Οταν είσαι ενενήντα ενός κι έχεις περάσει επτά δεκαετίες της ζωής σου αμφισβητώντας κάθε σύμβαση και αναζητώντας μια πανανθρώπινη σκηνική αλήθεια, τότε μοιραία θα οδηγηθείς στην αρχή του παντός.
Ο Πίτερ Μπρουκ άλλαξε την αντίληψή μας για το σύγχρονο θέατρο: ή, ακριβέστερα, για το τι εστί «σύγχρονο» στο θέατρο. Στο βιβλίο της Ντέιλ Μόφιτ «Συζητώντας με τον Πίτερ Μπρουκ», ο κορυφαίος άγγλος σκηνοθέτης προσπαθεί να εξηγήσει σε μερικούς φοιτητές την πολυπλοκότητα της απλότητας. Οτι δηλαδή η απλότητα δεν είναι… απλή υπόθεση. «Κάποτε η αφετηρία μου ήταν ένα κάδρο, ένα κάδρο που έπρεπε να γεμίσει με συναρπαστικές εικόνες ώστε να μεταδώσει κάτι στον θεατή· σήμερα ξεκινάω ανάποδα».
Το «ανθρώπινο περιεχόμενο» ενός έργου έγινε με τα χρόνια το κυρίαρχο ζητούμενο για τον Μπρουκ. Η αναζήτηση αυτής της διάστασης οδήγησε τον ίδιο και την ομάδα του έξω από τα θέατρα, στις αυλές των σχολείων, στα γηροκομεία, στις γειτονιές του κόσμου, οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. «Ηθελα να δω τι θα συνέβαινε αν περιοριζόμασταν σε κάτι απείρως πιο βασικό: δηλαδή στο ανθρώπινο ον, στο ανθρώπινο ον και τίποτα άλλο. Οπως ακριβώς είμαστε τώρα. Απλώς μαζί» λέει απευθυνόμενος στους φοιτητές που τον ακούν. «Αρχίσαμε λοιπόν μια ολόκληρη σειρά πειραμάτων –με ταξίδια, με διαφορετικές ομάδες, με παιδιά, στην Αφρική, στην Ανατολή, στην Ευρώπη, αυτοσχεδιασμούς, σύντομες παραστάσεις βασισμένες σε ένα θέμα, ασκήσεις –αλλά όλα αυτά ήταν για να δούμε τι μπορεί να κάνει το ανθρώπινο ον στο θέατρο χωρίς καμία βοήθεια. Τότε ακριβώς άλλαξε η δουλειά μου».
Η ικανότητα να απορρίπτει τους πειρασμούς του εντυπωσιασμού και της άσκοπης θεατρικότητας στάθηκε από νωρίς χαρακτηριστικό γνώρισμα του Μπρουκ. Στο βιβλίο του «Αδειος Χώρος» (The Empty Space), που κυκλοφόρησε το 1968, μιλούσε για αυτήν ακριβώς την ανάγκη του θεάτρου να επιστρέψει στα βασικά. Ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του οφείλουν κάθε φορά να αρχίζουν από την αρχή, υποστηρίζει ο συγγραφέας: «Από το κενό… και από την ουσιαστική ερώτηση: Γιατί κοστούμια; Γιατί μουσική; Για ποιον λόγο;».
Την τέχνη του ζωτικού ελάχιστου ο Μπρουκ την έχει κατακτήσει εδώ και δεκαετίες. Ο πείσμων αρχιμάστορας του μίνιμαλ κινείται ενάντια στην αισθητική της μάζας, που θαμπώνεται από τα μεγάλα μεγέθη.
Ο Μπρουκ θέλει να ανακαλύπτει ξανά και ξανά τον πυρήνα των πραγμάτων –αυτό το αρχικό κύτταρο από το οποίο μπορεί να γεννηθεί ένας ολόκληρος κόσμος. Στο «Battlefield», συναντούμε όλη τη χαρακτηριστική απλότητα με την οποία στήνει τα θεάματά του.
Ενα «σκουριασμένο» πανί, ένα μακρόστενο κάθισμα και μερικά κοντάρια από μπαμπού: αυτά είναι όλα κι όλα τα αντικείμενα που χρειάζονται οι ηθοποιοί για να αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τις ιστορίες τους.
Το «Battlefield» συνιστά, θα λέγαμε, το επιμύθιο της θρυλικής «Μαχαμπαράτα», βασισμένης στο αρχαίο σανσκριτικό έπος που ανέβασε ο Μπρουκ το 1985, σε μια εννεάωρη παράσταση που άφησε εποχή στα θεατρικά χρονικά.
Τριάντα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης και η συνεργάτις του Μαρί-Ελέν Ετιέν επιστρέφουν στο έπος για έναν επίλογο, με τέσσερις μόνο ηθοποιούς και σύντομη διάρκεια 70 λεπτών. Στο «Battlefield» παρουσιάζεται η «επόμενη μέρα» του αδυσώπητου λουτρού αίματος που γέννησε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Καουράβα και στους Παντάβα, ήρωες με θεϊκή καταγωγή που ανήκουν στην ίδια οικογένεια.
Ο βασιλιάς των τελευταίων, μετρώντας τις απώλειες εκατομμυρίων ψυχών, γεύεται την πύρρειο νίκη του. Γεμάτος τύψεις για τις σφαγές που προκάλεσε, στρέφεται στη μητέρα του αλλά και στον εχθρό του, τον τυφλό βασιλιά Ντιταράστρα, που έχασε εκατό γιους στον πόλεμο, και με τη βοήθειά τους προσπαθεί να καταλάβει τα αίτια της τραγωδίας και τη φύση του ανθρώπου. Υπάρχει ελπίδα για την ανοικοδόμηση ενός νέου κόσμου ή είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη και να οδηγούμαστε κάθε φορά στον όλεθρο; Μπορούμε να βρούμε εσωτερική γαλήνη σε έναν κόσμο που φλέγεται;
Το σκηνικό πεδίο γεμίζει παραβολές: Ενας βασιλιάς που θυσιάζει κιλά από τη σάρκα του για να σώσει το περιστέρι που έχει ορκιστεί να προστατέψει. Ενα σκουλήκι που αγαπάει τη ζωή αλλά συνθλίβεται από τη ρόδα μιας άμαξας. Το πνεύμα του δάσους που βρίσκει νέα κατοικία. «Χρόνια τώρα περιφέρεσαι μέσα στο σώμα μου. Ηρθε η ώρα να σου πω όλα όσα θέλεις να μάθεις»… Οι κινήσεις και ο λόγος των ηθοποιών, απέριττες: μονάχα το βλέμμα τους, πού και πού, φανερώνει την αγωνία ενός υπαρξιακού αδιεξόδου.
Οι παραβολές του «Battlefield» αφορούν την αέναη κυκλικότητα της βίας, τη μετάνοια, την τραγική ειρωνεία της ζωής και του θανάτου, ο οποίος έρχεται πάντα, όσες μορφές κι αν αλλάξει κανείς.
Πέρα και πάνω από το σκοτάδι της θεματολογίας της, όμως, η παράσταση εξασφαλίζει ταυτόχρονα την αγνή χαρά του «κύκλου»: αρχαίες, σαγηνευτικές ιστορίες, ανεπιτήδευτοι ηθοποιοί, και ο έμπειρος μουσικός Τόσι Τσουχιτόρι, που χτυπά επιβλητικά το φθαρμένο τύμπανό του μετρώντας ρυθμικά τον χρόνο της πιο παρήγορης αφήγησης –αυτής που ένας θίασος μοιράζεται ειλικρινά με το κοινό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ