Οι πρωτόγονες κοινωνίες πάντα είχαν πρόβλημα με το διαφορετικό.
Στις καθυστερημένες κοινωνίες της εποχής μας, όπως η ελληνική, το πρόβλημα αυτό εκφράζεται συμβολικά μεταπλασμένο με άλλους, όπως ο φθόνος, τρόπους.
Η μέγιστη τιμωρία στις πρωτόγονες κοινωνίες είναι η αποκοπή από την κοινότητα. Είναι η εκδίωξη. Μια εκδίωξη που ισοδυναμούσε με θάνατο.
Στην «πολιτισμένη» φάση, οι αρχέγονες συμπεριφορές επιβιώνουν με τρόπο δραματικά σταθερό. Το αρχέγονο παραμένει ισχυρά αναλλοίωτο ανάμεσά μας, από το φαινόμενο της εξουσίας μέχρι τις εκδηλώσεις καταστολής του άλλου.
Ο άλλος, ο διαφορετικός άλλος, ως ξένος, ως πολιτικά ξένος –δηλαδή ως πολιτικός αντίπαλος -, είναι πάντα εκείνο που θα κρίνει τη συνειδητή εξέλιξη, εκείνη μάλιστα που συνδέεται με τη δημοκρατική συνύπαρξη. Αυτή η συνύπαρξη συγκροτείται διά της θεσμικής εγγύησης των δικαιωμάτων του ενός. Αν αυτό αποτελεί βήμα απομάκρυνσης από τη βαρβαρότητα, στη διαδρομή του ο άνθρωπος φεύγει αλλά και μένει, απομακρύνεται αλλά και επιστρέφει.
Η εκδίωξη από την κοινότητα επιβίωσε στην ανθρώπινη ιστορία και μέσα από τη διαπόμπευση του αντιπάλου στο μέτωπο της πολιτικής σύγκρουσης. Η διαπόμπευση συνοδεύεται πάντα από μια καταγγελία –το αληθές ή το ψευδές δεν ενδιαφέρει -, προκαλεί έναν χλευασμό, κυοφορεί μια καταδίκη. Ετσι το υποκείμενο, πρόσωπο ή ομάδα, τίθεται εκτός του αποδεκτού συνόλου, τοποθετείται στο περιθώριο των πραγμάτων, αποκοπτόμενο από την κοινότητα και την ασφάλειά της.
Τα όρια εδώ τα θέτει η (προσωρινή πάντα) εξουσία. Δεν διαπομπεύει ο αδύναμος, διαπομπεύει και χλευάζει προσδοκώντας αποτελέσματα ο δυνατός.
Αν σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις η διαπόμπευση ήταν ένα προοίμιο θανάτου, στην εποχή μας η διαπόμπευση στοχεύει στον θάνατο της συνείδησης, δηλαδή στην υποταγή της.
Η καταστολή της συνείδησης, από τον αφορισμό της κατεστημένης Εκκλησίας, τη διαγραφή από το κόμμα ή την καταγγελία στην κοινή γνώμη, συνδέεται με εξουσίες που αυτοπροβάλλονται ως εκφραστές της ιστορικής αλήθειας. Οι συγκεκριμένοι, ως το χέρι της ιστορίας, αυτοτοποθετούνται στη θέση του υπέρτατου κριτή και ως εκ τούτου θεωρούν ότι μπορούν να αλλοιώνουν την κατάσταση των πραγμάτων, είτε πρόκειται για απλούς καθημερινούς κανόνες, είτε πρόκειται για το Σύνταγμα, είτε πρόκειται για τα αυτονόητα δικαιώματα του άλλου.
Τα τελευταία χρόνια, ο βίαιος λόγος έγινε εργαλείο διαπόμπευσης των αντιπάλων και πέτυχε συχνά τη συμβολική εκδίωξή τους.
Η επικαιρότητα των ημερών, μέσα από τη λεπτομέρεια του σημαντικού, όπως είναι η ζωή ενός ανθρώπου και ο ιδιωτικός βίος ενός δικαστή, επαναφέρει στην ηττημένη χώρα τη δηλητηριαστική λειτουργία της διαπόμπευσης.
Αντιγράφω από την ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων υπό τον τίτλο «Σχετικά με παραβίαση προσωπικών δεδομένων Δικαστικού Λειτουργού»:

«Οι δικαστές της χώρας παρακολουθούμε με αποτροπιασμό και εξαιρετική ανησυχία την κατάντια στην οποία διολισθαίνουν τα δημόσια ήθη. Με δημοσιεύματα που δεν έχουν να κάνουν με το δημόσιο συμφέρον, τη λειτουργία της ενημέρωσης και την εξυπηρέτηση της αλήθειας, η ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, δικαστή εγνωσμένου κύρους, υποκλέπτεται, διαστρέφεται και προσφέρεται βορά στον καραδοκούντα κίτρινο Τύπο και το μέρος της κοινής γνώμης που διαμορφώνεται από αυτόν, φαινόμενο άκρως νοσηρό που συνδέεται με μεθόδους που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα».
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ