Η κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ένα φαινόμενο το οποίο παρακολουθούμε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και το οποίο εξελίσσεται σε ποικίλα επίπεδα μέχρι σήμερα. Η πολιτική αντιπαράθεση που προηγήθηκε των σημερινών προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ σίγουρα αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα αυτής της ηγεμονίας τουλάχιστον στο επίπεδο των πολιτικών συμβολισμών και της εικόνας της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Παρ’ όλη όμως την τρωτότητα της αμερικανικής ηγεμονίας, οι εξελίξεις στην αμερικανική πολιτική ζωή εξακολουθούν να αποτελούν ένα πλανητικό συμβάν. Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ απασχολούν την κοινή γνώμη στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο για διαφορετικούς λόγους. Το ενδιαφέρον μάλιστα ξεπερνά το ζήτημα των επιπτώσεων της πολιτικής αναμέτρησης στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, καθώς είναι σαφές ότι οι προσανατολισμοί των αμερικανικών γεωπολιτικών στρατηγικών δεν μετασχηματίζονται ριζικά, παρά μόνο στα επιμέρους στοιχεία τους, από την εναλλαγή των δύο κομματικών μηχανισμών στην προεδρία.
Η περίοδος της διακυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα στόχευσε μεταξύ άλλων και σε έναν αναβαπτισμό της τραυματισμένης διεθνούς εικόνας των ΗΠΑ. Και ο αναβαπτισμός αυτός βασίστηκε κυρίως στο βαρύ σημασιολογικό φορτίο της προεδρίας Ομπάμα. Το σύνθημα «Yes, We Can» που σηματοδότησε την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών το 2008 είχε σίγουρα και διεθνή απεύθυνση. Η ανάδειξη του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου στην προεδρία των ΗΠΑ υπενθύμισε και διατράνωσε σε διεθνές επίπεδο τη ζώσα και εκρηκτική κοινωνική δυναμική ενός έθνους-κράτους και ενός πολιτικού σώματος που μπορεί να φέρει αλλά και να υπερβαίνει τη βαριά κληρονομιά του αποικιακού παρελθόντος, της δουλείας, των φυλετικών διακρίσεων, των σκληρών φυλετικών ανισοτήτων και της νεοαποικιακής ηγεμόνευσης του κόσμου στη σύγχρονη περίοδο. Η νίκη Ομπάμα ήταν μια νίκη των κοινωνικών δυναμικών του παρόντος απέναντι στην Ιστορία.
Από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να κατανοήσουμε την εφετινή αναμέτρηση σαν μία ακόμα μάχη σε αυτόν τον συνεχιζόμενο πόλεμο για την Ιστορία. Απέναντι στις κοινωνικές δυναμικές που ανέδειξαν τον Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία, ανασυντάχθηκαν, συνασπίστηκαν και στοιχήθηκαν οι αντίρροπες δυναμικές που επιχειρούν να καταγράψουν την περίοδο Ομπάμα ως μια παρένθεση στη «φυσική» πολιτική ροή των πραγμάτων. Η αναπάντεχη για πολλούς δημοφιλία της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένα ιστορικό ατύχημα αλλά, αντίθετα, μια αντεπίθεση της Ιστορίας ενάντια στις κοινωνικές δυναμικές που επιζητούν την αλλαγή της.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης, δεν μπορούμε παρά να αναμετρηθούμε με το ερώτημα πώς και γιατί η ακροδεξιά και βαθιά αντιδημοκρατική πολιτική ρητορεία του Ντόναλντ Τραμπ βρήκε μια τεράστια ανταπόκριση σε ευρύτατα τμήματα του αμερικανικού εκλογικού σώματος.
Παρά τις ιδιαιτερότητες και τις μεγάλες διαφορές, το φαινόμενο αυτό είναι σίγουρα ομόλογο με τη διάχυση των νεοφασιστικών ιδεών και αντιλήψεων στον ευρωπαϊκό χώρο –δυτικά και ανατολικά -, καθώς και με τα εκλογικά και ιδεολογικά κέρδη νεοφασιστικών πολιτικών μορφωμάτων και ομάδων στην Ευρώπη. Τα φαινόμενα αυτά είναι επίσης ομόλογα με την άνοδο των ακραίων φονταμεταλιστικών μορφωμάτων του πολιτικού Ισλάμ τόσο στον μη Δυτικό κόσμο όσο και στην Ευρώπη.
Αν τοποθετήσουμε την προεδρική αναμέτρηση στις ΗΠΑ στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο πολιτικών ζυμώσεων και ανακατατάξεων, κατανοούμε ότι η θεωρία της τιμωρητικής αντισυστημικής ψήφου, καθώς και η θεωρία των παραπλανημένων ψηφοφόρων που εκφράζουν τάχα μέσα από την υποστήριξή τους την αγανάκτηση, την κοινωνική πικρία και τον θυμό τους είναι όχι μόνο μερικές αλλά λανθασμένες και επιζήμιες.
Αντίθετα με αυτές τις θεωρήσεις, η ανάδειξη της συστημικότητας των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών μάς επιτρέπει να διακρίνουμε και μία ακόμα πτυχή της πολιτικής αναμέτρησης: τη διάχυση της συντηρητικής πολιτικής ρητορείας και στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Η μετάβαση, για παράδειγμα, από το σύνθημα «Yes, We Can» στο εφετινό σλόγκαν της Δημοκρατικής υποψηφιότητας της Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία –«Stronger Together» –μαρτυρεί αυτές τις διαχύσεις. Η καταφυγή σε κυρίαρχα και ιστορικά ηγεμονικά ιδεολογήματα περί αμερικανικής υπεροχής και δύναμης και η εγκόλπωση του αφηγήματος των ΗΠΑ ως «εκλεκτού έθνους» από την πλευρά της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών ήταν ενδεικτικά στοιχεία αυτών των μετατοπίσεων.
Οι σημασιολογικές και πολιτικές διεργασίες που επέτρεψαν την εμφάνιση του φαινομένου «Τραμπ» και που καθόρισαν την πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της εκλογικής αναμέτρησης θα πρέπει να μας προβληματίσουν ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών αλλαγών. Θα ήταν λάθος αυτή η συζήτηση και ο προβληματισμός να πέσουν στην παγίδα της θεωρίας περί «αμερικανικής εξαίρεσης». Οσα διαδραματίζονται σήμερα στις ΗΠΑ δεν αφορούν μόνο την αμερικανική πολιτική ζωή. Εξάλλου, όταν η Ιστορία εκδικείται αυτούς που θέλουν να την αλλάξουν ο όλεθρος ξεχύνεται συνήθως πέρα από στενά τοπικά και εθνικά πλαίσια και μας συμπαρασύρει πλανητικά.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ