Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε κανένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, ούτε να ζητήσει την παραμικρή βοήθεια από επαγγελματία ψυχικής υγείας. Είναι ο τύπος της ναρκισσιστικής προσωπικότητας που έχοντας μια ειδική παθολογία του υπερεγώ του, δηλαδή την ισχνή εσωτερίκευση νόμων και κανόνων ηθικής, επιτίθεται στους αντιπάλους του με φθόνο, οργή και ακραία ένταση.
Για την αυταρχική προσωπικότητα του Τραμπ, έτσι όπως την περιέγραφαν η σχολή της Φρανκφούρτης (Τ. Αντόρνο 1950) και η σύγχρονη ψυχανάλυση, οι πρωτόγονες αμυντικές διεργασίες, όπως διχοτόμηση (καλό-κακό), ακατέργαστη εξιδανίκευση του εαυτού («η Αμερική είμαι εγώ και θα την κάνω ξανά μεγάλη»), δεν τον αφήνουν να αρκείται στην ήττα του αντιπάλου. Η κακοήθης επιθετικότητα και καταστροφικότητα αυτής της κουλτούρας του ναρκισσισμού τον οδηγεί στο να διατυπώνει ανερυθρίαστα ότι ο χαμένος (loser) πρέπει να είναι ταπεινωμένος, αποκλεισμένος, αντικείμενο απόρριψης ενώ ο νικητής στον καπιταλιστικό του κόσμο πρέπει να τα παίρνει όλα (winners take all).
Μια προσωπικότητα που λέει χωρίς ίχνος ενοχής απευθυνόμενος στο θρησκευτικό του ακροατήριο ότι τα δύο αγαπημένα του βιβλία είναι πρώτα η Βίβλος και μετά «The art of the deal» τροφοδοτεί μια αυταρχική δεξιόστροφη και χυδαία ιδεολογία λαϊκισμού με ένα ύφος ρητορικής που υπονοεί ότι, όπως αυτός, όλοι που τον ακολουθούν μπορούν να ζήσουν χωρίς στερήσεις, πένθη, επώδυνες καταστάσεις.
Αυτός ο λαϊκισμός της τιμωρίας του «συστήματος», της παρηγοριάς των «θυμάτων» του και της ελπίδας για αποκατάσταση της πληγωμένης ταυτότητας του αμερικανικού έθνους καταφέρνει να διεγείρει το συλλογικό φαντασιακό όλων εκείνων που αισθάνονται αποκλεισμένοι και αδικημένοι από τις ελίτ. Η οδύνη και ο θυμός των περιθωριοποιημένων γίνονται μοχλός ταύτισης με τη σαγήνη και την ευφορία που ασκεί μια διαστροφική προσωπικότητα, με την υπόσχεση ότι «θα είμαι η φωνή σας, ακόμη και αν και οι δύο ξέρουμε, ο λαός και εγώ, μέσα από μια συμφωνία διάψευσης, ότι όλα αυτά που υπόσχομαι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν».
Η συναισθηματική δημοκρατία, ο θρίαμβος του θυμικού και της εκφόρτισης των πολλών απέναντι στην αποξένωση των κυρίαρχων μειοψηφιών, καταφέρνει και αποκωδικοποιεί με άμεσο τρόπο τον θυμό, την απελπισία και την προσδοκία του ψηφοφόρου. Η ήττα του ορθολογισμού είναι τόσο συντριπτική ώστε στο πρόταγμα του Τραμπ «Τι έχετε να χάσετε; Ψηφίστε με» συσκοτίζονται από το συλλογικό φαντασιακό οι δομικές αντιφάσεις του λόγου του: ταξική ψήφος, μισογυνισμός, σεξισμός, προκατάληψη και τιμωρία απέναντι στις μειονότητες, απομονωτισμός μια ανοιχτής αγοράς και εθνικιστική περιχαράκωση ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση.
Απέναντι στην έμπειρη αντίπαλό του Χίλαρι Κλίντον, εκπρόσωπο για τον μέσο Αμερικανό του 1%, ο Τραμπ προβλήθηκε ως ο αυθεντικός εκφραστής της διαμαρτυρίας και του αδιεξόδου του σύγχρονου πολιτισμού, των μύθων, των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών των ΗΠΑ. Στην ουσία το υποκείμενο συγχωνεύεται στη μάζα και ο δισεκατομμυριούχος γίνεται ο ψυχικός, όχι μόνο ο πολιτικός, εκπρόσωπος μιας αγέλης η οποία κινείται με βάση τα πιο χαμηλά και σκοτεινά ένστικτα.
Στην ειδική περίπτωση του λαϊκιστή Τραμπ, πέρα από τις αναλογίες με άλλους ηγέτες της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, η προσωπικότητά του είναι η ίδια η πολιτική του.
Πρόκειται για στρέβλωση της αρχής της πραγματικότητας μέσα από την απλουστευτική συνθηματολογική μεταφορά του «επιχειρείν» στο «κυβερνάν». Με άλλα λόγια, χωρίς την παραμικρή εσωτερίκευση ενοχής, προβάλλει ως συλλογικό ιδεώδες το ατομικό επαγγελματικό και προσωπικό του μοντέλο («είμαι έξυπνος, δεν πληρώνω φόρους, έχω ό,τι θέλω, είμαι νικητής»).
Μετά τη διάψευση της εντύπωσης που δημιουργήθηκε για άνετη νίκη της Χίλαρι Κλίντον δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια του νηφάλιου εφησυχασμού απέναντι στην επικράτηση τέτοιου καταστροφικού λαϊκισμού. Οφείλουμε να ξανασκεφθούμε από την αρχή τρία πράγματα:
–Γιατί οι «ελίτ» ή ο δημοκρατικός προοδευτικός κόσμος της Αμερικής στάθηκε ανίκανος να αφουγκραστεί, να κατανοήσει και να δώσει πειστικές απαντήσεις σε οξυμμένα λαϊκά και κοινωνικά προβλήματα; Μήπως, όπως συμβαίνει και στην Ευρώπη, κάθε αίτημα για στήριξη του λαϊκού δαιμονοποιήθηκε ως λαϊκισμός;
–Η ανάλυση της κουλτούρας της νέας Δεξιάς, που δεν καταστρέφει κάτι αλλά το εμποδίζει να γεννηθεί, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, πρέπει να γίνει και με όρους ψυχολογικής κατανόησης του συλλογικού φαντασιακού: η κατανάλωση, το μάρκετινγκ, η πολιτική ως διαφημιστικό προϊόν, η επιθυμία για απόδραση και διασκέδαση, η σεξουαλικότητα χωρίς αναστολές, η ελπίδα για μακρά νεότητα, η προσδοκία για ευημερία, η λατρεία του fitness, ο θρίαμβος του ατομικισμού όλα αυτά είναι στοιχεία του «μειλίχιου τέρατος» (Ρ. Σιμόνε, 2008) που διαβρώνει συστηματικά την υποκειμενική ταυτότητα, τον ψυχισμό, διαλύει την ηθική διακήρυξη της Αριστεράς για αλληλεγγύη και ευσπλαχνία.
–Πρέπει να εμπλουτίσουμε τα αναλυτικά μας εργαλεία μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση σε συνάρθρωση με στοχευμένες πολιτικές και κοινωνικές δράσεις που να απαντούν σε συγκεκριμένα προβλήματα. Οι κοινωνιολόγοι, οι ανθρωπολόγοι, οι ψυχαναλυτές, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ίσως έχουν πολύ μεγαλύτερη χρησιμότητα στα πολιτικά επιτελεία από τους επικοινωνιολόγους και τους δημοσκόπους.
Ο κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ