεννάει κρυφά από όλους. Αμέσως μετά, ένα κρύο βράδυ του χειμώνα, παίρνει το παιδί και το δολοφονεί (θάβοντάς το στο χιόνι) για να γλιτώσουν και εκείνη και η προγονή της από τα σχόλια των γειτόνων, από τα λόγια του κόσμου.
Αυτά στην όπερα του Γιάνατσεκ «Γιενούφα», μια τραγωδία για δύο γυναίκες (Γιενούφα είναι η ανύπανδρη μητέρα, Κοστέλνιτσκα η βρεφοκτόνος μητριά) που βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Τη θυμήθηκα όταν συνομήλική μου, γυναίκα με σπουδές σε Ελλάδα και εξωτερικό και με σημαντική καριέρα, μου είπε πως η εικοσιπεντάχρονη κόρη της, που συζεί εδώ και μερικούς μήνες με τον φίλο της, «πρέπει επιτέλους να παντρευτεί, γιατί ο κόσμος το συζητάει». Νόμιζα πως έκανε πλάκα. Δεν έκανε, σοβαρά μιλούσε. «Μην κοιτάς εσύ που ζεις στο κέντρο της Αθήνας, εμείς εδώ έχουμε τη γειτονιά». Μια γειτονιά που παραμονεύει πίσω από τις γρίλιες και σε περιμένει στη γωνία, να σχολιάσει το κούρεμα, τα ρούχα, τη συμπεριφορά, τη ζωή σου.
Ολα αυτά δεν είναι καινούργια, από χωριό κατάγομαι κι εγώ, ξέρω. Οπως ξέρω και πως από τον αδιάκριτο γείτονα δεν σε γλιτώνει ούτε το κέντρο της Αθήνας, ούτε το αχανές Μανχάταν, ούτε η μετεγκατάσταση στον Αρη: πάντα θα υπάρχει εκείνος που με φθονερό βλέμμα νυφίτσας θα σε κατασκοπεύει από το παράθυρό του, ή από το φινιστρίνι του διαστημοπλοίου του, μια και φτάσαμε μέχρι το Διάστημα. Και που με στόμα απύλωτο θα σε κακολογεί. Τι κάνεις; Τον αγνοείς. «Δεν είναι εύκολο» επιμένει η φίλη που τελικά κρύβει μέσα της μια Κοστέλνιτσκα. Δεν υπαινίσσομαι πως θα εγκληματήσει για να προστατεύσει την τιμή της οικογένειάς της, όμως δεν είναι (σαν) έγκλημα να πιέζεις το παιδί σου να παντρευτεί για να βουλώσεις τα στόματα της γειτονιάς;
Γειτονιά, λοιπόν, αυτή η γάγγραινα. Η φαινομενικά ζεστή αγκαλιά που μπορεί να μετατραπεί στη χειρότερη φυλακή. Και εμείς, έγκλειστοι: άνθρωποι που έχουμε μεγαλώσει μαθαίνοντας όχι μόνο πως ο καλός ο γείτονας είναι λαχείο (που είναι) αλλά και πως η αρμονική γειτνίαση προϋποθέτει την τήρηση των (ταπεινωτικών ενίοτε) όρων που θέτουν οι άλλοι. Θύμα τέτοιων γειτόνων έχει πέσει και η φίλη μου. Στην πραγματικότητα, θύμα της δικής της στενομυαλιάς. «Μα, θα μας κρεμάσουν τα κουδούνια!». Και αντί να τους βάλει στη θέση τους, και αυτούς και τα κουδούνια τους, καθόμαστε τώρα και συζητάμε ανοησίες. Της θυμίζω κάτι μορφωμένες και ευκατάστατες Δυτικές που φοράνε τη μουσουλμανική μαντίλα από άποψη, χωρίς να σκέφτονται πως έτσι συντάσσονται στο πλευρό χιλιάδων ανδρών (και γυναικών) που καταπιέζουν (και κακοποιούν) όσες θέλουν να κυκλοφορούν ασκεπείς. «Δεν είμαι έτσι εγώ!». Ετσι είσαι. Οπισθοδρομική, στενόμυαλη και δίνεις και το κακό παράδειγμα. «Η γειτονιά…». Η γειτονιά ας πει ό,τι θέλει. Και εμείς θα κάνουμε ό,τι θέλουμε. Εξάλλου ό,τι και να πει η γειτονιά, μπροστά της θα το βρει, το έχει πολλάκις αποδείξει η ζωή.
Ετσι, με το βλέμμα στραμμένο προς τη φιλελεύθερη κοινωνία του μέλλοντος (που όμως φοβάμαι πως αντί να πλησιάζει όλο και απομακρύνεται), αλίευσα και τη φρέσκια είδηση που επιβεβαίωνε κατά κάποιον τρόπο αυτά που πιστεύω: στη Γερμανία, άνδρας που είχε καταγγελθεί από γείτονες πως βγαίνει γυμνός στον κήπο του κέρδισε τη δίκη, καθώς ο δικαστής αποφάσισε πως στην ιδιοκτησία του μπορεί να φοράει ό,τι θέλει ή και να μη φοράει τίποτε. Αν είναι σωστά πράγματα αυτά; Μπορεί τελικά να είναι! Και η γειτονιά, η κοινωνία, οι απέναντι, ας τραβήξουν τις κουρτίνες τους (υπάρχουν και οι εντελώς αδιαφανείς) και ας σταματήσουν να κοιτάζουν μέσα στον ξένο κήπο, ανάμεσα στα ξένα πόδια, αν αυτό τους σκανδαλίζει. Ας σταματήσουν να ασχολούνται με τη ζωή των άλλων. (Υπάρχει, βέβαια, και ο Οσκαρ Ουάιλντ, που μου τα χαλάει: «Μόνο ένα πράγμα στον κόσμο είναι χειρότερο από το να γίνεσαι αντικείμενο κουτσομπολιού και αυτό είναι να μη γίνεσαι αντικείμενο κουτσομπολιού». Ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω μαζί του;)

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ