ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ αδυναμία της εξωτερικής μας πολιτικής είναι η τάση που έχουν όλες οι κυβερνήσεις (και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας που τα επηρεάζουν) να μεταθέτουν όλες τις ευθύνες προς τα έξω. Για όλα τα κακά που έχουν συμβεί στη χώρα ­ από τη Μικρασιατική καταστροφή ως το Σκοπιανό φιάσκο ­ φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από μας. Αυτός ο μηχανισμός μετάθεσης, ανάλογα με την περίπτωση, παίρνει διαφορετικές μορφές: «σκοτεινές δυνάμεις» που λειτουργούν πίσω από την πλάτη μας, σύμμαχοι που είτε αγνοούν την ελληνική πραγματικότητα είτε είναι αχάριστοι, διεθνείς διαμεσολαβητές που υποκριτικά χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά κλπ. Οποια και να είναι όμως η μορφή που η μετάθεση ευθυνών προς τα έξω παίρνει, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Εμείς είμαστε σε μόνιμη βάση τα θύματα ενός βάρβαρου κόσμου που δεν λειτουργεί με βάση τα ηθικά κριτήρια και τα υψηλά ιδανικά που καθοδηγούν τη δική μας συμπεριφορά απέναντι στους ξένους.


Η παραπάνω παρανοϊκή και άκρως επικίνδυνη στάση μας πουθενά δεν φαίνεται πιο καθαρά από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν και αντιμετωπίζουμε στο παρόν το πρόβλημα της Κύπρου.


Ξεκινώντας από το παρελθόν, όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε την τουρκική εισβολή και την τραγική διχοτόμηση της νήσου, αναφερόμαστε στην τουρκική βαρβαρότητα, τις ραδιουργίες των μεγάλων δυνάμεων, την απροθυμία των συμμάχων μας να μας βοηθήσουν, την ανικανότητα των διεθνών οργανισμών να εφαρμόσουν τις αποφάσεις που παίρνουν κλπ. κλπ. Το μόνο που ξεχνάμε να αναφέρουμε είναι πως την πρωταρχική ευθύνη για τον διαμελισμό της Κύπρου φέρνει η ελληνική χουντική κυβέρνηση που, με την εγκληματική και άκρως βλακώδη απόπειρά της να αλλάξει πραξικοπηματικά το πολιτικό status quo στη Μεγαλόνησο, έδωσε στην Τουρκία το πράσινο φως για τη διχοτόμηση.


ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ τώρα στα πιο πρόσφατα γεγονότα, οι τελευταίες τουρκικές θηριωδίες στην Κύπρο, όπως ανέφερα σε πρόσφατο άρθρο μου («Το Βήμα», 25.8.96), θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν η κυπριακή κυβέρνηση έπαιρνε τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίσει τους διαδηλωτές της να μπουν στην ουδέτερη ζώνη. Αυτά τα αυστηρά αλλά απλά μέτρα για την αποφυγή τραγικών επεισοδίων η μεν κυπριακή κυβέρνηση, για διάφορους λόγους, δεν τα έλαβε (ή μάλλον τα έλαβε μετά από τον άδικο χαμό ανθρώπινων ζωών)· όσο για την ελληνική κυβέρνηση, δεν έκανε καμία σοβαρή και συντονισμένη προσπάθεια εκτόνωσης της εκρηκτικής κατάστασης που η περίφημη πορεία των μοτοσικλετιστών αναπόφευκτα θα δημιουργούσε. Οσο για τη μεγάλη ευθύνη που και οι δύο κυβερνήσεις φέρουν για τα τραγικά γεγονότα, από όσο ξέρω, κανείς δεν τα τόνισε ούτε στη μία επικράτεια ούτε στην άλλη.


Και αυτή η απίστευτη εθελοτυφλία γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη αν στρέψουμε την προσοχή μας στο εγγύς μέλλον. Από τη μια μεριά το περίφημο ενιαίο αμυντικό δόγμα (θα το μετονόμαζα «ενιαίο αυτοκαταστροφικό δόγμα») σημαίνει πως κάθε πολεμική σύρραξη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, είτε έχει είτε δεν έχει άμεση σχέση με το Κυπριακό, καθιστά αυτομάτως το μη τουρκοκρατούμενο μέρος της Μεγαλονήσου «εχθρικό έδαφος» που η γείτονα χώρα εύκολα μπορεί να καταλάβει. Από την άλλη μεριά η εξαιρετικά ριψοκίνδυνη απόρριψη του διαλόγου από μέρους μας για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο σημαίνει πως από στιγμή σε στιγμή μια πολεμική σύγκρουση γίνεται πιθανή.


ΑΝ ΒΕΒΑΙΑ κάτι τέτοιο συμβεί, το πρώτο θύμα του πολέμου θα είναι το μέρος της Κύπρου που παραμένει σε ελληνικά χέρια. Ετσι αν η χουντική πολιτική της ανατροπής του Μακαρίου στοίχισε τον διαμελισμό της Κύπρου, η σημερινή πολιτική του ενιαίου αμυντικού δόγματος σε συνδυασμό με την «περήφανη» αδιαλλαξία μας στο θέμα του ελληνοτουρκικού διαλόγου για το Αιγαίο θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στον ολοκληρωτικό αφανισμό της Κύπρου. Και αν κάτι τέτοιο τρομερό συμβεί, εμείς βέβαια δεν θα φταίμε σε τίποτα. Θα είναι όπως πάντα το λάθος των ξένων που δεν μας αγαπούν, δεν μας καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να «σωφρονίσουν» τη γείτονα χώρα!


Συμπέρασμα: η Ελλάδα έχει μεγάλη ευθύνη και για τον διαμελισμό της Κύπρου και για τον κίνδυνο ολικού αφανισμού που αυτή τη στιγμή η Μεγαλόνησος διατρέχει. Μόνο αν πάψουμε να εθελοτυφλούμε θα μπορέσουμε να συγκροτήσουμε μια αποτελεσματική και εθνικά συμφέρουσα εξωτερική πολιτική που θα βασίζεται σε μια ρεαλιστική ανάλυση της σχέσης των δικών μας ευθυνών με αυτές των άλλων που είναι, βέβαια, εξίσου υπαρκτές.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics