Ο ΕΝΦΙΑ (και το «χαράτσι» και ο ΦΜΑΠ, που ως φόροι κατοχής ακινήτων ή ΦΚΑ είχαν προηγηθή) υπήρξαν/είναι οι χειρότεροι φόροι, που επεβλήθησαν τα χρόνια της κρίσεως. Οχι μόνο επέτειναν δραματικά την λόγω κρίσεως ύφεσι, μα κατέστρεψαν ειδικά κτηματαγορά και οικοδομή (και την απασχόλησι στον κλάδο, που ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης μετά τον τουρισμό). Εχει, λ.χ., υπολογισθή (μελέτη Πειρουνάκη για την GLP Values, μελέτη Δ. Χριστέλη, του Πανεπιστημίου της Napoli) πως το 35% της πτώσεως των τιμών κατοικιών ως το 2015 (με τις τιμές, λ.χ., στην Αθήνα να είναι στο τέλος του 2015 το 57,1% των τιμών των μέσων του 2007, στην δε Θεσσαλονίκη το 55,4%) οφείλετο ειδικά στον ΕΝΦΙΑ!

Συνεπώς αυτοί οι θηριώδεις ΦΚΑσυνευθύνονται για την «εξαέρωσι» των αποταμιεύσεων των ελληνικών ΄νοικοκυριών, αι οποίες επί 10ετίες επενδύονταν κυρίως σε ακίνητα, βοηθούσες την ανάπτυξι της χώρας – ενώ τώρα αυτές αι «αποκρυσταλλωμένες» αποταμιεύσεις έχουν κατά μείζον μέρος χαθή, αφού τα ακίνητα ούτε να πωληθούν ΄μπορούν ούτε, ακόμη κι αν πωληθούν, ΄μπορούν να αποφέρουν έστω και στοιχειωδώς αξιοπρεπές μέρος του αρχικού κεφαλαίου αποκτήσεώς των.Η δε πτώση των επενδύσεων σε ακίνητα (αλλά και των αγοραπωλησιών) υπήρξε μεγαλυτέρα από την αντίστοιχη πτώσι καθενός άλλου κλάδου, με αντίστοιχη πολλαπλασιαστική υπανάπτυξι της όλης οικονομίας.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι όλη αυτή η καταστροφή, που έγινε επειδή το πελατειακό κράτος ήθελε επειγόντως λεφτά, έχει καταλήξει σε απώλεια φορολογικών εσόδων! Συνέβη δηλ. το ίδιο πράγμα (σε πολύ μεγαλυτέρα έκτασι), που συνέβη με τους φόρους καυσίμων το 2013-14, ή με την ηυξημένη φορολόγησι της ναυτιλίας τα τελευταία χρόνια (μελέτη Τριανταφύλλου, Γιαννοπούλου-Μερίκα, Ζομπανάκη). Αυτό, επειδή πας φόρος μειώνει την οικονομική δραστηριότητα, μα στην περίπτωσι του ΕΝΦΙΑ την μείωσε/-νει τόσο ώστε τα 2,65 δις, που, υποτίθεται, μαζεύει το κράτος ετησίως με τον ΕΝΦΙΑ καταστρέφον μεσαία τάξι, κτηματαγορά και οικοδομή,να συνεπάγωνται απώλεια φορολογικών εσόδων από 2,2 έως 3,3 δις (με πιθανότερο το δεύτερο νούμερο), αυτά δηλ. τα ποσά που θα μάζευε αν δεν είχε επιβάλει καθόλου ΦΚΑ! (Μελέτη – εξαίρετη – του Δ. Χριστέλη.) Με άλλα λόγια, ο ΕΝΦΙΑ στοίχισε τις εκλογές στον Σαμαρά και πριονίζει τώρα τον Τσίπρα χωρίς κέρδος για το Δημόσιο! Λάθη, που προέρχονται απ’ την αντίληψι του κρατιστικού πολιτικού συστήματος, ότι είναι τάχα δυνατόν να φορολογείς χωρίς επίπτωσι στην οικονομία!

Μα… είναι τόσο κακοί οι ΦΚΑ;

Ναι, είναι. Διότι, ως φόροι περιουσίας, (α) συνεπάγονται εκ νέου φορολόγησι ήδη φορολογηθέντων εισοδημάτων(με την προϋπόθεσι ότι τα εισοδήματα, απ’ τα οποία προέρχεται η περιουσία έχουν φορολογηθή – γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει το «πόθεν έσχες»), πράγμα που στρεβλώνει την δομή κινήτρων, που χρειάζεται κάθε ελευθέρα οικονομία για ν’ αποδίδει, (β) εμποδίζουν τον σχηματισμό και αναπαραγωγή μεσαίας τάξεως, στυλοβάτη κάθε κοινωνίας, (γ) για να είναι φορολογικά «ουδέτεροι», πρέπει ν’ αφορούν κάθε είδος περιουσίας, άρα και καταθέσεις, ασφαλιστήρια ζωής, πίνακες κ.α.! Αρα… χαμός!

Ομως στις ανεπτυγένες χώρες, όπου υπάρχουν δημοτικοί ΦΚΑ, τα ανωτέρω μειονεκτήματα απαλύνονται σε σημαντικό βαθμό επειδή οι ΦΚΑ είναι ανταποδοτικοί. Τους επιβάλλει και δαπανά έκαστος δήμος! Αρα το μείζον μέρος της επιβαρύνσεως επιστρέφει στον ίδιο τον φορολογούμενο, συμβάλλον στην διατήρησι της αξίας της ακινήτου περιουσίας του! Αντιθέτως, ο ΕΝΦΙΑ, πέραν του να είναι (μη ανταποδοτικός) φόρος επί εκάστου ακινήτου, περιλαμβάνει και «συμπληρωματικό» φόρο εφ’ όλης της ακινήτου περιουσίας, έχει δηλ. όλα τα κακά μαζεμένα! Αφήστε δε που το βάρος των ΦΚΑ στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι στις χώρες με δημοτικούς ΦΚΑ διότι, σε όρους αγοραστικής δυνάμεως, το διαθέσιμο εισόδημα των ΄νοικοκυριών στην Ελλάδα μετά ΟΛΟΥΣ τους φόρους είναι μικρότερο απ’ ό,τι στις χώρες εκείνες, όπου, πάντως, οι ΦΚΑ παραμένουν εν μέρει προβληματικοί: Τείνουν να είναι αντιστρόφως προοδευτικοί (σε σχέσι με το εισόδημα των φορολογουμένων), εκθέτουν ΄νοικοκυριά, που έχουν ευρεθή σε οικονομικές δυσκολίες, σε κίνδυνο δημεύσεως των ακινήτων των, επειδή δε, επιβάλλονται στο ακίνητο και όχι στο εισόδημα του φορολογουμένου, σε περίπτωσι, λ.χ., υφέσεως τείνουν να την επιτείνουν (Μελέτη Πειρουνάκη για την GLPValues). Στην δε Ελλάδα όλ’ αυτά τα αρνητικά έχουν μεγεθυνθή στο έπακρο. Γι’ αυτό και ο ΕΝΦΙΑ (και πας ΦΚΑ) πρέπει να καταργηθεί και ν’ αντικατασταθεί από κάτι άλλο, οικονομικά, δημοσιονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικότερο.

Η πρόταση

Εάν μειωθούν αι κρατικές δαπάνες και/ή παταχθεί η φοροδιαφυγή ώστε να μειωθούν γενικώς οι φορολογικοί συντελεστές, είναι δυνατά τα ακόλουθα (καθώς έχω ήδη «τρέξει» προσομοίωσι βάσει στοιχείων εκ της ΓΓΠΣ):

a. Η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η ισόποση αντικατάστασή του από κατάλληλες προσαυξήσεις στον φόρο εισοδήματος (εξαιρουμένων ΄νοικοκυριών με πολύ χαμηλά εισοδήματα), τέτοιες ώστε το τελικό διαθέσιμο εισόδημα των ΄νοικοκυριών να μη πέφτει κάτω απ’ το 90% του διαθεσίμου εισοδήματος, που θα είχαν χωρίς αυτές τις προσαυξήσεις. Με τον τρόπο αυτόν, ουδέν ακίνητο πλέον θα κινδυνεύει με δήμευσι λόγω ΦΚΑ, ενώ θα διευκολύνεται η πρόσβαση των ΄νοικοκυριών στις «αποκρυσταλλωμένες» σε ακίνητα αποταμιεύσεις των!

b. Τα σχετικά έσοδα θα κατανέμει το κεντρικό κράτος στους δήμους (με κατάλληλες ποσοστώσειςέτσι ώστε να διασφαλίζεται η ανταποδοτικότης αυτών των προσαυξήσεων για τους φορολογουμένους, αλλά και να παραμένει κάποιο περιθώριο ενισχύσεως των δήμων με τις μεγαλύτερες ανάγκες). Συνεπώς, η προσαύξηση που θα πληρώνουν ακόμη και οι ολίγοι φορολογούμενοι άνευ ακινήτου περιουσίας ή με μικράς αξίας τοιαύτη, αλλά με μεγάλα εισοδήματα, θα επιστρέφει στους ιδίους, καθώς θα χρηματοδοτεί τον δήμο, όπου διαμένουν.

c. Ταυτοχρόνως παύει η «κλασσική» κρατική επιδότηση (3 με 3,5 δις ευρώ) των δήμων της χώρας.

d. Τους συντελεστές προσαυξήσεως του φόρου εισοδήματος θα επιλέγει το κεντρικό κράτος, ενώ οι δήμοι θα προϋπολογίζουν έσοδα βάσει των τιμών των ακινήτων εντός των επικρατειών των, τις οποίες επίσης θα υπολογίζει το κεντρικό κράτος.Οι δήμοι θα ΄μπορούν να επιλέγουν τον ένα και μοναδικό φορολογικό συντελεστή (υπό την έγκρισι των ψηφοφόρων των) για την επιβολή φόρων σε αυτά τα ακίνητα. (Η μεθόδευση αυτή επιβάλλει την θέσπισι του δικαιώματος να ψηφίζει κάποιος στις εκλογές όχι ενός δήμου, μα όλων των δήμων όπου έχει ακίνητα.)

e. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μεν κεντρικό κράτος έχει τον έλεγχο επί του συνολικού ποσού, που θα χρηματοδοτεί το σύνολο των δήμων (αφού το συνολικό ποσόν θα προέρχεται απ’ τις ως άνω προσαυξήσεις επί του φόρου εισοδήματος), όσον δ’ αφορά τους δήμους, αν ο φόρος, που ο Χ δήμος θα προϋπολογίζει από το Ψ ακίνητο, υπερβαίνει την ως άνω προσαύξησι, που θάχει καταβάλει ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, θα συμβαίνει το εξής: Η διαφορά, τοκιζομένη, θα συνιστά υποχρέωσι του ιδιοκτήτη προς τον δήμο, θα καταβάλλεται αυτή όμως μόνον κατά την πώλησι του ακινήτου, ουδέποτε δε σε περιπτώσεις γονικής παροχής ή κληρονομίας, ούτως ώστε ουδέν ακίνητο να δημεύεται λόγω ΦΚΑ. Παραλλήλως, ως πρόσθετο μέτρο εξασφαλίσεως των δήμων, θα ενημερώνεται σχετικά το ΥΠΟΙΚ για την ως άνω διαφορά, όπου τοιαύτη παρουσιάζεται, ούτως ώστε αυτή να πληρώνεται απ’ τον υπόχρεο του φόρου εάν και εφ’ όσον μελλοντικά εισοδήματά του (είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο) επιτρέπουν (κατά τα ανωτέρω – βλ. παράγραφο a) την πληρωμή αυτή. Αντιθέτως, προς ενίσχυσιν των δήμων, αν η ως άνω προσαύξηση υπερβαίνει τον φόρο απ’ το Ψ ακίνητο, που θάχει προϋπολογίσει ο Χ δήμος, η διαφορά δεν θα επιστρέφεται στον ιδιοκτήτη του ακινήτου, θα συμψηφίζεται όμως με τυχόν μελλοντικές διαφορές, στις οποίες η προσαύξηση θα υπολείπεται του φόρου.

f. Το σύστημα αυτό (στο οποίο εν ευθέτω χρόνω ΄μπορούν κάλλιστα να ενταχθούν και τα δημοτικά τέλη επί φυσικών προσώπων) θάχει και τα εξής δύο πλεονεκτήματα: (1) Θα υποχρεώσει τους δήμους, σταδιακά, να συντάσσουν ισοσκελισμένους ετησίους προϋπολογισμούς, ειδικότερα δε, να μειώνουν τις δαπάνες των ώστε, ολίγο-πολύ, ν’ αντιστοιχούν αυτές στα πραγματικά συνήθη έσοδα, που θα λαμβάνουν διά του περιγραφέντος συστήματος. (2) Θα εθίσει δήμους και κεντρικό κράτος να συμφωνούν, ολίγο-πολύ, για τα ποσά χρηματοδοτήσεως των δήμων, ώστε κατόπιν το κεντρικό κράτος να προσαρμόζει αναλόγως τους συντελεστές προσαυξήσεως επί του φόρου εισοδήματος, κατά τα ανωτέρω, πάντα όμως στο πλαίσιο του ορίου, που αναφέρεται στην παράγραφο a.

g. Λόγω ελλείψεως εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, η υλοποίηση της προτάσεως ενδέχεται να μη ΄μπορεί να γίνει αμέσως, αλλά σε διάστημα 2-3 ετών, με σταδιακές πλην «ορατές» μειώσεις του ΕΝΦΙΑ κατά την περίοδο αυτή, που θ’ αναπληρώνωνται από (i) τις μειώσεις κρατικών δαπανών, (ii) την παράλληλη, λόγω μειώσεως του ΕΝΦΙΑ, αύξησι της οικονομικής δραστηριότητος σε οικοδομή και κτηματαγορά και των σχετικών φορολογικών εσόδων.

O κ. Νίκος Πειρουνάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος (Deree College).

HeliosPlus