Με πυροσβεστήρα, που όμως επιφυλάσσει εκρηκτικές αναφλέξεις, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον πρόσφατο, πρώτο μετά τις εκλογές του περσινού Σεπτεμβρίου κυβερνητικό ανασχηματισμό. Συνήθως, οι ανασχηματισμοί στόχο έχουν την ενδυνάμωση των μέτρων αναπτυξιακής πολιτικής. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, μιλάμε για ένα μάταιο «φιλί ζωής», σε μια ψυχορραγούσα κυβέρνηση, που οδήγησε σε ορκωμοσία κάποιες εφεδρείες του κοινωνικού-πολιτικού προσκηνίου, αλλά και παρασκηνίου, σε μια αναπόφευκτη ατμόσφαιρα κατήφειας και περίσκεψης…

Η θαυμαστή κυρία του ελληνικού θεάτρου Λυδία Κονιόρδου ήταν η μοναδική έκπληξη, στην πληκτική μονοτονία της κυβερνητικής αλλαγής φρουράς. Έκπληξη θετική, για την αδιαμφισβήτητη σταδιοδρομία της, στην Τέχνη αλλά και για τον ακέραιο χαρακτήρα της. Αλλά και αρνητική έκπληξη, γιατί μας έδωσε την εντύπωση μιας δημοφιλούς ηθοποιού, που εκλήθη από το πολιτικό ιερατείο της Κουμουνδούρου να πορευτεί, χωρίς να έχει προηγουμένως η ίδια ανιχνεύσει το ναρκοθετημένο πεδίο μιας κυβέρνησης, χωρίς πρόγραμμα και με κυρίαρχη «δύναμή» της έναν επιπόλαιο και αυτοκαταστροφικό παρορμητισμό…

Με ανάλογο τρόπο πορεύτηκε, στο ίδιο κόμμα, ο επίλεκτος εγκληματολόγος Γιάννης Πανούσης για να διαπιστώσει πολύ ενωρίς (ευτυχώς), ότι ο πολυσυλλεκτικός και σαρδανάπαλος αυτός πολιτικός χώρος δεν ταιριάζει σε ανθρώπους με ανθρωπιστική αγωγή και ιδεοπολιτική ακεραιότητα. Και για να συνεχίσω την παρένθεση, αναφορικά με την κυρία Κονιόρδου, θα επιθυμούσα να θέσω ένα ερώτημα: Πώς θ’ απαντούσε σ’ ένα παρόμοιο αδιέξοδο κυβερνητικής διγλωσσίας και αυτοαναιρέσεων η θρυλική προκάτοχος της Λυδίας Κονιόρδου, η πολυδιάστατη και διεθνούς εμβέλειας και κύρους Μελίνα Μερκούρη;

Ερώτηση σκληρή αλλά και ρεαλιστική, γιατί αφορά δύο ομότεχνες προσωπικότητες. Εφόσον όμως η απάντηση, στο ερώτημα αυτό βαρύνει την κυρία Κονιόρδου, ο δικός μας ρόλος ας περιοριστεί, σε κάποια ιστορικά στοιχεία, που δυστυχώς καταδικάζονται στη λησμοσύνη, όταν η σημερινή κοινωνία μας, κατά τρόπον ανεπίτρεπτο και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό της, σφυρίζει αδιάφορα, όταν κάποιος τινάζοντας τις στάχτες των γεγονότων ξεσκεπάζει την πάντοτε ζωντανή φωτιά, μιας γυναίκας που στερήθηκε από τη δικτατορία την ελληνική ιθαγένεια για να επιστρέψει στην πατρίδα «και να την ανεβάσει ψηλά», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε μετά την ορκωμοσία της η κυρία Λυδία, όταν ρωτήθηκε για τους στόχους της.

Και εδώ ακριβώς διαπιστώνεται η ειδοποιός διαφορά στις πολιτικές επιλογές των δύο σημαντικών αυτών γυναικών. Η Μελίνα όχι μόνον επέλεξε και επελέγη από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και το ανέβασε ψηλά. Χωρίς κομματικές ντιρεκτίβες, ανήγαγε σε παγκόσμιο αίτημα την επιστροφή του κλεμμένου θησαυρού του Παρθενώνα, ενώ προηγουμένως γέμισε την Ελλάδα με δημοτικά θέατρα, αποκεντρώνοντας έτσι την Τέχνη και ανεβάζοντας το επίπεδο των άλλοτε μη προνομιούχων της περιφέρειας.

Και με την ευκαιρία αυτή καλό θα ήταν η κυρία Κονιόρδου να κάνει ένα περίπατο στην Πλάκα και να επισκεφθεί το αφιερωμένο στη Μελίνα Πολιτιστικό Μουσείο. Όχι για να γνωρίσει το έργο της ομότεχνής της, (διότι αυτή η γνώση είναι δεδομένη για την κυρία Κονιόρδου), αλλά για να εξοργιστεί από την βαρβαρότητα του περιβάλλοντος, το συγκεκριμένο Μουσείο χώρου, με τη ρυπαρότητα κακόγουστων και εφιαλτικών γκράφιτι και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα υποκόσμου.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα και χωρίς ν’ αντιποιηθώ τον μάντη Κάλχα με τις δυσοίωνες προβλέψεις του, εκφράζω το φόβο, ότι η υπέροχη Λυδία Κονιόρδου, οσοδήποτε και αν επιδοθεί στην πολιτική του πολιτισμού, δεν θ’ αποφύγει κάποιες απογοητεύσεις, για την πολιτική της, ή ορθότερα την κομματική της επιλογή. Ο λόγος αυτών των επιφυλάξεών μας εδραιώνεται στην πεποίθηση, για την έλλειψη-κατά την ηπιότερη εκτίμηση-σοβαρότητας στην ιδιότυπη ψευδο-αριστερο-ακροδεξιά υπόσταση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Κακά τα ψέματα, αυτό το κυβερνών ολιγαρχικό πολιτικό μόρφωμα έχει πολλαπλώς και βαναύσως κακοποιήσει την αξιοπρέπεια όλων εκείνων, που πειραματίστηκαν, ψηφίζοντάς το στις κάλπες, για την επί τα βελτίω αλλαγή του μέλλοντος, στην πατρίδα μας.

Οι ουρές στα συσσίτια, τα σπρωξίματα των πεινασμένων, για μια γκοφρέτα, οι χιλιάδες τα λουκέτα στον διαρκή «θάνατο του εμποράκου», η σε διάστημα μικρότερο των δύο χρόνων πρόσληψη «από το παράθυρο» 27.000 αδρά αμοιβόμενων αργόμισθων, ή εξ ιδεολογίας αέργων, οι 450 «ειδικοί σύμβουλοι» στο οχυρωμένο με μπάρες και διμοιρίες αστυνομικών, μέγαρο Μαξίμου, ο άγριος ξυλοδαρμός στα τσακισμένα κορμιά των συνταξιούχων, η μετατροπή συντάξεων των 400 ευρώ σε… πουρμπουάρ των 30 Ευρώ, ο άλλοτε αργός και άλλοτε ακαριαίος θάνατος εκείνων, που μάταια ζητούν ένα κρεβάτι του πόνου στα νοσοκομεία, η ανασφάλιστη εργασία με την αμοιβή των 20 ευρώ για πτυχιούχους ΑΕΙ με μεταπτυχιακούς τίτλους, η επιστροφή και το κάψιμο των απατηλών επιστολών του Κατρούγκαλου προς τους συνταξιούχους και η ανοήτως πανηγυρική δήλωσή του «είμαι κομμουνιστής από 15 ετών».

Όλα αυτά φιλτάτη κυρία Λυδία, που αντιπροσωπεύουν ελάχιστα από τα αμέτρητα υπαρκτά παραδείγματα κοινωνικής εξαθλίωσης, σας εμπνέουν την εμπιστοσύνη ότι πατάτε σε γερό σανίδι; Θα ήταν δυνατόν αυτός ο φουρτουνιασμένος ωκεανός των θρήνων να σας εμπνεύσει μια δημιουργική και ανατρεπτική πνοή;

Η ομότεχνή σας Μελίνα, αν ορκιζόταν υπουργός σ’ ένα παρόμοιο θηριοτροφείο, αυτή λοιπόν η γυναίκα, που δεν φοβήθηκε τους πιο αισχρούς στρατοκράτες, ασφαλώς και θα τα εβρόνταγε. Και θα κατέβαινε με τους διαδηλωτές στους δρόμους και στις πλατείες!

Εσείς κυρία Λυδία;

Η άλλη «έκπληξη»

Στις «εκπλήξεις» της κυβερνητικής αναδόμησης θα μπορούσε να περιληφθεί και το πρόσωπο του Κώστα Ζουράρι, αλλά μόνον εάν ο βουλευτής των ΑΝΕΛ ανήκε στη Βουλή της περιόδου 1983-1986. Δηλαδή σε εκείνη την τετραετία, που τάραξε τα νερά του τέλματος της ιδεολογικής στασιμότητας, η λεγόμενη κίνηση των Νεο-ορθοδόξων (Χρήστος Γιανναράς, Κ. Ζουράρις, Κωστής Μοσκώφ και ορισμένοι συνοδοιπόροι του φαινομένου όπως ο παλαιός Εδαϊτης του φοιτητικού κινήματος Στέλιος Ράμφος κ.α. Αυτή η ομάδα, ενώ ξεκίνησε με εντυπωσιακά καλές προθέσεις συνδιαλλαγής με τους Μαρξιστές, όπως π.χ. τον Ευτύχη Μπιτσάκη, δεν άργησε να έλθει σε σφοδρή σύγκρουση μαζί τους. Το χρονικό αυτό το κατέγραψα στο βιβλίο μου «Μαρξιστές και Ορθοδοξία-Διάλογος ή Διαμάχη» (Εκδόσεις Επικαιρότητα 1983).

Από τη διαμάχη αυτή εξήλθαν αλώβητοι οι Σάββας Αγουρίδης, ο ιεράρχης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος και οι Διονύσης Σαββόπουλος, ο εκδότης Γιώργος Χατζηϊακώβου, ο Αγιορείτης ηγούμενος Γεώργιος Καψάνης, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο χαράκτης Α. Τάσσος.