Το κρούσμα με την υποκλοπή και δημοσιοποίηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ενός ανώτατου δικαστή δεν είναι το πρώτο.
Είχε προηγηθεί η υποκλοπή και δημοσιοποίηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της «τρόικας».
Κοινό στοιχείο και στις δυο περιπτώσεις: ο εκβιασμός ή ο εκφοβισμός υπέρ της κυβέρνησης.
Και κοινό χαρακτηριστικό: κανείς άλλος από την κυβέρνηση δεν είχε το κίνητρο και την τεχνική δυνατότητα να ανατρέξει σε τέτοιες μεθόδους.
Τα υπόλοιπα (η «Αυγή», ο υπόκοσμος του Διαδικτύου, ο υπουργός Δικαιοσύνης…) παραλείπονται. Ως ευκόλως εννοούμενα.
Η εικόνα που προκύπτει είναι εφιαλτική και ταυτοχρόνως εύγλωττη. Για πρώτη φορά από το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με φαινόμενα παρακράτους.
Ενα παρακράτος που διαθέτει επιχειρησιακό σκέλος, τη δική του «Καρφίτσα» –αντιεξουσιαστικές και τρομοκρατικές οργανώσεις πρόθυμες να βάλουν βόμβα στο σπίτι της Τσατάνη ή να επιτεθούν σε στόχους που (κατά σύμπτωση) ενοχλούν την κυβέρνηση.
Και έναν έμμισθο δημοσιογραφικό στρατό –«ηλεκτρονικό στρατό» καμάρωνε παλαιότερα η «Αυγή». Διότι ένα παρακράτος δεν έχει φίλους, ούτε οπαδούς. Εχει μόνο μισθοφόρους.
Οταν λοιπόν ο υπουργός Παππάς εμφανίζεται να κόπτεται για «τη λειτουργία της δημοκρατίας» και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του κατά της ανομίας γελούν κι οι κότες.
Οσοι καταλαβαίνουν, δεν γελούν. Κλαίνε.
Είναι ευτυχώς ομόθυμη η ηθική εξέγερση του νομικού κόσμου και όποιων πνευματικών ανθρώπων δεν σιτίζονται από κρατικό χρήμα.
Είναι εκκωφαντικές οι αντιδράσεις υπέρ της συνταγματικής τάξης όλων σχεδόν των φορέων που έχουν λόγο στη δημόσια ζωή.
[Αλήθεια, σε εκείνη την Επιτροπή για την Αναθεώρηση ενός Συντάγματος που απειλείται εξακολουθούν να μετέχουν ο Μουζέλης, ο Μίχαλος και οι χρήσιμοι πρυτάνεις;]
Είναι συγκινητική η ευαισθητοποίηση των απλών πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις κουβέντες, στον καθημερινό θυμό γι’ αυτό που συμβαίνει στη χώρα.
Και είναι ενδιαφέρουσα η αφωνία θεσμικών προσώπων όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή (λίγων ευτυχώς) παραγόντων της αντιπολίτευσης που προτάσσουν την προστασία του τομαριού τους. «Κάτσε μη μας βγάλουν κι εμάς καμιά κασέτα!».
Τη φωτιά μπορείς να τη σβήσεις στην αρχή με ένα ποτήρι νερό. Αν την αφήσεις να φουντώσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα σώσεις το σπίτι.
Και τώρα πλέον δεν μιλάμε ούτε για δικαστές, ούτε για δημοσιογράφους, ούτε για κανάλια, ούτε για πολιτικούς της μιας ή της άλλης άποψης.
Μιλάμε για το σπίτι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ