Εν αρχή το σημαντικό: Οποιος έχει μελετήσει την αμερικανική ιστορία γνωρίζει πως αι προτιμήσεις του εκλογικού σώματος κινούνται ωσάν εκκρεμές, περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει σε άλλες δημοκρατίες. «Συντηρητικές» περίοδοι (και Πρόεδροι..) ακολουθούν «φιλελεύθερες» ή «προοδευτικές» τοιαύτες και αντιστρόφως. Η πολιτική καρδιά της Αμερικής είναι το «κέντρο»! (Αρα ο Trump δεν θα μείνει για πάντα!) Το πότε ακριβώς και από ποιά κυρία αφορμή θα κινηθεί το εκκρεμές, «παίζει». Αλλες φορές αφορμή είναι η οικονομία, άλλες ο πόλεμος, άλλες διάφορες κατηγορίες «δικαιωμάτων» ή «αξιών» και αι περί αυτών ιδεολογικές και πρακτικές διαμάχες. Η ουσία της εκλογής Trump είναι ότι την φορά αυτή και μάλλον ασυνήθιστα υπήρξε συρροή και σύμπλευση και των τριών αφορμών, που ήταν τέτοιες ώστε να ευνοούν τον συντηρητισμό και λαϊκισμό του, εν τέλει δε την εκλογή του.

Αλλά και πάλι: Με κριτήριο την λαϊκή προτίμησι, τις Προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 κέρδισε η Clinton, όχι ο Trump. H Clinton απέσπασε το 47,8% της λαϊκής ψήφου (60.828.358), ο Trump το 47,3% (60.261.924) (στοιχεία CNN). Ομως λόγω του εκλογικού συστήματος, η Clinton εξασφάλισε μόνο 232 εκλέκτορες, ενώ ο Trump 290. (Για να κερδίσει, χρειαζόταν τουλάχιστον 270.) Μάλιστα η σε ψήφους πρωτιά της Clinton υπήρξε πιό καθαρή ακόμη κι απ’ την πρωτιά του Δημοκρατικού υποψηφίου Al Gore, που το 2000 «έχασε» απ’ τον G. W. Bush. Ο Gore είχε συνολικά κερδίσει 50.999.897 ψήφους (το 48,4%) μα 266 εκλέκτορες, ο δε Bush 50.456.002 (το 47,9%) μα 271 εκλέκτορες. Εχασε όμως ο Gore την Φλώριδα για 537 «έγκυρες» ψήφους, ενώ δε είχαν σημειωθή πολλά «παρατράγουδα» με τα ψηφοδέλτια της Φλώριδα (βλ. Pomper, 2001, καθώς και Wikipedia), το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με ψήφους 5-4, σταμάτησε την αναγκαία ανακαταμέτρησι, χαρίζοντας την νίκη στην Πολιτεία – και συνεπώς την Προεδρία των ΗΠΑ – στον Bush (με τα γνωστά επακόλουθα στην εξωτερική πολιτική, όπως την εισβολή στο Ιράκ με ψευδείς δικαιολογίες).

Συνεπώς το παιγνίδι το 2016 παίχθηκε επί τη βάσει «μικρών» πλην καιρίων μετατοπίσεων ψηφοφόρων σε Πολιτείες-κλειδιά. Θα κάνουμε λοιπόν τα εξής: Πρώτον, θα δείξουμε ποιοί εψήφισαν Trump. Δεύτερον και κυριώτερον, θα αναφερθούμε στις αιτίες για τις οποίες αυτοί οι ψηφοφόροι εψήφισαν Trump (αιτίες, που απαντώνται γενικώτερα στον σημερινό Δυτικό κόσμο), παρά το προφανές «ποιόν» του ανθρώπου αυτού. Τρίτον, θα αναφερθούμε στις πιθανές συνέπειες της εκλογής Trump, στο τι ενδέχεται να πράξει. Τέταρτον, θα αναφερθούμε σε τρόπους αντιμετωπίσεως και «θεραπείας» των λόγων για τους οποίους μεγάλες μάζες του πληθυσμού στον Δυτικό, κυρίως, κόσμο στρέφονται προς «θέσεις», μα και «προσωπικότητες», τύπου Trump.

Ποιοί εψήφισαν Trump

Βάσει στοιχείων απ’ την Australian Broadcasting Corporation, τον Trump εψήφισαν (ή, ακριβέστερα, είχαν την στατιστικά μεγαλύτερη πιθανότητα να τον ψηφίσουν):

Κατά 67%, οι λευκοί άνευ κολλεγιακού πτυχίου.

Κατά 62%, οι ζώντες σε κωμοπόλεις ή αγροτικές περιοχές.

Κατά 58%, οι λευκοί εν γένει.

Κατά 53%, οι άνδρες.

Κατά 53%, αι ηλικίες άνω των 45.

Κατά 52%, οι κατέχοντες κάποιον μεταλυκειακό τίτλο.

Κατά 51%, οι απόφοιτοι μόνο λυκείου ή χαμηλότερα.

Κατά 50%, οι με εισόδημα $50.000 ως $99.999.

Κατά 50%, οι κάτοικοι προαστείων.

Από την άλλη μεριά, οι «μετακινηθέντες» ψηφοφόροι υπέρ Trump ήταν:

Κατά 16%, με εισόδημα κάτω από $30.000.

Κατά 14%, άνευ κολλεγιακού πτυχίου.

Κατά 11%, Ασιάτες ψηφοφόροι.

Ενώ οι «εγκαταλείψαντες» τον Trump ήταν:

Κατά 10%, λευκοί απόφοιτοι κολλεγίου.

Κατά 9%, με εισόδημα από $100.000 ως $199.999.

Κατά 8%, με μεταπτυχιακό.

Αιτίες της ψήφου υπέρ Trump

Εδώ, προσοχή: Ακόμη και αν δεν είχε «νικήσει» ο Trump σε αριθμό εκλεκτόρων, πάλι θα άξιζε να αναζητηθούν αι αιτίες για τις οποίες τόσο πολλοί άνθρωποι θα τον είχαν ψηφίσει. Δηλ. ακόμη και 40% της λαϊκής ψήφου αν είχε μόνο πάρει, αυτό θα είχε μεταφρασθή σε 51 εκτμ. ψήφων. Όμως ψήφων όχι ακριβώς υπέρ του Ρεπουβλικανικού κόμματος αορίστως, μα αναποφεύκτως υπέρ ειδικά του Trump, ενός δηλ. ανθρώπου ωσάν τον Trump, με ό,τι αυτός εκπροσωπεί σε ασυναρτησία, ακραίο εγωισμό, χυδαία ελαφρότητα, σεξισμό, μεγαλαυχία, κακόγουστη δοκησισοφία και εύπεπτες πλην αμελέτητες «θέσεις-συνθήματα».

Λοιπόν, απ’ το ποιοι εψήφισαν Trump προκύπτει ότι τον εψήφισαν (ή τουλάχιστον τον εψήφισαν ψηφοφόροι μετακινηθέντες εκεί ακριβώς όπου «χρειαζόταν») κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία λευκοί άνδρες μέσης και χαμηλής μορφώσεως από κωμοπόλεις και αγροτικές περιοχές, κάτοικοι προαστείων (όπου και κυρίως η μετά τον Β’ΠΠ ενδημούσα «μεσαία» τάξη), ως και οι «μεσαίων» εισοδημάτων ψηφοφόροι (πολλοί των οποίων αρχίζουν να υποψιάζωνται πως αύριο θα πάρουν σειρά να φτωχοποιηθούν), ενώ ταυτοχρόνως από τους άρτι μετακινηθέντες προς αυτόν το μείζον ποσοστό ήταν αυτοί με χαμηλά εισοδήματα (κάτω των $30.000).

Πρόκειται για τα στρώματα, που:

(α) Σε οικονομικό επίπεδο, δείχνουν να έχουν θιγή περισσότερο απ’ τις επιπτώσεις της βεβιασμένης παγκοσμιοποιήσεως (λ.χ., την μεταφορά βιομηχανικών δραστηριοτήτων προς χώρες χαμηλών αμοιβών ή τον καλπασμό των νέων τεχνολογιών), έχοντα υποφέρει όχι τόσο περισσότερο απ’ την ανεργία ή τις «ευέλικτες» και χαμηλά αμειβόμενες μορφές εργασίας απ’ ό,τι τα στρώματα εκείνα, που διαχρονικά και παραδοσιακά έχουν υποφέρει από αυτές τις «ασθένειες» (π.χ., μαύροι ή ισπανόφωνοι), όσο απ’ την απότομη, αναπάντεχη, καινοφανή «μόλυνσι» αυτών των στρωμάτων (χονδρικά: λευκών μέσης και χαμηλής μορφώσεως) από αυτές τις «ασθένειες».

(β) Σε επίπεδο «ταυτότητος» ή «πολιτιστικό», δείχνουν να προσβάλλωνται περισσότερο απ’ τα ιδεολογήματα της «πολιτικής ορθότητος» και τις επιπτώσεις αυτών, καθώς και να νοσταλγούν (εξ ού και η ψήφος των μεγαλυτέρων ηλικιών υπέρ Trump, μα και των κατοίκων προαστείων) μια Αμερική όπου ήταν σχεδόν καθολικά σεβαστές η έννοια της πατρίδος και της προστασίας της, η θρησκευτική (χριστιανική εν τέλει) πίστη, η οικογένεια, η «΄νοικοκυροσύνη», το να κάνεις αυτό που «πρέπει» (από στρατιωτική θητεία ως το να δουλεύεις έντιμα και σκληρά για την οικογένειά σου, χωρίς να παραβιάζεις τον νόμο ή να προκαλείς) και δικαίως να περιμένεις σεβασμό και ανταπόδοσι γι’ αυτό: απ’ τους οικείους σου, τον κύκλο σου, την γειτονιά σου, το κράτος σου. Ακριβώς δηλ. τα στρώματα εκείνα, που, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλα, αγανακτούν με «θέσεις» του τύπου «είναι καλό να προδίδεις την χώρα σου» (με εμβληματικό παράδειγμα τον E. Snowden), «η ομοφυλοφιλία είναι κάτι το φυσιολογικό και οι ομοφυλόφιλοι είναι ίδιοι με εσένα», «οι μουσουλμάνοι – ή οι λαθρομετανάστες εν γένει – είναι αδέλφια μας και έχουν ‘ανθρώπινο’ δικαίωμα να εισέρχωνται με το έτσι θέλω στην χώρα μας», «η γαμήλιος πίστη και αφοσίωση είναι παλαιομοδίτικα πράγματα», «απαγορεύεται να λέμε πιά ‘Merry Christmas’, πρέπει να λέμε ‘season’s greetings’», κ.α.

Με άλλα λόγια: Ακόμη και αν δεν υπήρχαν οικονομικά προβλήματα για ογκούμενο τμήμα του πληθυσμού, πολλώ δε μάλλον τώρα που υπάρχουν, γεγονός είναι πως αυτό το τμήμα, που τείνει πλέον να γίνει πλειοψηφικό στην Δύσι, θέτει ευθαρσώς πλέον θέμα προασπίσεως της εθνικής – πολιτιστικής «ταυτότητος» και παραδοσιακών αξιών του, που για 20-25 χρόνια τώρα, σε αυξανόμενο βαθμό, έχουν γίνει αντικείμενο χλεύης και υπονομεύσεως απ’ την Αριστερά (κυρίως), λοιπούς «εκόντες-άκοντες» θιασώτες της «πολιτικής ορθότητος» και προκλητικές ακτιβιστικές περιθωριακές μειοψηφίες. Πρόκειται για κατάστασι, που, κατά ιστορική ειρωνεία, είναι το αντίστροφο παλαιοτέρων, όταν ήταν μειοψηφίες, που έπρεπε να προστατευθούν από αυθαιρεσίες πλειοψηφιών… Αλλά και μειοψηφία αν είναι (για την ώρα…) οι θιασώτες παραδοσιακών αξιών, τούτο είναι ένας λόγος επιπλέον να προστατευθούν απ’ την δικτατορία της «πολιτικής ορθότητος».

(γ) Στο ίδιο πλαίσιο, η προϊούσα κοινωνικο-οικονομική ανισότης στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) των τελευταίων 20-25 ετών καλλιεργεί την εντύπωσι (ασχέτως βαθμού αληθείας) ανάμεσα στους «ολιγώτερο ίσους» πως σημασία δεν έχει τόσο η σκληρή εργασία με απτό αποτέλεσμα (π.χ., την παραγωγή ενός αυτοκινήτου ή πλυντηρίου), μα αι «εξυπνάδες» και «λαμογιές», που κάνουν κάποιοι αλαζονικοί τύποι με ανώτερη «μόρφωσι» (τους λέγαμε yuppies), συνήθως δουλεύοντας σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και κερδίζοντας άκοπα (;) άφθονο χρήμα – συχνά δε, εις βάρος όλης της κοινωνίας (όρα την κρίσι του 2008-10).

(δ) Τα ίδια αυτά στρώματα εξοργίζονται με το ότι τα τελευταία 20-25 χρόνια ισχυρά τμήματα του πολιτικού και «επικοινωνιακού» κατεστημένου της χώρας, τα ωφελούμενα απ’ το «σύστημα» στρώματα και η από αυτά επιβαλλομένη «πολιτική ορθότης» προσθέτουν ύβριν στην οικονομική βλάβη, που τα θιγόμενα στρώματα υφίστανται (they add insult to injury).

Η ύβρις συνίσταται στην ενθάρρυνσι ή ανοχή προς την λαθρομετανάστευσι, που ισοδυναμεί με το εξής «αφ’ υψηλού» και «πακεταρισμένο» με μονόπλευρο «ανθρωπισμό» μήνυμα προς τα θιγόμενα στρώματα: «Δεν φθάνει που χάνετε τις δουλιές σας επειδή αμερικανικές επιχειρήσεις παν στο εξωτερικό, μα τώρα φέρνουμε και ξένους να πάρουν ό,τι έχει απομείνει, ιδίως από δουλιές χαμηλής αμοιβής». Η οργή υφίσταται, ασχέτως αν για μεγάλο διάστημα (ιδίως στους προ κρίσεως «καλούς» καιρούς) οι γηγενείς (δηλ. οι μετανάστες 3ης, 4ης, 5ης γενεάς κλπ.) δεν ήθελαν να κάνουν πολλές από αυτές τις δουλιές, οπότε πολλοί εργοδότες κατ’ ανάγκην έπαιρναν – και ακόμη παίρνουν – λαθρομετανάστες. Προσθέστε στην ανωτέρω ύβριν τον κίνδυνο της ισλαμικής τρομοκρατίας, που αντιπροσωπεύουν κάποιοι απ’ τους μουσουλμάνους (όρα 9/11, ή την μαζική δολοφονία ομοφυλοφίλων στο Orlando τον Ιούνιο) και η αναδυομένη πικρία και θυμός ανάμεσα σε πάρα πολλούς Αμερικανούς (και όχι μόνο!) καθίστανται ευεξήγητες.

Συνεπώς, ικανό ποσοστό αυτών των στρωμάτων, διάλεξε να ψηφίσει Trump, παρά τα ατομικά του χαρακτηριστικά. Οχι δηλ. για τον ίδιο (που πολιτικά και προσωπικά αξίζει να χαρακτηρισθεί από ελλιπής ως άξεστος και εν τέλει επικίνδυνος), μα για τις «θέσεις-συνθήματα» που έπαιρνε, χονδροκομμένα, ακατέργαστα, ανερμάτιστα μεν, μα που ήταν θέσεις που έδειχναν απόρριψι του οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού κατεστημένου.

Σπανίως άλλωστε και μόνο σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες (όρα Ελλάδα το 2015) η δυσαρέσκεια κατά του «κατεστημένου» εκφράζεται με μαζική στροφή προς την άκρα Αριστερά. Πιό πιθανό, πάντοτε, είναι το αντίθετο, αν μη τι άλλο επειδή σε καιρούς χαλεπούς ο κόσμος τείνει να καταφεύγει σε παραδοσιακές αξίες. (Αλλά μήπως και στην Ελλάδα δεν ήταν/είναι ο πελατειακός κρατισμός παραδοσιακή «αξία»;) Συνήθως αυτές είναι «ορθές» αξίες. Ενίοτε όμως η «καταφυγή» ΄μπορεί να πάρει αποτρόπαιες, αυτοκαταστροφικές μορφές, όπως συμβαίνει με το φανατικό Ισλάμ σήμερα.

Αυτή δε η μάζα των αμερικανών ψηφοφόρων, που έτσι εψήφισαν, λέει σε όλους μας (όχι μόνο στις ΗΠΑ, μα σε όλες τις θιγόμενες απ’ την παγκοσμιοποίησι Δυτικές κοινωνίες, τις επιπλέον αγανακτημένες απ’ την «πολιτική ορθότητα», η οποία θίγει παραδοσιακές και συνεκτικές αξίες) κάτι. Κάτι που πρέπει να προσεχθεί και θα έπρεπε να είχε ήδηπροσεχθή (τόσο απ’ τις «ελίτ» όσο απ’ τους αυτοαποκαλουμένους «προοδευτικούς») ακόμη κι αν είχε χάσει, οριακά, ο Trump. Διότι αν σήμερα δεν ήταν ένας Trump, αύριο θα είναι, ίσως, ένας Χίτλερ…

Συνέπειες της εκλογής Trump

Προφανώς αι όποιες συνέπειες θα προκύψουν απ’ το τι θα επιχειρήσει ο Trump στην πράξι. Είναι όμως αμφίβολο κατά πόσον ο ίδιος ο Trump θα θελήσει (ή θα τον αφήσουν…) να υλοποιήσει τις κυριώτερες απ’ τις «αντισυστημικές» θέσεις του. Αυτές τις ξεφούρνιζε προεκλογικά, εν μέρει επειδή του άρεσαν ή αρέσουν, εν μέρει επειδή έκρινε πως αυτές θα λειτουργούσαν στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του. Ομως από τα λόγια στην πράξι υπάρχει απόσταση, ο ίδιος δε ο Trump είναι καρπός και μέρος του «συστήματος». Οπωσδήποτε αυτά που θα πρέπει να γίνουν (βλ. παρακάτω) στην αμερικανική οικονομία για να επανεύρουν δουλιές ή τουλάχιστον κάποια αξιοπρεπή διαβίωσι οι «χαμένοι» της «παγκοσμιοποιήσεως», καθώς και προοπτικές τα παιδιά των, είναι τόσο μεγάλα και πολύπλοκα, απαιτούν τέτοιες και τόσες «έξυπνες» λύσεις, που είναι αμφίβολο αν τις έχουν καταλάβει πολλοί οικονομολόγοι. Σίγουρα δεν τις είχε καταλάβει (ή είχε αδιαφορήσει γι’ αυτές ή, ίσως από ιδεοληψία, τις είχε απλώς απορρίψει) το Δημοκρατικό κόμμα (ή η «σοβαρή» πτέρυξ του Ρεπουβλικανικού). Θα τις καταλάβει ο Trump;

Πιό εύκολα θα ΄μπορέσει ο Trump, αν επιμείνει σε διακηρυγμένες (;) θέσεις του, να καταφέρει, λ.χ., πλήγματα στο ελεύθερο εμπόριο, προάγων τον προστατευτισμό, ή στην προσπάθεια αντιμετωπίσεως της κλιματικής αλλαγής. Ειδικά ο εμπορικός προστατευτισμός θα προκαλέσει ύφεσι σε μία ήδη καρκινοβατούσα πλανητική οικονομία και εν τέλει θα θίξει και τους ψηφοφόρους του Trump. Εκτός αν ο Trump συνδυάσει τον εμπορικό προστατευτισμό με «αντισταθμιστικές» οικονομικές και κοινωνικές μέριμνες στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αλλά τέτοιος «έξυπνος» συνδυασμός είναι μάλλον υπερβολικά πολύπλοκος και απαιτητικός για τον Trump ή και τους συνεργάτες του…

Πιό αποτελεσματική, τόσο για την υγεία της παγκοσμίας οικονομίας όσο για την ευημερία του αμερικανικού λαού, θα ήταν η προώθηση μιάς «λελογισμένης παγκοσμιοποιήσεως», δεδομένων των πολλών και μεγάλων θετικών πλευρών της, ταυτόχρονα με την υπεράσπισι των «θυμάτων» της, μέσω καταλλήλων πολιτικών. Αλλά κι αυτό το εγχείρημα είναι πολύπλοκο και απαιτητικό.

Εξ άλλου, αι όποιες «τεχνοοικονομικές» απαντήσεις στις προκλήσεις της «παγκοσμιοποιήσεως» θα πρέπει να συνδυάζωνται με την πολιτική / ιδεολογική αφύπνισι και εγρήγορσι της αμερικανικής κοινωνίας (όπως επέτυχε στον καιρό του ο Franklin Delano Roosevelt) για να γίνουν αποδεκτές και νάχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχούς εφαρμογής. Εστω ότι ο Trump (που δεν είναι Roosevelt…), μες απ’ τον ριζοσπαστικό, αμφιλεγόμενο ή και διχαστικό λόγο του, είχε πιάσει την «κατεύθυνσι» μιάς τέτοιας συνεγερτικής «αφυπνίσεως». Εστω, ακόμη, ότι αυτή είναι η σωστή κατεύθυνση. Ναι, αλλά ο ίδιος εννοεί πράγματι να επιμείνει προς αυτήν; Είναι τόσο ιδεολόγος και τόσο μέγας, δηλ. ακέραιος, ηγέτης; Ή θ’ αδιαφορήσει ενώπιον των δυσκολιών, εμποδίων και ενδεχομένως αναγκαίων συμβιβασμών; Πώς τον κόβετε; Ειλικρινή και ρομαντικό ιδεολόγο, που θέλει να κάνει την Αμερική μεγάλη, να επανεμφυσήσει στην κοινωνία τις αξίες του πατριωτισμού, της αποταμιεύσεως και της οικογενείας, ν’ αντιμετωπίσει τις όποιες επιπτώσεις της «παγκοσμιοποιήσεως» μαζί με την λαθρομετάστευσι και, στο εξωτερικό, την ζιχαδιστική απειλή (προς όφελος τόσο της Δύσεως και του ανθρωπίνου πολιτισμού όσο των απλών μουσουλμάνων); Ή μήπως όχι;

Αλλωστε ήδη, απ’ την σκοπιά των ελληνικών συμφερόντων, αυτά που έχουν διαρρεύσει τόσο για κάποια απ’ τα προαλειφόμενα στελέχη της κυβερνήσεώς του όσο για την τηλεφωνική συζήτησι, που είχε με τον Ερδογάν αμέσως μετά την εκλογή του, δείχνουν, αντιστοίχως, τόσο μιά «κατευναστική» διάθεσι έναντι της Τουρκίας όσο πως μάλλον ο ίδιος θαυμάζει απολυταρχικούς ηγέτες και απολυταρχισμό. Πως δεν καταλαβαίνει πόσο μέγα εμπόδιο στα σχέδια της Δύσεως για ειρήνευσι στην Μέση Ανατολή και συντριβή του ζιχαδισμού αποτελεί η ιδία η Τουρκία (υπό τον Ερδογάν). Αλλά και πόσο μεγάλη απειλή αντιπροσωπεύει η Τουρκία τόσο για την Ευρώπη (μέσω του λαθρομεταναστευτικού) όσο ειδικά για την Ελλάδα – με ό,τι αυτό συνεπάγεται γεωπολιτικά. Απ’ την άλλη «ακούεται» πως, «προσωπικά» ο Trump διάκειται φιλικότερα προς Ρωσία και Πούτιν απ’ ό,τι, λ.χ., έδειχνε να διάκειται η Clinton. Ομως αυτό το «προσωπικά» πολύ ολίγη σημασία έχει στην πράξι όταν ομιλούμε για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Εξ άλλου το να είσαι «φιλικός» τόσο με Ερδογάν όσο με Πούτιν έχει ως όριο την μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας υποβόσκουσα αντιπαλότητα, καθώς και το ποιά απ’ τις δυό «φιλίες» εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αρα εδώ χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί, που, επειδή ο Trump δεν είναι σε θέσι να σχεδιάσει και κάνει ο ίδιος, αναγκαστικά θα στηρίζεται στις συμβουλές του διπλωματικού και στρατηγικού του κατεστημένου. Εκτός αν από χονδροκεφαλιά αποφασίσει να δρά ως ταύρος εν υαλοπωλείω – αλλά κι αυτό – ιδίως αυτό! – έχει ένα όριο στις ΗΠΑ, ακόμη κι αν είσαι Πρόεδρος…

Τα διαθέσιμα λοιπόν σενάρια είναι: Ή θ’ ακολουθήσει τις συμβουλές του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της Washington, μα και των μυστικών υπηρεσιών, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ή θα επιχειρήσει να κάνει το «σωστό» – που όμως ο ίδιος δεν ξέρει ποιό είναι, πέραν διαφόρων επιδερμικών συνθημάτων, που αναμασούσε πότε-πότε. Ή, το πιθανότερο, θα κάνει του κεφαλιού του, δηλ. «βλέποντας και κάνοντας», άνευ ουδενός μεγάλου και λαμπρού σχεδίου για την γεωπολιτική κατάστασι, σχεδίου που ούτως ή άλλως ούτε είχε ούτε έχει. Που σημαίνει, ότι, σε διελκυστίνδα με την αμερικανική διπλωματία και τις μυστικές υπηρεσίες, που θα προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, θα κάνει τελικώς πολλά και χονδρά λάθη. Πόσο επικίνδυνα; Ιδωμεν…

Εκτιμώ δε, πως εν τω μεταξύ ένας ηγέτης ωσάν τον Ερδογάν θα παίζει τον Trump στα δάκτυλα… Μακάρι να διαψευσθώ.

Η «θεραπεία» της δυσαρέσκειας

Αν πράγματι θέλει ο Δυτικός κόσμος ν’ αποφύγει ανθρώπους ωσάν τον Trump (ή χειροτέρους…), θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει επιτέλους σοβαρά τις αιτίες, που τους δίνουν δύναμι και ρόλο στα πολιτικά δρώμενα. Και δεν είναι μόνο ο Trump στην Αμερική, μα ένα σωρό αρχολίπαροι δημαγωγοί («δεξιοί» και «αριστεροί») που, καίτοι εγγενώς ανίκανοι ν’ ανατάξουν ένα έθνος, σιγά-σιγά ξετρυπώνουν, φωνασκούν, συνθηματολογούν και εξαπατούν (ενώ οι πονηρότεροι εξ αυτών ασημώνουν τις τσέπες των).

Η αντιμετώπιση αυτή δεν περνά από μιά «αφ’ υψηλού» παρότρυνσι να ψηφίσει ξανά ο κόσμος τα «σοβαρά», «συστημικά», κόμματα. Αυτά έχουν «λερωμένη την φωλεά» των. Ευθύνονται για την ελλιπή κατανόησι των εξελίξεων του σημερινού κόσμου, για ιδεολογικές εμμονές, για ιδιοτελή συμφέροντα, για αδράνεια, ανικανότητα και χαμέρπεια, για περιφρόνησι των λαϊκών αισθημάτων και αναγκών σε μία σειρά Δυτικών χωρών, για υποκρισία, για χρήσι δύο μέτρων και δύο σταθμών, τέλος δε, ευθύνονται για την κρίσι που ξέσπασε το 2008-10 και για το βεβιασμένο και απερίσκεπτο της «παγκοσμιοποιήσεως», έτσι όπως τα κόμματα αυτά την προώθησαν και προωθούν.

Μα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Η «παγκοσμιοποίηση», με την έννοια του ελευθέρου εμπορίου, της ελευθέρας κινήσεως κεφαλαίων και, όπου και αν χρειάζεται, της ελευθερίας κινήσεως ανθρώπων, είναι καλό πράγμα. Οχι απλώς καλό, μα άριστο. Αρκεί να γίνεται (α) με κανόνες και προϋποθέσεις, (β) με μέριμνα για τα «θύματα» της παγκοσμιοποιήσεως, αυτούς που μένουν οπίσω, καθώς και για τις νεώτερες γενεές, είτε αυτές κατάγονται απ’ τους νυν ωφελημένους της παγκοσμιοποιήσεως είτε, πολύ περισσότερο, απ’ τα «θύματά» της.

Αυτοί που πολεμούν την παγκοσμιοποίησι μες από κάποιο πολιτικό πρόγραμμα (σε αντίθεσι με αυτούς που τελούν θύματά της και επομένως έχουν λόγο να είναι από δύσπιστοι έως αρνητές) είναι καιροσκόποι δημαγωγοί πάσης φύσεως, «ακροαριστεροί» και «ακροδεξιοί». (Η κυρίως διαφορά των είναι ότι οι πρώτοι αποτελούν την «αστυνομία» της «πολιτικής ορθότητος» με σκοπό τον εθνικό και κοινωνικό αφοπλισμό και κατακερματισμό, ενώ οι δεύτεροι ενστερνίζονται – και σχεδόν πάντα ευτελίζουν ή στρεβλώνουν – παραδοσιακές αξίες.) Σ’ αυτούς τους καιροσκόπους δημαγωγούς ουδέν ελαφρυντικό πρέπει ν’ αναγνωρίζεται. Δεν κάνουν απλώς κάποιο λάθος εκτιμήσεων ή προγράμματος, δεν υποφέρουν απλώς από έλλειψι γνώσεων, μα απορρίπτουν συλλήβδην την παγκοσμιοποίησι αντιπροτείνοντες είτε περασμένα ή και απαξιωμένα σχήματα είτε την απομόνωσι, την διάλυσι, την φτώχεια – και, εμμέσως πλην σαφώς, τον αυταρχισμό αν όχι την δικτατορία.

Απ’ την άλλη για τα «συστημικά» κόμματα ή τις παραδοσιακές «ελίτ», ναι, ΄μπορεί να ειπεί κανείς πως έκαναν και κάνουν λάθη όσον αφορά τα θέματα «παγκοσμιοποίηση» και «πολιτική ορθότης» – παρασυρμένα από κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των οποίων την μακροχρονία σημασία είτε δεν διέγνωσαν εγκαίρως είτε ηθελημένα αγνόησαν, συχνά από καιροσκοπισμό και «αριστερόστροφο» λαϊκισμό. Το αν ΄μπορούν ν’ αναγνωρίσουν τα λάθη των και το «δέον γενέσθαι», ιδίως σε σχέσι με την «παγκοσμιοποίησι», είναι άλλη συζήτηση.

Εκείνο όμως που, σχετικώς εύκολα, θα ΄μπορούσε από τώρα ν’ αρχίσει να γίνεται στην Δύσι είναι η κατεδάφιση της «πολιτικής ορθότητος» και των συναφών ιδεολογημάτων αφ’ ενός της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, αφ’ ετέρου των τάχα απροϋποθέτων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Είναι η αποκατάσταση της αξίας του έθνους-κράτους, την εννοίας της πατρίδος, της οικογενείας, του πολίτη (που δεν έχει μόνο δικαιώματα, μα και υποχρεώσεις). Αυτή η αποδόμηση (της «πολιτικής ορθότητος» και των συναφών ιδεολογημάτων) είναι αναγκαία ακριβώς επειδή για ν’ αντιμετωπισθούν αι δυσχέρειες και αι επιπτώσεις της παγκοσμιοποιήσεως (μα και να διαχέωνται τα εξ αυτής οφέλη πιό αποτελεσματικά) χρειάζεται η κινητοποίηση όλης της κοινωνίας (του «έθνους-κράτους»), πράγμα που με την σειρά του απαιτεί κοινωνική και εθνική συνοχή.

Σε αυτήν την βάσι θα ΄μπορούσε ν’ ανοίξει η συζήτηση για το πώς θα διατηρηθούν ή και ενισχυθούν τα θετικά της οικονομικής παγκοσμιοποιήσεως και πώς θα «θεραπευθούν» αι επιπτώσεις της. Σε αυτήν την προσπάθεια η οικονομική επιστήμη έχει καθοριστικό ρόλο να παίξει. Για πολύ καιρό ασχολήθηκε με περιωρισμένα και περιοριστικά models οικονομικής συμπεριφοράς και σχέσεων, που απεδείχθησαν πάρα πολύ διαφωτιστικά, αλλά σ’ ένα δεδομένο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο – κυρίως αυτό των ανεπτυγμένων Δυτικών κοινωνιών, δημοκρατικής σταθερότητος, κράτους δικαίου, ευημερίας και απουσίας θεμελιωδών προκλήσεων. Τώρα αυτό αλλάζει. Τώρα χρειάζεται αι προβλέψεις και αι συνταγές των οικονομολόγων να λαμβάνουν υπ’ όψιν ως «μεταβλητή» το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο. (Ισως μάλιστα χρειασθεί να χρησιμοποιήσουν, για τον σκοπό αυτόν, στοιχεία μαρξισμού – χωρίς, φυσικά, να υιοθετήσουν την απλοϊκή και δυστοπική «λύσι» του κομμουνισμού, όπως ατυχώς και ανοήτως έπραξαν Μαρξ και μαρξιστές, που, ακόμη και όταν δεν είχαν δικτατορικές υστεροβουλίες, πάντως υπήρξαν συστηματικά θύματα της «ετερογονίας των σκοπών»).

Π.χ., θα ΄μπορούσε να συζητηθεί το κατά πόσον τα, κατά θεωρίαν πολλαπλά, πλεονεκτήματα του ελευθέρου εμπορίου βάσει «συγκριτικού πλεονεκτήματος» ισχύουν (από άποψι συνολικού κοινωνικού κόστους και συνολικού κοινωνικού οφέλους) όταν η διαφορά στα κόστη των συντελεστών παραγωγής μεταξύ 2 χωρών ή περιοχών υπερβαίνει ένα ωρισμένο μέγεθος (βλ. θεώρημα Stolper – Samuelson, το οποίο οι πολιτικοί θα έπρεπε ν’ αρχίσουν να παίρνουν πιό σοβαρά όταν συνάπτουν διεθνείς εμπορικές συμφωνίες). Θα ΄μπορούσε να συζητηθεί το κατά πόσον η επιλογή απ’ τους policy makers της ταχύτητος της μεταβολής μιάς συγκεκριμένης οικονομικής δομής (και δη της βιομηχανίας), ως αποτέλεσμα ενός αντιστοίχου βαθμού ελευθερίας στην κίνησι κεφαλαίων, πρέπει να συναρτάται πιό στενά με την δημογραφική διάρθρωσι και εξέλιξι του πληθυσμού, καθώς η γήρανσή του απαιτεί προσθέτους πόρους για συντάξεις και περίθαλψι, που αλλιώς θα επήγαιναν για την αντιμετώπισι των κοινωνικών συνεπειών της «φυγής» επιχειρήσεων απ’ την χώρα (δηλ. για δαπάνες «αξιοπρεπών» επιδομάτων ανεργίας, μα και μετεκπαιδεύσεως – επανακαταρτίσεως). Ή θα ΄μπορούσε να έλθει πρώτο στην ατζέντα των «σοβαρών» και «υπευθύνων» κομμάτων το πώς, ως κυβέρνηση, θα αλλάξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας ευθύνης των, αντί να κοιτάζουν πώς θα μοιράσουν μιά «πίττα» πόρων, που αλλιώς όλο θα μικραίνει, ή αντί να ανοίγουν τα σύνορά των χάριν «πολιτικής ορθότητος» ή απλώς επειδή «πρέπει» να συνυπογράψουν διεθνείς συμφωνίες. Πολλώ δε μάλλον όταν την σημασία, τα οφέλη και τις επιπτώσεις τέτοιων συμφωνιών εν πολλοίς δεν καταλαβαίνουν – είτε γιατί αδιαφορούν, είτε γιατί είναι ανίκανα να αναλώσουν «φαιά ουσία».

Εννοείται πως η εξειδίκευση των ανωτέρω παραδειγμάτων και, γενικώς, η ετοιμασία ενός «δεμένου» συνόλου προτάσεων, δηλ. ενός πλήρους «τεχνοοικονομικού» προγράμματος, για την αντιμετώπισι των επιπτώσεων της παγκοσμιοποιήσεως δεν ΄μπορεί να γίνει εδώ.