Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύθηκε την κρίση προκειμένου να προσφέρει στους πολίτες, όχι εναλλακτική αφήγηση και προοπτική, όπως θα όφειλε ένα κόμμα που διεκδικεί εξουσία, αλλά έναν διαφορετικό τρόπο εκτόνωσης του σωρευμένου θυμού: τη διαμαρτυρία.
Στο οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα της κρίσης, το κυβερνών κόμμα έδωσε μια επικοινωνιακή απάντηση ακολουθώντας δυο βασικές στρατηγικές: α) οικειοποιήθηκε μικρού εύρους πρωτοβουλίες διαμαρτυρίας, όπως το «Δεν Πληρώνω» και τους «Αγανακτισμένους», β) συγκρότησε έμμισθο «στρατό» που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στο Διαδίκτυο. Χωρίς την υποστήριξη του Αλέξη Τσίπρα, οι «Αγανακτισμένοι» θα μας είχαν απασχολήσει πολύ λιγότερο. Μια μάζα ανθρώπων χωρίς κανενός είδους ιεραρχία και τακτική, ένα κέλυφος χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, δεν θα μπορούσε να μακροημερεύσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδρασε ως αφανής μαέστρος, υπηρετώντας την υφαρπαγή της εξουσίας. Ετσι, μετέτρεψε τους πολίτες από δρώντα υποκείμενα σε «χρήσιμους ηλίθιους», πείθοντάς τους να αντιδράσουν με στρατηγικές που στερούνται πολιτικού χαρακτήρα και δεν προβλέπονται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αλήθεια, τι πέτυχαν οι «Αγανακτισμένοι»; Μήπως μειώθηκε η λιτότητα; Αυτό δεν ήθελαν οι άνθρωποι που έμειναν τόσα βράδια στην πλατεία Συντάγματος; Τελικά το μόνο που έκαναν ήταν να εκφράσουν την οργή τους. Πόσο βαρύ τίμημα όμως είχε αυτή η εκτόνωση!
Σημαντικό ρόλο στο έργο του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξαν τα κοινωνικά δίκτυα. Οι εικόνες αντικατέστησαν τις λέξεις, τα βίντεο τον πολιτικό λόγο και οι θεωρίες συνωμοσίας την πολιτική αντιπαράθεση. Κατασκευάστηκε ένα σύμπαν που στον πυρήνα του δέσποζαν οι «άνθρωποι της πλατείας» και κυριάρχησε το σύνθημα της ανατροπής του κατεστημένου. Δυστυχώς, όμως, αυτά όχι μόνο δεν οδήγησαν σε «λαϊκή κυριαρχία», αλλά σε αυτο-υπονόμευση του ρόλου των πολιτών και του πολιτεύματος. Από το «όχι στη λιτότητα» μεταβήκαμε στο «όχι στις εκλογές, όχι στα κόμματα, όχι στη Δημοκρατία».
Τα «κινήματα διαμαρτυρίας» μέσω των κοινωνικών δικτύων (ο Manuel Castells τα ονομάζει «δίκτυα της οργής και της ελπίδας») κατορθώνουν να τραβήξουν την προσοχή των πολιτών και να τους παρασύρουν σε μια φαντασίωση όπου, η εξουσία ασκείται από τον λαό στην πλατεία, επειδή εκεί βρίσκονται αυτοί που φωνάζουν περισσότερο. Αν ηττηθούν, υπάρχει πάντα μια θεωρία συνωμοσίας για να δικαιολογήσει την τροπή που πήραν τα πράγματα. Η ήττα παρουσιάζεται ως καταστροφή και διακινείται από ανθρώπους που πληρώνονται για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Η ταχύτητα και το εύρος των κοινωνικών δικτύων επιτρέπουν στην κατασκευασμένη πληροφορία να φτάνει σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα είναι δύσκολο να ελεγχθεί ως προς την ακρίβεια και την αξιοπιστία της. Στον πυρήνα της συνωμοσιολογικής ερμηνείας είναι συνήθως ότι κάποιος «ισχυρός» (η πολιτική ελίτ, τα «συμφέροντα») απεργάστηκε με επιτυχία την κατάπνιξη του «κινήματος». Κανείς δε διαπιστώνει ότι ο κόσμος κουράστηκε και, με την ίδια ευκολία που βγήκε στον δρόμο, επέστρεψε στο σπίτι του. Τίποτε δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτικό περιεχόμενο. Από αυτήν την άποψη τα κοινωνικά δίκτυα επιβεβαιώνουν ότι η πολιτική πρέπει να επιστρέψει στα βασικά.
Αυτά βέβαια δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Κινήματα διαμαρτυρίας εκδηλώνονται σε όλες σχεδόν τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Δυστυχώς τα περισσότερα, ενώ υποτίθεται ότι στοχεύουν στο να αυξήσουν την επιρροή των πολιτών στις θεσμικές διαδικασίες, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μειωμένη αντιπροσωπευτικότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα κινήματα αυτά θεωρούνται επιτυχημένα όταν διαταράσσουν, όταν διακόπτουν την κοινοβουλευτική λειτουργία, όχι όταν την ενισχύουν. Οι πολίτες παρασύρονται από την ψευδαίσθηση ότι έχουν την εξουσία που τους δίνει ο «δρόμος» για να επιβάλουν τη θέλησή τους στην πολιτική ελίτ, ενώ στην πραγματικότητα έτσι βγαίνουν από το παιχνίδι. Ο «δρόμος» αποκλείει τους πολίτες από τις διαδικασίες που προβλέπει το πολίτευμα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ υποδαύλισε το «κίνημα των Αγανακτισμένων» προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς η επίφαση της «αντισυστημικότητας» σαγηνεύει τα πλήθη και χρησιμοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς για να απαξιώσει τον κοινοβουλευτισμό. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται πολλοί, στην πράξη το κυβερνών κόμμα τηρεί την υπόσχεσή του, δεν κάνει καμιά «κωλοτούμπα»: φαλκιδεύει τη δημοκρατική λειτουργία. Η ταύτιση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ με την ηγεσία του κόμματος είναι επικίνδυνη και εσφαλμένη. Αυτή η στάση ενισχύει τις θεσμικές εκτροπές που επιχειρεί η κυβέρνηση.
Εχουμε δει πολλές κυβερνήσεις να υιοθετούν αυταρχικές τακτικές προκειμένου να μπορέσουν να καταστείλουν αυτά τα φαινόμενα με τη δηλωμένη πρόθεση να διασφαλίσουν την τάξη. Στην Ουκρανία, τον Ιανουάριο του 2014, λίγο μετά την ψήφιση νόμου από τη Βουλή για την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων, οι πολίτες που συμμετείχαν σε αυτές έλαβαν στο κινητό τους τηλέφωνο το ακόλουθο μήνυμα: «αγαπητέ συνδρομητή, έχετε καταχωρηθεί ως συμμετέχων σε δραστηριότητες που διαταράσσουν την κοινή τάξη». Η αναχαίτιση της διαμαρτυρίας των συνταξιούχων από την Αστυνομία εγκαινιάζει τη βίαιη καταστολή της διαμαρτυρίας από την ελληνική κυβέρνηση.
Η οργή των πολιτών είναι πραγματική, η απώλεια της εμπιστοσύνης στο πολιτικό προσωπικό επίσης. Θα πρέπει κάποιος που διαθέτει επάρκεια, αίσθημα δικαίου και ηγετικά προσόντα, να αφουγκραστεί τους πολίτες και να προτείνει νέους τρόπους που να ενισχύουν την αντιπροσωπευτικότητα στη Δημοκρατία. Μόνο έτσι η οργή θα μετασχηματιστεί σε δράση εντός των επιτρεπτών από τη Δημοκρατία ορίων. Δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.
Η κυρία Ειρήνη Αγαπιδάκη είναι ψυχολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ