H έναρξη μιας συζητήσεως, με πρωτοβουλία της κυβερνήσεως, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αν πρόκειται για πραγματική πρόθεση και όχι για προσχηματικό διάλογο, ήταν αναμενόμενο να φέρει και πάλι στο προσκήνιο, όπως και άλλοτε και πολλάκις, το περίπυστο πλέον ζήτημα των σχέσεων της Πολιτείας με την επικρατούσα θρησκεία.
Εν όψει του ζόφου για τις συνέπειες της ανακινήσεως τέτοιου θέματος από μια «αριστερή κυβέρνηση», η διοικούσα Εκκλησία επέλεξε προληπτική αντεπίθεση, όπως έπραξε και για το «ζήτημα των ταυτοτήτων», με κατά μέτωπο επίθεση για τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών έτσι ώστε να αναχαιτίσει εν τη γενέσει της κάθε κίνηση αλλαγής μιας διατυπωμένης από το 1844(!) συνταγματικής διατάξεως.
Λέγεται, και δεν διαφωνώ, ότι το σημαντικότερο πράγμα στην πολιτική είναι να υπάρξει ή να εξευρεθεί το κατάλληλο momentum για την εκδήλωση μιας πολιτικής πρωτοβουλίας. Φρονώ ότι η κατάλληλη ευκαιρία για οριστική ρύθμιση του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας παρουσιάστηκε κατά τη Μεταπολίτευση με την κατάρτιση του Συντάγματος 1975 και πέρασε, ίσως ανεπιστρεπτί.
Θυμίζω, περισσότερο για τους νεοτέρους, που δεν έχουν βιώσει ούτε διδαχθεί στο σχολείο την περίοδο εκείνη της ιστορίας μας, ότι αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση και αφού επιλύθηκε το πολιτειακό ζήτημα, η Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε συγκεντρώσει στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου 1974 ποσοστό 54,37% των ψήφων, που μεταφραζόταν σε 219 βουλευτές!
Μετά τις εκλογές είχαν κατατεθεί δύο σχέδια Συντάγματος από το κυβερνών κόμμα, το πρώτο στις 23.12.1974 και το οριστικό κυβερνητικό σχέδιο λίγο αργότερα. Και στα δύο αυτά σχέδια της κυβερνητικής πλειονοψηφίας η Παιδεία είχε ως σκοπό την «ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν, την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως και την διαμόρφωσιν ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών».
Κανείς λόγος δεν γινόταν, προφανώς, ούτε για θρησκευτική διαπαιδαγώγηση ούτε πολύ περισσότερο για ελληνορθόδοξη αγωγή, πράγματα που προστέθηκαν αργότερα για ψηφοθηρικούς καθαρώς λόγους, σε έναν απίθανο συναγωνισμό Νέας Δημοκρατίας και ΠαΣοΚ.
Στο στερεότυπο δε κείμενο του άρθρου που ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ήδη από το Σύνταγμα του 1844, είχε προστεθεί, μετά τη φράση «διοικείται υπό Ιεράς Συνόδου Αρχιερέων», «ως νόμος ορίζει», προοιωνίζοντας με τον τρόπο αυτόν παρέμβαση της Πολιτείας με τη σύνταξη Καταστατικού Νόμου.
Και αυτή ήταν η καλύτερη εκδοχή! Διότι το αντισχέδιο του ΠαΣοΚ, που είχε συντάξει επιτροπή υπό τον Κ. Σημίτη, προέβλεπε πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας και, ορθότατα, πλήρη αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας «κατά τους ιδικούς της εσωτερικούς κανονισμούς και κατά τις παραδόσεις της».
Στην πλευρά της Εκκλησίας τώρα, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πρόεδρος της Ι. Συνόδου ήταν ο Σεραφείμ (Τίκας), ο οποίος είχε μεν εκλεγεί από μια Σύνοδο «κανονικών» ιεραρχών, μετά την παραίτηση του Ιερώνυμου (Κοτσώνη), αλλά δεν έπαυε όλο αυτό το νομοκανονικό οικοδόμημα να στηρίζεται σε Συντακτική Πράξη (3/1974) της χούντας του ταξίαρχου Δ. Ιωαννίδη, αυτής που οδήγησε στην εθνική καταστροφή με την κατάληψη μεγάλου μέρους της Κύπρου.
Ο Σεραφείμ είχε βέβαια ορκίσει τον Καραμανλή ως πρόεδρο της κυβερνήσεως τη νύχτα τής 24.7.1974 ενώπιον του «Προέδρου της Δημοκρατίας» στρατηγού Φ. Γκιζίκη, διαπράττοντας μάλιστα και το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως διότι δεν είχε την άδεια του επιχώριου επισκόπου… Αλλά το κύριο μέλημά του την εποχή εκείνη, καθώς με άλλη Συντακτική Πράξη της δικτατορίας (7/1974), είχε ανοίξει και το θέμα των «ιερωνυμικών» μητροπολιτών που ταλάνισε την Εκκλησία ως τις ημέρες μας, ήταν η εξασφάλιση της προσωπικής του τύχης, όπως προκύπτει αδιαμφισβητήτως από διάταξη-φωτογραφία που περιλήφθηκε στο ΝΔ 87/1974 ώστε να διατηρεί τη Μητρόπολη Ιωαννίνων σε περίπτωση παραιτήσεώς του.
Συνεπώς εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή να διακριθούν σαφώς οι ρόλοι Πολιτείας και Εκκλησίας, ήδη στο Σύνταγμα, και να αφεθεί η Εκκλησία να ρυθμίζει τα του οίκου της, μη εμπλεκόμενη σε ζητήματα που αφορούν αποκλειστικώς το πεδίο ασκήσεως κυβερνητικής πολιτικής.
Δυστυχώς τα κομματικά μαγειρεία αναδιαμόρφωσαν τα σχέδια αυτά, προσέθεσαν δε στο βασικό άρθρο 3 Σ. μια νέα παράγραφο η οποία, αντί να διευκολύνει, δυσχεραίνει τελικώς τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εκτοτε, διαχρονικά και διακομματικά, επιχειρήθηκε μια πλειοδοσία μεταξύ των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα προκειμένου να αποκτήσουν την εύνοια της Εκκλησίας για ψηφοθηρικούς σκοπούς έτσι ώστε να δοθεί η εσφαλμένη εντύπωση πως η διοικούσα Εκκλησία μπορεί να συγκαθορίζει τους κανόνες που διέπουν τη δημόσια ζωή.
Μετά την αναδίπλωση ήδη και της «αριστερής κυβερνήσεως» στο ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών, πράγμα που καθιστά τους διακριτούς ρόλους ακόμη περισσότερο δυσδιάκριτους, επιβάλλεται ο περιορισμός των μυστικών διαβουλεύσεων Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού και η έναρξη ενός ευρύτατου δημόσιου διαλόγου, με νηφαλιότητα και ψυχραιμία, με σκοπό την εξεύρεση μόνιμης λύσεως στο σύνολο των σχετικών ζητημάτων που εκκρεμούν, προκειμένου να αποκλεισθούν, ένθεν κακείθεν, οι υπερβολές, ο φανατισμός και οι ιδεοληψίες.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ