Συχνότατα ακούεται, δίκην ευπρόσδεκτης παραμυθίας, η άποψη ότι η σημερινή βασανιστική κρίση ενέχει τα σωτήρια σπέρματα μιας μεγάλης ευκαιρίας· και πράγματι οι περισσότεροι από μας προσδοκούν στωικά εκείνα τα ευοίωνα σημεία της σωστικής αλλαγής, η οποία εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται σε ορισμένους υπεραισιόδοξους ότι θα βραδύνει και μάλιστα σε βαθμό ιδιαίτερα ανησυχητικό (ο καιρός πάντως θα καταδείξει του λόγου το ασφαλές). Η ευλαβική αυτή αναμονή ωστόσο απεργάζεται την καταδίκη μας σε αδράνεια και, έτι οδυνηρότερον, συμβάλλει ενίοτε στην ανάσχεση της θετικής πορείας των ευάριθμων εκείνων οι οποίοι αδημονούν να νιώσουν την ανάπλαση της δημιουργίας εις πείσμα μιας γενικότερης ηθικοπνευματικής και οικονομικής παραλυσίας.
Είναι βεβαίως θεμιτό να επιθυμεί κάποιος την απολυτρωτική έλευση μιας ανακαινιστικής δύναμης στο εγγύς ή έστω στο κάπως απώτερο μέλλον· λυσιτελέστερο όμως είναι να επιτελεί στο ακέραιο το χρέος του, όποιο τυχαίνει αυτό –έκαστος εφ’ ω ετάχθη –δίχως να προσφεύγει στις μαγικές αλλά μάταιες διεργασίες «εφέσιων γραμμάτων», «προβασκανίων» και «φυλακτηρίων», με σκοπό πάντοτε να εξορκίσει το κακό που τάχα τόσο άδικα έκρουσε τη θύρα του. Με άλλα λόγια, τα πάντα ίσως ολόγυρά μας προβάλλουν μαργωμένα λόγω της νάρκωσης από το ψύχος αυτής της δυσήνιας και εκμηδενιστικής κρίσης΄ παρά ταύτα, υπέρτατο καθήκον παραμένει να μην απολεσθούν προπάντων η ευθυκρισία και η σύνεση σε τούτη τη δύσκολη ώρα προκειμένου να ληφθούν αφενός οι σωστές αποφάσεις και αφετέρου να συγκροτηθούν οι σώφρονες και εποικοδομητικές προτάσεις και τα ορθολογικά προτάγματα σε μια κοινή ευρύχωρη σύνθεση –πολυτιμότατη παρακαταθήκη γι’ αυτούς που θα ζήσουν στους επερχόμενους καιρούς της προσδοκώμενης ανάκαμψης και ίσως της συνακόλουθης ευημερίας. Είμαστε δυστυχώς τούτη την εποχή καταδικασμένοι να εκστομίζουμε μόνο παγωμένες λέξεις μέσα στο ανταριασμένο πέλαγος της παρακμιακής δοκιμασίας· πάντως, κάποτε με την ανάθαλψη που πιθανόν να επιφέρει η ποθούμενη ευζωία και με την αναθερμαντική δυναμική μιας σαρωτικής αναδημιουργίας, οι λέξεις είναι αναπότρεπτο να λιώσουν στον πυρακτωμένο αέρα και να φτάσουν οξύφωνες στην ακοή των επιγόνων μας. Ανάγκη είναι ο ήχος τους να μην είναι ασυνάρτητος ή, ακόμη χειρότερα, τρομακτικός και ίσως απειλητικός –απόρροια μόνο μιας στείρας και παράφορης αντιπαράθεσης όλων εναντίον όλων.
Πολλές φορές η λογοτεχνία μέσα από τολμηρές μεταφορικές εικονοπλασίες και εκπλήσσουσες συναισθητικές παραλληλίες καθιστά περισσότερο έκτυπο, πάντοτε με απαράμιλλη ευγλωττία και θαυμαστή ευθυβολία, το ανεπανάληπτο πνεύμα μιας ιστορικής εποχής. Και στο σημείο αυτό η καλλιτεχνική φαντασία μερικών χαρισματικών συγγραφέων όχι μόνο δεν μας απογοητεύει, αλλά επίσης νομιμοποιεί και ακολούθως προσδίδει βάθος στις δικές μας αδέξιες παρασημαντικές ακροβασίες. Πράγματι (επειδή συν τοις άλλοις αξίζει το ακόλουθο μυθιστορηματικό επεισόδιο να καταστεί ευρύτερα γνωστό) τα εψυγμένα φωνήματα των καιρών μας έχουν το αντίστοιχό τους στις περίφημες παγωμένες λέξεις του Φρανσουά Ραμπελέ, γάλλου ιατρού και συγγραφέα της Αναγέννησης, ο οποίος στο τέταρτο βιβλίο του γνωστού κωμικού έργου του «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία της διάπλευσης μιας παγωμένης θάλασσας από λέξεις.
Ειδικότερα ο Πανταγκρυέλ και οι σύντροφοί του ανοίγονται στο πέλαγος άλλη μια φορά και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, ενώ οι ίδιοι απολαμβάνουν κάθε λογής εδέσματα, ξαφνικά περίεργοι ήχοι διασπούν τη σιωπή των κρυστάλλινων υδάτων. Ταχέως αυτή η συνεχής και υπόκωφη βοή μετασχηματίζεται σε άναρθρες κραυγές ανθρώπων, ποδοβολητά αλόγων και κροτάλισμα πολυβόλων. Τρόμος αρχίζει να επικρατεί μεταξύ του πανικόβλητου πληρώματος, ωστόσο ο Πανταγκρυέλ διατηρεί την ψυχραιμία του και επιχειρεί να ερμηνεύσει τα ολωσδιόλου δυσεξήγητα φαινόμενα, επικαλούμενος μάλιστα την πιθανότητα τα συγκεχυμένα αλλά ευκρινή αυτά ηχήματα να συσχετίζονται είτε με τα «έπεα πτερόεντα» του Ομήρου είτε με κάποιες κατεψυγμένες λέξεις του Πλάτωνα διάσπαρτες σε μακρινούς τόπους ή είτε ακόμη και με μελωδικούς αντίλαλους της λύρας του θεόπνευστου Ορφέα. Ο πηδαλιούχος ωστόσο του σκάφους επαναφέρει τον αθώο γίγαντα στη θλιβερή πραγματικότητα υπενθυμίζοντας σε όλους ότι τον περασμένο χειμώνα είχε διεξαχθεί στο ακρότατο αυτό σημείο της Παγωμένης Θάλασσας πολύνεκρος πόλεμος· στη διάρκεια των παγετώνων η αντάρα των μαχών, οι μυριόστομες ιαχές των πολεμιστών, οι σπαρακτικές οιμωγές των γυναικών και τα διαπεραστικά ουρλιαχτά των παιδιών φαίνεται ότι καταψύχθηκαν μέχρι να επανηχήσουν τόσο μακάβρια με την επέλευση της ευδίας. Ο Πανταγκρυέλ αρπάζει μέσα στην ατσάλινη γροθιά του μερικές ψυχρήλατες λέξεις και χωρίς χρονοτριβή απορρίπτει το ενδεχόμενο να περισυλλέξει περισσότερες διότι είναι πρόδηλο ότι ο ήχος που αναπέμπουν καθώς τήκονται είναι άκρως δυσάρεστος στην ακοή του και η χρησιμότητά τους ελέγχεται εντελώς ανύπαρκτη για το θαλασσινό ταξίδι του.
Φοβούνται μερικοί –και έχουν δίκιο –ότι στην κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας μας ως πολιτισμένης κοινωνίας με εύλογες φιλοδοξίες επιβίωσης, εάν δεν υπάρξουν αυτοσυγκράτηση και προσοχή, κινδυνεύουμε να ολισθήσουμε στην άβυσσο μιας άγονης και πιθανόν επικίνδυνης αντιμαχίας, όπου η παραχάραξη των γεγονότων θα υποσκελίσει την όποια επιχειρούμενη αναίρεση των ευρέως διαδεδομένων ψευδολογιών, τα περίπτυστα προτάγματα της πολιτικής ηθικής θα καμφθούν υπό το βάρος της φατριαστικής κενοδοξίας και, έτι χειρότερον, η φωνή της αποστομωτικής λογικής (αξιοτίμητη κληροδοσία για το μέλλον) θα υποκατασταθεί από μαργωμένες κραυγές πόνου, εκδίκησης και μίσους, έτοιμες να λιώσουν με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, προκαλώντας απερίγραπτο δέος αλλά και απαξιωτική δυσφορία στις επερχόμενες γενιές.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ