Λέγεται ότι «όταν πεθαίνει κάτι, αρχίζουν να φτιάχνουν την ιστορία του». Ετσι και σήμερα, καθώς πιθανολογούν ήδη κάποιοι το τέλος του μυθιστορήματος, η προσοχή στρέφεται στις απαρχές του είδους. Στη χώρα μας μεταφράζεται για πρώτη φορά στα νέα ελληνικά η μυθιστορηματική εκδοχή του Τρωικού Πολέμου που έγραψε ο Δίκτης ο Κρητικός, ένας από τους πρώτους έλληνες λογοτέχνες που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ίσως και νωρίτερα. Το έργο του Δίκτη «Εφημερίδα του Τρωικού Πολέμου», καθώς και το συγγενές «Περί του Τρωικού Πολέμου» του Δάρητα του Φρυγός, διασωθέντα αμφότερα μόνο στη λατινική μετάφρασή τους, θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα βιβλίο με εισαγωγή και μετάφραση από τα λατινικά του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, στις εκδόσεις Αγρα.


Για να αντιληφθεί κανείς ποια κενά συμπληρώνονται στο δένδρο της γενεαλογίας του μυθιστορήματος από την αρχαιότητα ως σήμερα, πρέπει να έχει υπόψη του «δύο παράλληλες γραμμές», όπως παρατηρεί ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γιατρομανωλάκης. «Στους ελληνιστικούς χρόνους παράγεται ένα καινούργιο είδος, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, το οποίο από την Ελλάδα θα περάσει στην Ιταλία, όπου θα παραχθεί το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου, και μετά θα πάει στη μεσαιωνική νουβέλα και στον Βοκκάκιο, για να περάσει στο ελισαβετιανό μυθιστόρημα και να φθάσουμε στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Εχουμε, λοιπόν, μια εξέλιξη μέσω της λατινικής γραμμής. Στην Ελλάδα έχουμε μια άλλη γραμμή: αυτό το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα φαίνεται να βουλιάζει και να χάνεται στο Βυζάντιο, όπου όμως επανέρχεται στον 12ο αιώνα, στην εποχή των Κομνηνών, από την οποία έχουν διασωθεί τέσσερα έργα. Μετά, τον 13ο και τον 14ο αιώνα, έχουμε τα μεσαιωνικά, ερωτικά μυθιστορήματα («Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Ιμπέριος και Μαργαρώνα» και άλλα). Από εκεί και πέρα, έχουμε την ελληνική εκδοχή των χρονικών, ενώ το ελληνικό πια μυθιστόρημα θα επανεμφανισθεί, με την επίδραση κυρίως της Δύσης, τον 19ο αιώνα, ως ιστορικό μυθιστόρημα». Εν τούτοις, όπως σημειώνει ο Tomas Hagg στο βιβλίο του «Το αρχαίο μυθιστόρημα», «στην ουσία, και ο όρος roman και ο όρος novel μόνο αναχρονιστικά μπορεί να ισχύσουν για την αρχαία γραμματεία… Η αρχαιότητα δεν έπλασε ποτέ ειδικό όρο για τα «μυθιστορήματά» της».


* Κλείνουν οι κύκλοι


Μέσα στο 1996, λοιπόν, κλείνουν αρκετοί κύκλοι του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος, που έμεναν ως τώρα ελλιπείς. Από τα πέντε σωζόμενα μυθιστορήματα της ελληνιστικής εποχής, είχαμε ως τώρα σε νεοελληνικές μεταφράσεις τα τέσσερα (και αυτά σε εκδόσεις των τελευταίων ετώνΩ παραδείγματος χάριν, ο Αχιλλέας Τάτιος μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1990). Το τελευταίο, που είναι συγχρόνως το βαρύτερο από τα πέντε μυθιστορήματα, ως προς τον όγκο και ως προς το ύφος, δηλαδή «Τα Αιθιοπικά» του Ηλιόδωρου, μεταφράζεται στην πλήρη μορφή του για πρώτη φορά τώρα, από την Αλόη Σιδέρη, με εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, και θα εκδοθεί ως το τέλος του χρόνου στις εκδόσεις Αγρα. Επειτα, κλείνει ο κύκλος των μυθιστορημάτων που γράφηκαν αμέσως μετά και έχουν διασωθεί σε λατινική γλώσσα, ενώ πιστεύεται ότι αρχικά είχαν γραφεί στα ελληνικά. Αυτά είναι «Η ιστορία του Απολλώνιου, βασιλιά της Τύρου», αγνώστου συγγραφέως, που τοποθετείται στον 3ο αι. μ.Χ. και κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες σε μετάφραση Στ. Παναγιωτάκη, στις εκδόσεις Πατάκη, καθώς και τα δύο τρωικά μυθιστορήματα του Δίκτη του Κρητικού και του Δάρητα του Φρυγός, που θεωρούνται κείμενα του 3ου αι. μ.Χ. ή και πρωιμότερα.


Η «Ιστορία του Απολλώνιου», όπως σημειώνει ο μεταφραστής Στ. Παναγιωτάκης, «δεν είναι τυπικό παράδειγμα του αρχαίου μυθιστορήματος. Παρ’ όλο που μοιράζεται πολλά στοιχεία πλοκής με το ελληνικό μυθιστόρημα (έρωτας, θαλάσσιες καταιγίδες, πειρατές, νεκροφάνεια, σωτήρια επέμβαση θεότητας), τα τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα και δίνει το προβάδισμα σε άλλα, όπως στην πατρική και ταυτόχρονα πολιτική εξουσία, στη μόρφωση των κεντρικών ηρώων, στα αινίγματα». Παρ’ ότι ιδιάζουσα περίπτωση, η «Ιστορία του Απολλώνιου» γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο μεταγενέστερο αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσε πηγή αμέτρητων μεσαιωνικών και αναγεννησιακών μεταφράσεων και διασκευών σε πολλές χώρες. Από την άλλη πλευρά, ο Δίκτης και ο Δάρης με τα τρωικά μυθιστορήματά τους ανήκουν στην παράδοση των ιστορικών και μυθολογικών μυθιστορημάτων. Ηταν, κατά τον κ. Γιατρομανωλάκη, «οι πρώτοι έλληνες λογοτέχνες που μεταφράζονται στην Ευρώπη, κάνουν καριέρα στην Ευρώπη και επηρεάζουν τη δυτική λογοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού η Δύση δεν διαβάζει αρχαία ελληνικά αλλά λατινικά. Συνεπώς, την ιστορία του Τρωικού Πολέμου οι Δυτικοί την μαθαίνουν από εκεί. Μεγάλοι συγγραφείς της Δύσης, όπως ο Βοκκάκιος, ο Τσόσερ, ο Σαίξπηρ και ο Μπενουά ντε Σεν Μορ, επηρεάζονται από εκεί και έτσι έχουμε τη μετάδοση της τρωικής ιστορίας στη Δύση». Τέλος, κλείνει ο «τρωικός κύκλος», καθώς εκδόθηκε ακόμη από το ΜΙΕΤ «Ο πόλεμος της Τρωάδος», ένα μεσαιωνικό έργο του 14ου αιώνα, ανώνυμου γαλλομαθή Ελληνα, που βασίστηκε στο περίφημο «Le roman de Troie» του Μπενουά ντε Σεν Μορ, το οποίο βασίστηκε με τη σειρά του στο έργο του Δίκτη.


* Από την εποχήτων Κομνηνών


Από τη βυζαντινή αναγέννηση του είδους, παρουσιάζονται φέτος για πρώτη φορά στα νέα ελληνικά τα δύο από τα τέσσερα μυθιστορήματα που έχουν διασωθεί από την εποχή των Κομνηνών. Είναι το «Υσμίνη και Υσμινίας» του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη και το «Ροδάνθη και Δοσικλής» του Θεόδωρου Πρόδρομου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά από τον φιλόλογο Κώστα Πούλο, στις εκδόσεις «Νέα Σύνορα». Τα βυζαντινά μυθιστορήματα, όπως και τα πρότυπά τους, διαδραματίζονται σε κόσμους ειδωλολατρικούς και ακαθόριστα αρχαίους ή σε κόσμους της όψιμης αρχαιότητας. Στην εποχή τους διαβάζονταν πολύ, αλλά, όπως υπενθυμίζει ο κ. Πούλος, οι μεταγενέστεροι κριτικοί και φιλόλογοι τα αντιμετώπισαν με απόλυτη περιφρόνηση, ενώ ο Κάρολος Κρουμβάχερ είχε γράψει για το «Υσμίνη και Υσμινίας» του Μακρεμβολίτη ότι «το όλον είναι μίμησις επί το χονδροειδέστερον και ακαλαισθητότερον της ουχί πολύ καλαισθητικής διηγήσεως του Αχιλλέως Τατίου περί της Λευκίππης και του Κλειτοφώντος. Η δε φράσις του Ευσταθίου είναι ό,τι αλλόκοτον ηδυνήθη να παραγάγη το Βυζάντιον ποτέ». Το αποτέλεσμα παρομοίων κριτικών και άλλων νεότερων ερευνητών, όπως του Μπ. Ε. Μπέρι, ήταν να μείνουν αυτά τα μυθιστορήματα σχεδόν άγνωστα ως σήμερα, οπότε επανεξετάζονται υπό νέο φως. Ο μεταφραστής των πρόσφατων εκδόσεων, πάντως, δηλώνει ότι όντως «ο λόγος φαίνεται τραχύς, με εμφανή την πρόθεση της παρωδίας, ενώ η αντιστοίχησή του με νεοελληνικούς λεκτικούς τρόπους απαιτεί, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, κατευναστικές παρεμβάσεις, πάντα με γνώμονα τη συμβατότητα με το γλωσσικό/αισθητικό κριτήριο του σημερινού αναγνώστη». Ας σημειωθεί, τέλος, ότι αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του Ρόντρικ Μπίτον «Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα», στις εκδόσεις Καρδαμίτσα, οπότε θα έχουμε μια πλήρη εικόνα και ίσως μια καλύτερη αποτίμηση των βυζαντινών μυθιστορημάτων.


* Κυριαρχούν οι γυναίκες


Οσον αφορά το περιεχόμενο, οι γυναίκες κυριαρχούν. Ηδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν γεννήθηκε το μυθιστόρημα και αποτέλεσε ένα εντελώς νέο λογοτεχνικό είδος ­ το τελευταίο που παρήχθη στον ελληνικό χώρο ­, η γυναίκα ήταν ο μοχλός των εξελίξεων. Παραδείγματος χάριν, ακόμη και αυτός ο ωκύπους Αχιλλέας δεν φονεύθηκε στο πεδίον της μάχης, όταν ο Πάρης στόχευσε την αχίλλειο πτέρνα του, αλλά σκοτώθηκε ευρισκόμενος σε… «ραντεβουδάκι», σε κάποιο ιερό του Απόλλωνα, όπου υποτίθεται ότι επρόκειτο να συναντήσει την Πολυξένη, κόρη του Πριάμου. Αυτά, σύμφωνα με τη μυθιστορηματική εκδοχή του Τρωικού Πολέμου που μας μεταφέρει ο Δίκτης ο Κρητικός, ο οποίος, όμως ­ δέον να αναφερθεί ­, ήταν σε πολλά σημεία με το μέρος των Τρώων. Για να επανέλθουμε στο ζήτημα των γυναικών από μια άλλη σκοπιά, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα ήταν και το πρώτο λογοτεχνικό είδος που απευθυνόταν κατ’ εξοχήν στις γυναίκες ­ πράγμα που ως ένα βαθμό ισχύει ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με τον Hagg, «είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι το μυθιστόρημα ήταν το πρώτο μείζον λογοτεχνικό είδος που υποστηρίχθηκε κυρίως από τις γυναίκες. Το ηρωικό έπος ήταν χαρακτηριστικά αντρικό είδοςΩ οι θεατρικές παραστάσεις της κλασικής Αθήνας απευθύνονταν πρωταρχικά στους άντρες. Αντίθετα, το μυθιστόρημα μπόρεσε να φθάσει πιο μακριά, στα σπίτια των ανθρώπων, και να διαβαστεί ατομικά ή ομαδικά». Βεβαίως, η ιδανική γυναίκα που παρουσιάζεται στα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα και στα βυζαντινά παράγωγά τους είναι μάλλον προϊόν αρσενικής φαντασίας: ωραία, αγνή, πιστή μέχρι θανάτου.


Τα πρωτότυπα κείμενα έχουν εκδοθεί σε κριτικές εκδόσεις, όλες εκτός Ελλάδος. Η μόνη κριτική έκδοση των τελευταίων χρόνων που έγινε από έλληνα φιλόλογο ήταν του Α. Παπανικολάου, στα «Εφεσιακά» του Ξενοφώντα του Εφέσιου, και εμφανίστηκε στις εκδόσεις της Λειψίας, ενώ στο παρελθόν ο Κοραής ήταν ο πρώτος που είχε κάνει κριτική έκδοση των «Αιθιοπικών» του Ηλιόδωρου. Βέβαια τα τελευταία χρόνια είχαμε και καθαρά επιστημονικές εργασίες, όπως την έκδοση του Τάτιου με 200 σελίδες εισαγωγή και εκτενή σχόλια από τον Γ. Γιατρωμανωλάκη, αλλά αυτές είναι άλλου επιπέδου δουλειές.