Κατατέθηκε στη Βουλή το, πολλάκις εξαγγελθέν, νομοσχέδιο περί κινητικότητας στην ελληνική δημόσια διοίκηση, σε εφαρμογή της πρόβλεψης του τρίτου Μνημονίου (Supplemental MoU, Κεφάλαιο 5., Ενότητα 5.1., σημείο v. «Staff mobility»), αυτού δηλαδή που έφερε η κυβέρνηση ΑΝΕΛ-ΣΥΡΙΖΑ.

Και αντί η κυβέρνηση να παραδεχτεί ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να νομοθετεί ανεπίγνωστα μεν, κατ’ επιταγή της τρόικας δε, με γνώμονα όμως και προσωπικές ή κομματικές επιδιώξεις, διαβάσαμε πάλι τα γνωστά πομπώδη λόγια περί αξιοκρατίας, βέλτιστης αξιοποίησης του ανθρωπίνου δυναμικού, ισότητας, διαφάνειας, όλα τούτα με μπόλικη δόση αυτοθαυμασμού.
Η πραγματικότητα όμως δεν κρύβεται. Το νομοσχέδιο δεν αποτελεί παρά ένα βιαστικό σκαρίφημα, πρακτικά ανεφάρμοστο για την πλειονότητα των δημόσιων φορέων, που αντιβαίνει σε βασικές κατακτήσεις των εργαζομένων και έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, στοχεύοντας στο χτίσιμο ενός νέου είδους πελατειακού συστήματος.
Στα άρθρα 5 και 6 διαβάζουμε ότι μια Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας θα αξιολογεί τα αιτήματα στελέχωσης των φορέων. Μόνο που ο νομοθέτης «ξέχασε» τα κριτήρια βάσει των οποίων η Επιτροπή θα δέχεται ή θα απορρίπτει αιτήματα. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, εφόσον δεν θεσπίζεται κανένα αντικειμενικό, εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένο κριτήριο, η Επιτροπή θα αποφασίζει ανέλεγκτα ότι, για παράδειγμα, ο τάδε δήμος έχει ανάγκη από 50 υπαλλήλους ΠΕ ενώ η δείνα Περιφέρεια δεν δικαιούται κανέναν ;
Με άλλη διάταξη προβλέπεται ένα τριμελές όργανο σε κάθε φορέα υποδοχής, αποτελούμενο από τρεις προϊσταμένους οργανικών μονάδων, που θα αξιολογεί όσους υποβάλλουν αίτηση προς το φορέα. Και εδώ τα κριτήρια είναι γενικόλογα και απολύτως ασαφή και χωρίς ουδεμία αποτύπωση της μοριοδότησης των κριτηρίων. Ταυτόχρονα, τα υπηρεσιακά συμβούλια, στα οποία συμμετέχουν και αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων απουσιάζουν πλήρως από τη διαδικασία. Θυμίζουμε, για την περίπτωση που έχει ξεχαστεί, ότι αυτά τα κάνει η «Πρώτη Φορά Αριστερά». Κατά συνέπεια, ελλείψει συγκεκριμένης μοριοδότησης και κριτηρίων, κάθε εργαζόμενος θα πρέπει στο εξής να «διαπραγματεύεται» το αίτημα μετακίνησής του με μια επιτροπή, που δεν διαθέτει καμία εγγύηση σοβαρότητας και αμεροληψίας. δημιουργώντας ένα νέο είδος πελατειακής σχέσης.
Παράλληλα, το νομοσχέδιο προσβάλλει τη συνταγματικά προστατευόμενη αυτοτέλεια της Αυτοδιοίκησης. Στην πράξη θα είναι πιθανό να εξαφανιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη το 35% ή 50% των υπαλλήλων σε ένα δήμο και ο δήμαρχος -αυτός που εκλέχθηκε από την τοπική κοινωνία για να διοικήσει τον δήμο και τις τοπικές υποθέσεις- να μην μπορεί να το αποτρέψει καθώς προβλέπεται απλή «γνώμη» και όχι «σύμφωνη γνώμη» δημάρχου για τις μετατάξεις, ενώ για τις αποσπάσεις δεν απαιτείται καν γνώμη δημάρχου. Με άλλα λόγια, όταν αποσπάται υπάλληλος δήμου ή Περιφέρειας, ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης… θα το μαθαίνουν πάντα τελευταίοι! Επιπλέον στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας ο εκπρόσωπος της Αυτοδιοίκησης συμμετέχει μόνο ως παρατηρητής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Περαιτέρω, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη μετακίνηση να έχει ο φορέας υποδοχής επικαιροποιημένο Οργανισμό κατόπιν αξιολόγησης δομών και κατάρτισης περιγραμμάτων θέσεων εργασίας, υπάρχει άμεσος κίνδυνος για μαζική μετακίνηση εργαζομένων από περιφερειακές υπηρεσίες και, ιδίως, την Τοπική Αυτοδιοίκηση προς τις κεντρικές υπηρεσίες υπουργείων, διότι μόνο αυτές διαθέτουν νέα οργανογράμματα. Συνεπώς, οι ΟΤΑ θα αιμορραγήσουν σε προσωπικό, χωρίς ταυτοχρόνως να μπορέσουν να ανατροφοδοτηθούν. Ένα ακόμη πολιτικό χτύπημα προς περαιτέρω αποδυνάμωση ενός θεσμού που δεν ελέγχεται από την κυβέρνηση, ένα ακόμη βήμα προς τα πίσω, με ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και αποδυνάμωση της αποκέντρωσης.
Το νομοσχέδιο είναι ένα ακόμα προχειρογράφημα, που αποδεικνύει την άγνοια και βιασύνη των συντακτών του, σε συνδυασμό με την πρόθεσή τους να προωθήσουν ιδιοτελείς πολιτικές επιδιώξεις. Στην πράξη, όχι μόνο δεν θα εφαρμοστεί καθολικά, αλλά θα δημιουργήσει στρεβλώσεις που δύσκολα θα θεραπευτούν. Στήνεται έτσι ένα οπισθοδρομικό παιχνίδι στις πλάτες των εργαζομένων και παίζεται στα ζάρια η ομαλή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών σε όλη τη χώρα. Το έργο που ανεβάζει η κυβέρνηση θα μπορούσε να λέγεται «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, με λίγο μνημόνιο και αρκετό ρουσφέτι». Ή, αλλιώς, «κινητικότητα σε οπισθοπορεία».

Ο κ. Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, πρώην γενικός γραμματέας υπουργείου Εσωτερικών