Το κακό ξεκίνησε –νομίζω –από το Σύνταγμα του 1927. Τότε προβλέφθηκε για πρώτη φορά ότι η προαγωγή στις θέσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου γίνεται όχι από συλλογικά όργανα ανώτατων δικαστών, αλλά διά διατάγματος μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε τι αποσκοπεί αυτή η διάταξη και του σημερινού Συντάγματος (άρθρο 90), που επεκτάθηκε και στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αν όχι στην επιδίωξη της εκτελεστικής εξουσίας να επιλέγει για τις θέσεις των προέδρων και εισαγγελέων των ανώτατων δικαστηρίων πρόσωπα που πρόσκεινται προς εκείνους που τους διόρισαν;
Μολονότι οι ανώτατοι δικαστές έχουν κατοχυρωμένη εκ του Συντάγματος ανεξαρτησία, μπετοναρισμένη και με το προνόμιο της ισοβιότητας, είναι ευνόητο ότι μπορεί να επηρεάζονται, όχι μόνο από ευγνωμοσύνη για την επιλογή τους αυτή, αλλά και από σύμπτωση πολιτικών απόψεων ή και προσωπική σχέση.
Ολα αυτά είναι προφανώς χρήσιμα για τις κυβερνήσεις στις περιπτώσεις που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη πολίτες που θεωρούν ότι παραβιάζονται από αυτές οι νόμοι ή ακόμα και το Σύνταγμα. Η προσδοκία ότι οι θεωρούμενοι παραβάτες θα βρίσκουν επιεική κατανόηση από τους εκλεγμένους από αυτούς κορυφαίους της Δικαιοσύνης είναι κατανοητή προσδοκία. Και μην ξεχνούμε ότι και τα Συντάγματα δεν τα καταρτίζουν και ψηφίζουν δικαστές αλλά βουλευτές. Δηλαδή η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία επιλέγουν την ηγεσία της τρίτης υποτίθεται ανεξάρτητης εξουσίας, της δικαστικής.
Στο «βέβηλο» αυτό σημείωμα ας επιτραπεί να παρατηρήσει ότι Συντάγματα και Νόμοι ψηφίζονται από ανθρώπους με αδυναμίες και ιδιοτέλειές, οι οποίες όχι σπάνια υπεισέρχονται και στους νόμους, ακόμα και στο Σύνταγμα. Απόδειξη: οι φαύλες διατάξεις του, που διασφαλίζουν το ουσιαστικά ακαταδίωκτο των υπουργών.
Χωρίς ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης και των ανώτατων δικαστών, αυτή η διαβλητή εξουσία των εκάστοτε κυβερνήσεων να επιλέγουν ποιοι θα είναι πρόεδροι και εισαγγελείς στα ανώτατα δικαστήρια βαρύνει αυτές τις μέρες το δικαστικό στερέωμα. Και οι υποψίες που απειλούν να κλονίσουν την αναγκαία εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των δικαστών και το αδιάβλητο των αποφάσεών τους διαχέονται πια, όχι μόνο στις συνειδήσεις πολλών πολιτών, αλλά και ουκ ολίγων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι ήδη αντιδρούν με δριμύτητα μέσω των Ενώσεών τους ή μεμονωμένα, όπως πρόσφατα από τους δύο αντιπροέδρους του ΣτΕ. Οι ατυχείς χειρισμοί του προέδρου του ΣτΕ στις εκκρεμούσες προσφυγές για αντισυνταγματικότητα των προσπαθειών της κυβέρνησης στην πολλαπλά διαβλητή υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αλλά και σε άλλες επίσης αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης ή ακόμα και της Προέδρου του Αρείου Πάγου τείνουν να δημιουργήσουν ένα κλίμα αμφιβολίας για την αξιοπιστία του δικαστικού μας συστήματος, που επιβαρύνει η φανερή προσπάθεια εξαγοράς της ηγεσίας της με μισθολογικές αυξήσεις, και το αντισυνταγματικό αίτημα παράτασης της θητείας της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, που άκουσε θετικά ο Πρωθυπουργός, φαίνεται ως συναλλαγή κορυφής.
Η επικίνδυνη αυτή κατάσταση επιβάλλεται να τερματισθεί αμέσως. Η ευθύνη πολιτικών δυνάμεων, δικαστών αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας, εγγυητή του πολιτεύματος, είναι καθοριστική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ