Στη Γερμανία η Μέρκελ και το κόμμα της ανακοίνωσαν ήδη ότι θα προτείνουν για επόμενο πρόεδρο της Δημοκρατίας τον σοσιαλδημοκράτη Σταϊνμάγερ, νυν υπουργό Εξωτερικών. Από όλους τους γνώστες αλλά και τους απλούς παρατηρητές της γερμανικής πολιτικής σκηνής αυτό θεωρήθηκε, εκτός των άλλων, και πρόκριμα της απόφασης να συνεχιστεί, και μετά τις εκλογές του φθινοπώρου του 2017, ο κυβερνητικός συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD).
Με αυτήν την ευκαιρία, καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι τα τελευταία χρόνια, χρόνια κατά τα οποία η Γερμανία αφενός γνωρίζει οικονομική άνθηση και αφετέρου εμπεδώνει τη θέση της ως δεσπόζουσας δύναμης στην Ευρώπη (και όχι μόνο), οι Χριστιανοδημοκράτες συγκυβερνούν με τους Σοσιαλδημοκράτες. Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, η Μέρκελ και οι σύμμαχοί της, αν και είχαν ανεβάσει εντυπωσιακά τα ποσοστά τους (από 33,7% σε 41,5%) και τις έδρες τους (από 239 σε 311), έσπευσαν να κλείσουν συμφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες για τον σχηματισμό και νέας κυβέρνησης συνασπισμού. Το γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια οι δυο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις συγκυβερνούν –όπως και το ότι η καγκελάριος Μέρκελ συνεχίζει ουσιαστικά την πολιτική μεταρρυθμίσεων που είχε χαράξει ήδη με την Ατζέντα 2010 η κυβέρνηση (1998-2005) του Γκέρχαρντ Σρέντερ –δεν είναι, προφανώς, άσχετο με τη σημερινή θετική πορεία και εικόνα της Γερμανίας σε όλα τα πεδία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ακόμα νέο, από μια άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, τη Γαλλία. Πρόσφατα έγινε εκεί η προκριματική εκλογή (primaire) για την ανάδειξη του υποψηφίου της Κεντροδεξιάς στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου του 2017. Με την κατάσταση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα αλλά και στην ευρύτερη Αριστερά να είναι περίπου αποκαρδιωτική, αρκετοί παραδοσιακοί ψηφοφόροι του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSF) φαίνεται πως έσπευσαν στις κάλπες της προκριματικής εκλογής προκειμένου να συμβάλουν στο να είναι υποψήφιος πρόεδρος –και πιθανός αντίπαλος της Μαρίν Λεπέν στον β’ γύρο –ο κεντρώος και μετριοπαθής Αλέν Ζιπέ. Και μην ξεχνάμε πως μιλάμε για υποστηρικτές ενός κόμματος που, με διάφορα ονόματα, έχει πίσω του περισσότερο από έναν αιώνα ιστορίας και έχει επανειλημμένα κυβερνήσει τη Γαλλία.
Θα μπορούσα να επικαλεστώ και άλλα παραδείγματα, αλλά θα το αποφύγω, λόγω περιορισμένου χώρου. Τι δηλοί, λοιπόν, ο μύθος; Ή, επί το νεοελληνικότερον, τι μας δείχνουν τα παραδείγματα δυο ιστορικών ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των οπαδών τους; Ενώ κατ’ εξοχήν θα δικαιολογούνταν να προβάλλουν το επιχείρημα της πολιτικής ιστορίας τους και της πολιτικής «περηφάνιας» τους, οι σοσιαλιστές αυτών των χωρών, είτε στα ηγετικά κλιμάκια είτε στη βάση, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη πολιτική ωριμότητα και τον απαραίτητο πολιτικό ρεαλισμό, δεν επικαλούνται πολιτικάντικα κάποιο «χάος» που τους χωρίζει από την άλλη μεγάλη πολιτική παράταξη της χώρας τους, εκείνη της Κεντροδεξιάς.
Τι κάνει αντ’ αυτού το –ας το πούμε αντίστοιχο –παρ’ ημίν κόμμα, το ΠαΣοΚ; Προκειμένου να περιφρουρήσει και να περιχαρακώσει ό,τι έχει απομείνει από την κάποτε κραταιά πολιτική του παρουσία, προσπαθεί να ανακαλύψει και να προβάλει αβύσσους και βάραθρα που το χωρίζουν, λέει, από τη Νέα Δημοκρατία. Στόχος, άλλοτε ανομολόγητος και άλλοτε μετά βίας αποκρυπτόμενος, να διατηρήσει το μικρό του μαγαζάκι, ώστε να μπορέσει κάποτε να διαπραγματευτεί με κατά το δυνατόν καλύτερους όρους με τον ΣΥΡΙΖΑ –υποδοχέα, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια πολλών δικών του ανθρώπων.
Ο μακαρίτης Μιχάλης Παπαγιαννάκης έλεγε πως, όσο στην πολιτική μας ζωή θα κυριαρχεί το δίπολο δεξιά -αντιδεξιά, ωφελημένοι θα είναι οι κάθε λογής Κουτσόγιωργες και Κουρήδες (έτσι λέγονταν τότε, στη δεκαετία του ’80, οι αρχιερείς του λαϊκισμού). Και Κουτσόγιωργας μεν δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχουν, όμως, στο ΠαΣοΚ ουκ ολίγα «παιδιά του Κουτσόγιωργα». Με άλλα λόγια, αρκετοί που έχουν θητεύσει στη μεγάλη του αντιδεξισμού σχολή, που αναπολούν την εποχή όπου οι εκλογές κερδίζονταν με τα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», με την πάλη «του φωτός κατά του σκότους», και με άλλα τέτοια.
Εν κατακλείδι. Σε χώρες όπου η Σοσιαλδημοκρατία έχει πολύ βαθιές ρίζες, τα σοσιαλιστικά κόμματα αλλά και οι σοσιαλιστές ψηφοφόροι έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα συμπλεγματικά και μικροπολιτικά «αντιδεξιά» σύνδρομα. Εστω και με κόστος ως προς τα εκλογικά ποσοστά τους, διακρίνουν ποιο είναι το μείζον και ποιο το έλασσον, αξιολογούν κάθε φορά με ωριμότητα τι επιτάσσει το συμφέρον της χώρας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αντίθετα, σε εμάς, εκείνοι που διεκδικούν πάντα την εκπροσώπηση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου παραμένουν εν πολλοίς καθηλωμένοι σε έναν μίζερο, συμπλεγματικό, κουτοπόνηρο θα τολμούσα να πω, αντιδεξισμό. Λες και ζούμε στο 1960, λες και όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει αλλάξει τίποτα, λες και δεν έχουμε δει πού οδηγεί και ποιους εξυπηρετεί πολιτικά η διαχωριστική γραμμή δεξιά – αντιδεξιά. Αλλωστε, να μου το θυμηθείτε: και ο Τσίπρας την τελική μάχη για την πολιτική επιβίωση του ανερμάτιστου κόμματός του με αναπεπταμένα τα λάβαρα του αντιδεξισμού θα (επιχειρήσει να) τη δώσει. Κι ας έχει μια από τις πιο αξιοθρήνητες εκδοχές Δεξιάς, και μάλιστα άκρας, συνέταιρό του στη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ