Ως τη δεκαετία του 1990, οι επέτειοι για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα των ναζί αποτελούσαν τμήμα ευρύτερων πολιτικών της μνήμης που είχαν ως στόχο την ανάδειξη της φρίκης του πολέμου και της καθολικής καταστροφής των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Επιστέγασμα πολλών εκδηλώσεων μνήμης ήταν η υπογράμμιση της ανάγκης για ευρωπαϊκή συνεργασία και συμπόρευση. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίχθηκε, στις απαρχές της, στην παραδοχή ότι χωρίς τη συνεργασία δεν διασφαλίζεται η ειρήνη στη Γηραιά Ηπειρο. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αυτή η αντίληψη ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μέσω της διεύρυνσης της ΕΕ αλλά και της καλλιέργειας μιας φεντεραλιστικής αντίληψης, βασισμένης σε έναν «μετα-εθνικό αστερισμό».
Στις αρχές του 21ου αιώνα, αυτή η διάσταση των επετείων και των εκδηλώσεων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει υποχωρήσει. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι επετειακοί εορτασμοί αποτελούν ευκαιρίες αναμόχλευσης παλαιών ευρωπαϊκών ή/και παγκόσμιων συγκρούσεων και παθών. Η συλλογική μνήμη και η δημόσια Ιστορία στρέφονται συχνά στην ανάδειξη του κοινωνικού πόνου αλλά και στην αναζήτηση των ευθυνών: μαζικοί θάνατοι και εξοντώσεις, καταστροφές και διωγμοί, θύτες και θύματα, ευθύνες και χρέη έρχονται ορμητικά να κατοικήσουν τον κόσμο των σύγχρονων γενεών. Σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνδέονται με την εποχή της σοβιετικής κυριαρχίας και αποτιμώνται αναλόγως. Στη Δυτική Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, οι μνήμες του ναζισμού και της Κατοχής συναρτώνται με τις σύγχρονες πραγματικότητες της κρίσης αλλά και με νεόκοπους ανταγωνισμούς οι οποίοι συνδιαμορφώνουν τις εικόνες της Γερμανίας.
Υπάρχουν τόσοι Β’ Παγκόσμιοι Πόλεμοι όσα και τα ευρωπαϊκά έθνη, έλεγε πρόσφατα ένας ανατολικοευρωπαίος στοχαστής. Αν όμως η μνήμη του πολέμου δεν αποτελεί πλέον εμβληματικό ορόσημο για την επιδίωξη της ειρήνης και της συνεργασίας στην Ευρώπη, τι προοιωνίζονται οι ιστορίες που αφηγούνται έναν «πόλεμο χωρίς ειρήνη»;
Η σταδιακή αποστασιοποίηση και αποξένωση των ευρωπαίων πολιτών από τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της «ευρωπαϊκής συνεργασίας» αποτελούν σημαντική παράμετρο τόσο στον τρόπο που αποτιμάται το παρελθόν όσο και στις αντιλήψεις για το μέλλον της κοινής ευρωπαϊκής πορείας. Δίπλα στην καχυποψία για τις γραφειοκρατικοποιημένες πολιτικές κυρίως της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει να προστεθούν οι συνέπειες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης η οποία παράγει νέους «χαμένους» (losers). Ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση όμως στη διαχείριση της μνήμης των πολέμων και των συγκρούσεων στην Ευρώπη –και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –έχει η άνοδος των εθνικιστικών και εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων και κομμάτων. Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές εστιάζουν, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, σε μια επίμονη ξενόφοβη και αντι-μεταναστευτική ρητορική, με έντονα ισλαμοφοβικά στοιχεία, η συμβολή τους στην αναμόχλευση των παθών του παρελθόντος, με στόχο την «εθνική θυματοποίηση», τη μνησικακία αλλά και την επίρριψη ευθυνών για εγχώρια προβλήματα σε «ξένες δυνάμεις», δεν πρέπει να υποτιμάται.
Τείνουμε να ερμηνεύουμε την άνοδο των εθνικιστικών και ξενόφοβων δυνάμεων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με άξονα κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, ανισότητες και αποκλεισμούς. Ωστόσο η συμβολή άλλων αιτιών, όπως η αναζωογόνηση ενδο- και εξω-ευρωπαϊκών πολιτισμικών διαφορών, οι μεταβολές στους κοινωνικούς ρόλους και στη διακριτότητα ομάδων ή ατόμων, η αίσθηση της παρεκτόπισης (dislocation) πάλαι ποτέ ηγεμονικών αντιλήψεων για το έθνος, την κοινότητα, την ιδιότητα του πολίτη ή ακόμη και της ταυτότητας του κοινωνικού φύλου, η επιρροή μιντιακών ή μνημονικών κοινοτήτων με ισχυρές «ατζέντες» στη διαχείριση του παρελθόντος, είναι σημαντική στην άνοδό τους. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, όπως δείχνει η μέχρι τώρα εμπειρία, αυτές οι δυνάμεις και τα κόμματα, αριστερόστροφα ή δεξιόστροφα, «κανονικοποιούνται» εύκολα, εντάσσονται δηλαδή στο κεντρικό πολιτικό σύστημα ή ακόμη και σε κυβερνητικά σχήματα, επηρεάζοντας τη δημόσια σφαίρα με ιδιαίτερα έντονο και συνεχή τρόπο.
Ο καιρός που οι καταστροφές, τα εγκλήματα, ο θάνατος και ο πόνος των πολέμων –ιδιαίτερα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την οικοδόμηση της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης έχει μάλλον παρέλθει. Μαζί του φαίνεται πως παρήλθαν και οι προβλέψεις για μια μετα-εθνική ευρωπαϊκή συνθήκη ή έναν διευρυμένο ευρωπαϊκό «συνταγματικό πατριωτισμό». Είναι νωρίς για να δούμε το τέλος των νεο-εθνικιστικών και ξενόφοβων δυνάμεων στη χώρα μας αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνθηκολογήσουμε με όσους διεκδικούν για τον εαυτό τους την ιδιότητα του πατριώτη επειδή φωνάζουν περισσότερο ή επειδή συναρθρώνουν την εθνικιστική ρητορική τους με «αντιστασιακές» επιχειρηματολογίες.
Είναι αναγκαίο να διαμορφώνουμε χώρους και να αρθρώνουμε λόγο που διαρρηγνύει το consensus αυτών των δυνάμεων. Αν υπάρχει ένας πατριωτισμός που έχει σημασία σήμερα είναι εκείνος που βλέπει την πατρίδα του καθενός και της καθεμιάς μας ως χώρο συνύπαρξης με τους άλλους και όχι ως δυνάμει εστία συγκρούσεων που τόσο ακριβά έχουν πληρώσει οι ευρωπαϊκές χώρες –και η δική μας –στο παρελθόν. Ας μην αφήσουμε τη διαχείριση της μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα χέρια των νεο-εθνικιστών και των εξτρεμιστών, γιατί αυτοί δεν είναι περισσότερο πατριώτες από εμάς που μοιραζόμαστε το όραμα της ειρήνης.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ