Οι κοινωνίες είναι εγγενώς ανοιχτά, απρόβλεπτα συστήματα. Γι’ αυτό και η πολιτική, όσο κι αν απογοητεύει τους τεχνοκράτες, είναι συχνά παραγωγός αβεβαιότητας. Οι εξελίξεις σπάνια είναι γραμμικές.
Ο λαϊκισμός του Τραμπ είναι παλιό κρασί σε καινούργια φιάλη. Ο λαϊκισμός στις ΗΠΑ έχει ιστορικές καταβολές. Το 1828 ένας ιδιοκτήτης σκλάβων, ο Αντριου Τζάκσον, εξελέγη πρόεδρος, με σημαία τον λαϊκισμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα το Λαϊκό Κόμμα εξέφρασε μανιχαϊκά τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την ανεξέλεγκτη οικονομική ολιγαρχία της εποχής. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι.
Ο αριστερός λαϊκισμός καταδεικνύει τις ταξικές ανισότητες και μιλά στο όνομα μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Ο δεξιός λαϊκισμός, αντίθετα, είναι φυλετικά-πολιτισμικά διαιρετικός, υπερασπιζόμενος παραδοσιακές ιεραρχίες. Ωστόσο και τα δύο είδη λαϊκισμού προσφέρουν απλοϊκά σχήματα για την κατανόηση σύνθετων φαινομένων. Καταδεικνύουν όμως υπαρκτά προβλήματα –εξουθενωτικές ανισότητες και διαβρωτική ετερογένεια.
Οι λαϊκιστές λειτουργούν ως το αντηχείο της λαϊκής δυσαρέσκειας. Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, ένας δισεκατομμυριούχος λαϊκιστής μπορεί να γίνει η φωνή του απένταρου (λευκού) ανθρωπάκου. «Θα είμαι η φωνή σας» κραυγάζει ο Τραμπ. Ο απελπισμένος άνεργος ανθρακωρύχος, ο ανειδίκευτος εργάτης που φοβάται για τη δουλειά του και ο χοντροκομμένος συντηρητικός που ενοχλείται με τον αξιακό πλουραλισμό της σύγχρονης Αμερικής ταυτίζονται μαζί του –ακούνε αυτά που θέλουν να ακούσουν.
Οταν η ανασφάλεια, ο φόβος και ο θυμός γίνονται τα κύρια αισθήματα του ψηφοφόρου, ο πολιτικός λόγος γίνεται περισσότερο συναισθηματικός, λιγότερο επιχειρηματολογικός. Οι λαϊκιστές πλεονεκτούν, εφόσον δεν προσφέρουν συγκροτημένες πολιτικές, αλλά εξάπτουν τα ταπεινά ένστικτα, παρέχοντας απλοϊκές υποσχέσεις, θεωρίες συνωμοσίας και αυτοεπιβεβαίωση. Οταν ο πολίτης νιώθει ότι η πολιτική κοινότητα στην οποία ανήκει δεν τον στηρίζει οικονομικά, ούτε αναγνωρίζει σε αυτήν τις κοινές αξίες που συνέχουν την κοινότητα, αποστασιοποιείται και αναζητεί αντισυστημικούς ηγέτες να εκφράσουν την αποξένωσή του. Προέχει να ακουστεί η φωνή του, όχι να κυβερνηθεί καλά η χώρα. Το αποξενωμένο από τον «δήμο» άτομο προτάσσει βραχυχρόνιες, στενά εγωκεντρικές προτεραιότητες έναντι μακροχρόνιων, συλλογικών στόχων. Ο λαϊκιστής ηγέτης γίνεται το αντηχείο του θυμωμένου ψηφοφόρου.
Η λειτουργικότητα της δημοκρατίας στηρίζεται στην εμπιστοσύνη του πολίτη στις ελίτ που διοικούν τους θεσμούς, στην περιεκτική κοινωνία που δημιουργεί οικονομικές-επαγγελματικές ευκαιρίες και στην κοινότητα αξιών που συνέχει τον «δήμο». Οι κοινωνίες του ανεπτυγμένου δημοκρατικού καπιταλισμού, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, υποσκάπτουν και τα τρία αυτά στοιχεία.
Η εμπιστοσύνη στις ελίτ είναι εύθραυστη όταν τα προβλήματα οξύνονται, τα λαϊκά αισθήματα αγνοούνται και η δημοσιότητα των ΜΜΕ και του Διαδικτύου αναδεικνύει την υποκρισία των πολιτικών του κατεστημένου. (Πώς θα πείσει η κυρία Κλίντον ότι θα υπερασπίσει τα συμφέροντα του απλού ανθρώπου και όχι της Goldman Sachs;) Στο μέτρο που οι οικονομικές ανισότητες εντείνονται, δουλειές χάνονται και οι μισθοί καθηλώνονται, όπως εμφανώς συνέβη στην Αμερική εδώ και 25 χρόνια, ανατρέπονται οι συνθήκες του υλικού βίου: η δημοκρατία εμφανίζεται να μεριμνά για τα συμφέροντα των λίγων, όχι των πολλών. Οταν δε η κοινότητα αξιών πολυδιασπάται, είτε λόγω των αλλότριων ηθών που φέρνει η μαζική μετανάστευση είτε λόγω του πλουραλισμού αξιών που εγγενώς παράγει μια ευημερούσα, διαδικτυακή, φιλελεύθερη δημοκρατία, ο πολίτης ταυτίζεται αξιακά όλο και λιγότερο με τον «δήμο».
Με άλλα λόγια, η λειτουργική δημοκρατία προϋποθέτει μετοχή στον «κοινό λόγο» του «δήμου» –σε κοινές ευκαιρίες, αντιλήψεις και δικαιώματα-υποχρεώσεις. Οι έντονες οικονομικές ανισότητες και η αυξανόμενη πολιτισμική ετερογένεια διαβρώνουν το αίσθημα του συνακήκειν. Τα άτομα αποσύρονται στον μικρόκοσμό τους· το νήμα που κυρίως τα συνδέει με την ευρύτερη, αποξενωμένη πλέον, πολιτική κοινότητα είναι ο θυμός και ο φόβος. Ο ορθολογισμός υποχωρεί. Υιοθετούνται αυταρχικές αντιλήψεις που παρέχουν στα αποξενωμένα άτομα διαβεβαιώσεις ισχύος. Η χαμένη ενότητα του «δήμου» ανακτάται φαντασιωσικά. Κατασκευάζεται μια ψευδής συνείδηση. Τα άτομα βιώνουν τη διάβρωση του κοινού λόγου ως αυτό που η πολιτική ψυχολόγος Κάρεν Στένερ ονομάζει «κανονιστική απειλή» –απειλή κατάρρευσης της ηθικής τάξης στην οποία τυπικά μετέχουν.
Οσο πιο πολλές είναι οι ομοιότητες μεταξύ των πολιτών (όσο δηλαδή νιώθουν ότι μετέχουν σε έναν κοινό τρόπο ζωής) τόσο πιο ανεκτικοί είναι στο πλαίσιο της κοινότητας. Οσο όμως πιο αξιακά ετερογενής γίνεται η κοινότητα τόσο μειώνεται η ανεκτικότητα. Η Στένερ δείχνει κάτι διαισθητικά παράδοξο: η γενικότερη τάση προς στην ετερογένεια και την ανοχή, που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες του δημοκρατικού καπιταλισμού, ενεργοποιεί, σε ορισμένες συνθήκες, έλλειψη ανοχής και αναζήτηση αυταρχικών λύσεων.
Ο λαϊκιστής ηγέτης μετατρέπει το ακατέργαστο λαϊκό θυμικό σε επίσημο πολιτικό «πρόγραμμα»: λέει αυτά που θέλει να ακούσει ο ψηφοφόρος, ενώ ο ψηφοφόρος προβάλλει στον ηγέτη τις φαντασιώσεις ισχύος που επιθυμεί. Η πρωταρχική ενότητα του «δήμου» επιχειρείται να ανασυσταθεί –αυταρχικά και αδιέξοδα. Στη συνθετότητα των προκλήσεων αντιπαρατίθεται η απλοϊκότητα των πολιτικών απαντήσεων –εξού η τραμπική τερατογένεση. Τι κρίμα για τη χώρα του Λίνκολν και του Τζέφερσον! Τι απογοήτευση για όλη την υφήλιο!
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick, συγγραφέας του βιβλίου «Η τραγωδία των κοινών» (Ικαρος).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ