Ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε στον κόσμο προοικονομεί τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουμε, λέει μια παλιά δοξασία. Ανορθόδοξη ενδεχομένως, επαληθεύεται στην περίπτωση των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Πήραν την πρώτη τους ανάσα με καθυστέρηση, και αγκομαχώντας καθυστερημένα πορεύονται. Θεσπίζονται επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου το 1931. Απονέμονται για πρώτη φορά οκτώ χρόνια μετά, επί Μεταξά, το 1939. Αυτή η καθυστέρηση του τοκετού θα καταλήξει μόνιμο χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας των Κρατικών Βραβείων, απαράλλαχτο από υπουργείο (Παιδείας) σε υπουργείο (Πολιτισμού) και από προοδευτικές κυβερνήσεις και δικτατορίες και μέχρι την αριστερή κυβέρνηση των ημερών μας. Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκαν οι βραχείς κατάλογοι των υποψήφιων βιβλίων από την εκδοτική παραγωγή του 2014. Μόνο από την Επιτροπή Λογοτεχνίας. Αναμένουμε τις επιλογές των επιτροπών για τη Μετάφραση και το Παιδικό Βιβλίο. Οπως πάει, οι απονομές των βραβείων θα γίνουν το 2017, γεμάτα τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία των τίτλων.
Από το δημοσιευμένο σκεπτικό της επιλογής, προκύπτει πως τα μέλη της Επιτροπής Λογοτεχνίας συμφωνούν ότι ποίηση και διήγημα είναι ανθηρά το 2014. Ταυτίζονται επίσης στην άποψη ότι «το 2014 τα βιβλία των πρωτοεμφανιζόμενων ήταν περισσότερο πρωτόλεια παρά ολοκληρωμένες καταθέσεις» (Λίνα Πανταλέων), πράγμα που αποδίδουν στο ηλικιακό όριο των 35 ετών για τους πρωτοεμφανιζόμενους που θέτει ο νόμος. Εκτιμούν ότι το μυθιστόρημα του 2014 αποδεικνύεται ανώριμο, παρότι δεν συμφωνούν αν «βασικό θέμα αποτελεί η οικονομική κρίση» (Νένα Κοκκινάκη) ή αν προηγείται η «παγίωση του ενδιαφέροντος για το ιστορικό παρελθόν και τη διαχείρισή του» (Δημήτρης Καργιώτης).
Σύγχυση υπάρχει στην κατάταξη έργων στις κατηγορίες Δοκίμιο/Μελέτη και στη «χαώδη και προβληματική» (Αλέξης Ζήρας) ευρεία κατηγορία του Χρονικού/Μαρτυρίας/Ταξιδιωτικού κ.τ.λ., η οποία επιβάλλεται «να διαχωριστεί σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους (μαρτυρία/χρονικό, βιογραφίες, ταξιδιωτικά), το συντομότερο δυνατόν» (Γιώργος Ανδρειωμένος).
Τρία βιβλία –αφηγηματικής δεξιότητας μεν, ιστορικές έρευνες δε –για την αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες (Νίκος Μπακουνάκης, Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, Πόλις), για τους διωγμούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης το 1940 (Ρίκα Μπενβενίστε, Αυτοί που επέζησαν, Πόλις) και για την τηλεόραση στην Ελλάδα (Παύλος Τσίμας, Ο φερετζές και το πηλήκιο, Μεταίχμιο) κατατάσσονται στην κατηγορία Χρονικό και όχι στην κατηγορία Δοκίμιο/Μελέτη.
Στην τελευταία, φιναλίστ είναι τέσσερα φιλολογικά βιβλία και το βιβλίο Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού (Κίχλη) της Κατερίνας Σχινά, το οποίο η ίδια χαρακτηρίζει «πλεκτική αυτοβιογραφία», και θα περιμέναμε στην κατηγορία του Χρονικού/Μαρτυρίας. «Στο Δοκίμιο/Κριτική και πάλι έχουμε την εμφάνιση αξιόλογων μελετών που δεν ανήκουν ακριβώς στην κατηγορία» σχολιάζει η Λίλυ Εξαρχοπούλου, ενώ ο Δημήτρης Καργιώτης σημειώνει για το Χρονικό/Μαρτυρία κ.τ.λ.: «Δίπλα σε πολύ ενδιαφέροντα κείμενα ταξιδιωτικά βρίσκουμε έργα ιστορικού προσανατολισμού, επιστημονικών αξιώσεων, τα οποία δυστυχώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να κριθούν στη βάση κριτηρίων που θέτει μια επιτροπή λογοτεχνικών βραβείων». Ποια είναι αυτά τα κείμενα και ποια είναι, εν τέλει, τα κριτήρια βάσει των οποίων έκανε τις ειδολογικές κατατάξεις των έργων η επιτροπή;
Παρότι η υπό εξέταση εκδοτική παραγωγή έχει πλέον κριθεί από τους κριτικούς στις στήλες τους, από τις επιτροπές άλλων λογοτεχνικών βραβείων και από τους αναγνώστες στην αγορά, η επιτροπή βρίσκεται σε αμηχανία μπροστά σε υβριδικά κείμενα που ακολουθούν διεθνείς τάσεις. Είναι φανερό για ακόμη μία φορά ότι ο θεσμός των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας δεν μπορεί να πρωτοπορήσει στον χώρο της ελληνικής κριτικής και χρειάζεται εκσυγχρονισμό –ο οποίος όμως δεν αρκεί να επιβληθεί με νόμους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ