Είτε το θέλει κανείς είτε όχι, είτε το αποδέχεται ευμενώς είτε το αντιμετωπίζει ως αναγκαίο κακό και ασύμφορο βάρος, η Ευρώπη με τους μείζονες πολιτικοοικονομικούς οργανισμούς της συνιστούν βασικό αντικείμενο του δημόσιου διαλόγου σε όλες τις χώρες της ηπείρου. Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες, η ευρωπαϊκή διάσταση βρέθηκε πολύ συχνά στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος: από την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, τη δεκαετία του 1970, έως τις μακρές συζητήσεις για τις κοινοτικές ενισχύσεις και την ανάδειξη της διεύρυνσης της ΕΕ σε μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και από αναφορές του συρμού σε στερεοτυπικές έννοιες –όπως το «διευθυντήριο των Βρυξελλών»– μέχρι τις πολύ πρόσφατες εμπειρίες των προγραμμάτων διάσωσης και των ατέλειωτων, σε αριθμό και διάρκεια, συνεδριάσεων του Eurogroup. Πάντως είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση και οι συνέπειές της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του Έλληνα πολίτη, είτε αυτός είναι εξοικειωμένος, είτε όχι, με τις βαθύτερες δομές και την ιστορική της διάσταση.

Ωστόσο, η πραγματικότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με όλες τις θετικές και τις γκρίζες πλευρές της, δεν ήταν πάντα κάτι δεδομένο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όσο και αν τα τελευταία χρόνια πολλοί –ιδίως από όσους ανήκουν στις νεότερες γενιές– τείνουν να θεωρούν τους θεσμούς της ως κάτι αυτονόητο (παρότι παραλλήλως έχουν περιορισμένη γνώση γι’αυτούς, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί για την επερχόμενη γενεά στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα). Η ευρωπαϊκή ήπειρος χρειάστηκε να βιώσει πολλούς αιματοβαμμένους αιώνες, με πλήθος ένοπλες αναμετρήσεις τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα, προτού αρχίσει να γίνεται πράξη το όραμα για στενότερη συνεργασία μεταξύ των λαών της. Ιδίως η ιστορία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με τις εκατόμβες νεκρών στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων και με αποκορύφωμα τη βιομηχανοποιημένη εξόντωση ανθρώπων στο Ολοκαύτωμα, αποτέλεσε ένα βαθύτατο συλλογικό τραύμα, με αμέτρητες επιμέρους πληγές στο σώμα και την ψυχή του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Σήμερα αναγνωρίζεται ευρέως ότι ήταν αυτό ακριβώς το τραύμα που επιτάχυνε τις εξελίξεις και συνέβαλε στην ωρίμανση των ιδεών για μια διαφορετικού τύπου συνύπαρξη των κρατών και των λαών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εκεί και τότε αναπτύχθηκαν οι τελεσφόρες διαδικασίες για ό,τι αργότερα θα μετεξελισσόταν σε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το βιβλίο αυτό, γραμμένο σε μέρες κορύφωσης του αδιεξόδου και της αβεβαιότητας γύρω από το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με άξονες προβληματισμού –μεταξύ άλλων– το Brexit, τη διαχείριση της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης και την άνοδο ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, έρχεται να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν. Τα κείμενά μας μοιράζονται την ίδια έγνοια για την τύχη ενός από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ανθρώπινης ιστορίας κατά τον 20ό αιώνα. Η επιλογή της συμπαράθεσης κειμένων από μελετητές συναφών μεν, αλλά όχι ίδιων θεματικών ειδικεύσεων, έγινε σκόπιμα, προκειμένου να δοθεί ο ευρύτερος δυνατός (αν και, σε κάθε περίπτωση, όχι εξαντλητικός) ερευνητικός ορίζοντας σε ένα αντικείμενο που από τη φύση του είναι εξαιρετικά πολύπλευρο και εκτεταμένο.

Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο αρχικώς ανάγει σε ορισμένες από τις πλέον τραυματικές σελίδες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας: στους δύο παγκόσμιους πολέμους και το Ολοκαύτωμα.

Επιχειρεί να κάνει εμφανή τη σημαντική συμβολή της ενοποιητικής διάστασης στη σταθερότητα και την ευημερία της Γηραιάς Ηπείρου και να καταδείξει τις κύριες συνιστώσες της σημερινής κρίσης του οικοδομήματος, καθώς και να συζητήσει ορισμένες από τις προτάσεις που διατυπώνονται για την ενδεχόμενη υπέρβασή της.

Στα δύο πρώτα κείμενα του βιβλίου μας γίνεται αναφορά στο βαθύ τραύμα που προκάλεσαν στην ευρωπαϊκή ψυχή και συνείδηση: ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (που δεν έχει ονομαστεί τυχαία η «ριζική καταστροφή» του περασμένου αιώνα), η νέα παγκόσμια σύγκρουση που ακολούθησε δύο δεκαετίες αργότερα και η θηριωδία του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στους τρόπους πρόσληψης και διαχείρισης αυτού του τραύματος, με κύριους άξονες το δύσκολο και ενίοτε περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών διαδικασιών, τις μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά χώρα και ιστορική περίοδο και τη σχέση μεταξύ ακαδημαϊκής ιστορίας και δημόσιου λόγου στην αντιμετώπιση του οδυνηρού παρελθόντος. Επισημαίνονται ακόμα πολιτικο-ιδεολογικές κινήσεις ή συμβολικές ενέργειες που σχετίζονται με τη διαχείριση του τραύματος και δύνανται να θεωρηθούν προδρομικές ή και θεμελιακές του κοινού ευρωπαϊκού οράματος, όπως αυτό επρόκειτο να μετουσιωθεί εμπράκτως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στα δύο επόμενα κείμενα το ενδιαφέρον στρέφεται στην τρέχουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται προσπάθεια να ακτινογραφηθεί η κρίση με την οποία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αναλύονται ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία που σχετίζονται τόσο με τη δημιουργία, την ενίσχυση και την επέκταση των ευρωπαϊκών θεσμών, όσο και με τις συνθήκες που συνέβαλαν ώστε να εμφανιστεί, να διαρθρωθεί και να εξαπλωθεί η τρέχουσα κρίση. Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για την κυριαρχία της οικονομικής διάστασης και μιας συγκεκριμένης θεωρητικής τάσης στην ανάπτυξη της Ένωσης, για τις παλινωδίες του ομοσπονδιακού οράματος, για την εκπαιδευτική πολιτική σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και για τρέχουσες προκλήσεις που έχουν ανακύψει από την επίδραση (μεμονωμένα ή συνδυαστικά) της οικονομικής κρίσης, του προσφυγικού ζητήματος και του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερή η αξεδιάλυτη σχέση του ευρωπαϊκού κεκτημένου με την ιστορική του διάσταση, τόσο με τη μορφή των εξελίξεων που συνέβαλαν καθοριστικά –με βαρύτατο φόρο αίματος– στη γένεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όσο και με τη μορφή της κατανόησης των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι, με τόσο συχνές τις φανερές ή υπόρρητες αναγωγές στο παρελθόν, απειλούν σήμερα να το διαβρώσουν εκ των έσω.

Σε ένα περιβάλλον πολλαπλών και περίπλοκων προκλήσεων, πολύ διαφορετικό και εξαιρετικά πολυπαραγοντικό –σε όλες του τις διαστάσεις– σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, η ιστορική αυτογνωσία προβάλλει ως ο μοναδικός ασφαλής δρόμος για την υπέρβαση των τραυμάτων που μένουν ακόμα ανοιχτά, για την καταπολέμηση των στερεοτύπων και, τελικά, για την ουσιαστική προσέγγιση κρατών και λαών. Μέσα από αυτήν την προσέγγιση είναι, ενδεχομένως, εφικτή η επιστροφή στον δρόμο που είχαν χαράξει οι μεγάλοι
οραματιστές του ευρωπαϊκού ιδεώδους σε καιρούς που τα ερείπια και το πένθος από τους δύο παγκόσμιους πολέμους ήταν ακόμα παντοιοτρόπως αισθητά σε κάθε γωνιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισαγωγή από το βιβλίο των Γ.Κόκκινου, Έ.Λεμονίδου, Π.Κιμουρτζή και Σ.Ντάλη., Ιστορικά Τραύματα και Ευρωπαϊκή Ιδέα. Από τη φρίκη των πολέμων και των ολοκληρωτισμών στο όραμα της ενοποίησης, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Παπαζήση.