Για μία ακόμη φορά η ελληνική οικογένεια καταμετρά τις δυνάμεις της. Καλείται στα γρήγορα να στεριώσει το σπίτι της που τρίζει παντού. Εξω μαίνεται η καταιγίδα και κάποιοι χτυπάνε νευρικά την πόρτα. Είναι τα παιδιά που επιστρέφουν κακήν κακώς. Η ανεργία και η αβεβαιότητα για το παραμικρό τα υποχρεώνει να ξαναγίνουν οικόσιτα και να κλειστούν εκεί απ’ όπου θέλησαν να απομακρυνθούν. Τους είχαν δοθεί υποσχέσεις ότι θα υπάρξουν ευκαιρίες, ότι οι σταδιοδρομίες τους θα πλησίαζαν τις κορυφές, ότι και στην περίπτωση ακόμα που μια επιλογή τους πήγαινε στραβά θα υπήρχαν τόσες άλλες για να διορθώσουν τη ζημιά. Ωσπου όλα αυτά έλαβαν τέλος με τον γνωστό παγκόσμιο πάταγο.
Ο κόσμος απεδείχθη αφερέγγυος και μάλιστα για εκείνους που είχαν περισσότερο ανάγκη να τον πιστέψουν. Οι νέοι ανοιγόκλεισαν αποσβολωμένοι τα μάτια τους. Υστερα τα χαμήλωσαν μέχρι να χωνέψουν το τι τους συνέβαινε. Κι έπειτα έριξαν πάλι το βλέμμα τους προς τα πίσω. Είδαν ότι το σπίτι μέσα στο οποίο μεγάλωσαν και έθρεψαν τις προσδοκίες τους ήταν πάντα εκεί κι ήταν σαν να τους περίμενε. Φαινόταν παρήγορο αυτό και από μιαν άποψη ήταν πράγματι. Από την άλλη, όμως, ακριβώς το ότι η οικογενειακή εστία έδειχνε να τους περιμένει τούς ενοχλούσε πολύ. Ηταν μια μορφή ταπείνωσης. Δεν θα ‘θελαν να ξαναπάρουν βοηθήματα από τους γονείς, να ξαναπέσουν στο χαρτζιλίκι μιας εφηβείας που νόμισαν ότι θα τερματιζόταν θριαμβευτικά με τον πρώτο μισθό μες στην τσέπη τους. Οι περιστάσεις τούς διέψευσαν. Οι μισθοί περικόπηκαν ή κόπηκαν εντελώς και οι ενήλικοι γόνοι υποχρεώνονται πλέον να παίξουν και πάλι τον ρόλο παιδιών. Με μία διαφορά όμως, πολύ σημαντική: ότι τώρα τα παιδιά, αν και μεγαλύτερα, φέρονται σαν πολύ μικρότερα. Γίνονται νήπια και εκπλήσσουν δυσάρεστα τους κηδεμόνες τους. Τι κάνουν τα νήπια; Το είχε συνοψίσει πριν από αιώνες ο Πλούταρχος: χαλάνε τον κόσμο όταν χάσουν ένα παιχνίδι γιατί τους φαίνεται πως άμα κάτι χαθεί τα πάντα χάνονται.
Ετσι και με τους στραπατσαρισμένους νεοσσούς του καιρού μας. Το ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα τους σημαδεύει σε όλη τους την ύπαρξη. Δεν είναι όμως άδικο για τη νιότη τους να την παραδίδουν ολόκληρη σε μια συγκυρία; Ούτε συζήτηση, βέβαια, ότι το φάσμα της φτώχειας τους κόβει τα γόνατα, είναι φυσικό και κατανοητό αυτό. Εκτός όμως από τα γόνατα υπάρχουν και οι κνήμες και οι μηροί και πιο πάνω ο εγκέφαλος με το βέλος της θέλησης μέσα του. Εκεί είναι το ζήτημα. Μήπως το βέλος είναι σπασμένο από πριν και το κουράγιο για να αρχίσει μια καινούργια προσπάθεια παραμένει λειψό;
Πράγματι οι ενδείξεις μαρτυρούν μια τέτοια τροπή. Ασφαλισμένη για μεγάλο διάστημα μέσα στο οικογενειακό κατάλυμα η νέα γενιά υπέστη μια ατροφία της θέλησης, ό,τι χειρότερο για τις σημερινές συνθήκες. Νιώθει δυσκολία στο να αντιδράσει εγκαίρως και ταυτόχρονα μια κρυφή ντροπή για την αβουλία της. Αυτή η ενδόμυχη σύγκρουση θα βρει τελικά μια διέξοδο: θα εξαπολυθεί επίθεση κατά των πιο κοντινών, των πιο οικείων, των πιο ανεκτικών. Οι γονείς θα δεχθούν απροσδόκητα πυρά: θα κατηγορηθούν από τα ίδια τα παιδιά τους ότι τα άφησαν μες στις ψευδαισθήσεις τους. Το φαινόμενο είναι συχνό. Την ίδια στιγμή που η νεολαία εισπράττει το επίδομά της ξεσπά εναντίον του πατέρα και της μάνας, αυτού του δικέφαλου ταμία που δεν παύει να πληρώνει. Καταλογίζουν στους προστάτες τους ότι δεν τους «προετοίμασαν» αρκετά. Ετσι λένε και μερικοί το φωνάζουν και πιο δυνατά σάμπως να κατήγγειλαν μια παλιά αμαρτία στην ανατροφή τους.
Εδώ όμως προκύπτει μια αντίφαση πολύ χτυπητή. Οταν κάποιοι γονείς επιχείρησαν να ειδοποιήσουν τους βλαστούς τους για τις πιθανές κακοτοπιές και να δώσουν οδηγίες που απέρρεαν από την προσωπική τους πείρα, η παρέμβασή τους απορρίφθηκε περιφρονητικά από τους μικρούς αρχάριους. Το θεώρησαν δείγμα απαράδεκτου πατερναλισμού. Προτιμούσαν να κινηθούν πιο ελεύθερα, πιο ακανόνιστα, έστω και με τίμημα κάποια σφάλματα. Αλλο πράγμα όμως το απλό σφάλμα και άλλο το στραβοπάτημα με κίνδυνο την κατακόρυφη πτώση. Εχοντας αποκρούσει την καθοδήγηση, ακόμη και την πιο διακριτική, οι νέοι έπεσαν απότομα στα πολύ χαμηλά. Αλλά θα πρέπει να πούμε πως δεν είναι οι κύριοι φταίχτες γι’ αυτό. Πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στην ευθύνη έχουν οι ίδιοι οι γονείς που έφθασαν στο σημείο να βρουν στο καθήκον τους (μιμούμενοι τα παιδιά τους) στοιχεία ενός εξουσιαστικού ελαττώματος. Το να ασκούν έλεγχο και πραγματική διεύθυνση το είδαν σαν υπόλειμμα αυταρχισμού από τα χρόνια του παππού και της γιαγιάς. Νόμισαν ότι για να αρέσουν στα παιδιά τους (δηλαδή, στην εποχή τους) έπρεπε να μην υποδεικνύουν τίποτα με επιμονή, να μην επεμβαίνουν παρά μόνο όταν το ποτήρι το γεμάτο με αταξίες και καπρίτσια θα ξεχείλιζε. Τώρα όμως δεν πρόκειται απλώς για ξεχείλισμα. Τα εξωτερικά τραντάγματα ήταν τόσο βίαια που τα ποτήρια έσπασαν και τα γυαλιά τινάχτηκαν ολόγυρα.
Η δουλειά που πρέπει να γίνει στο εξής είναι η παλιά και στερεότυπη: σκούπισμα, συγύρισμα, σταθερές κουβέντες, η συνεννόηση της ύστατης ώρας. Το να καθίσει και πάλι η φαμίλια γύρω από το τραπέζι είναι ένα δύσκολο τελετουργικό. Το κάνει ακόμη δυσκολότερο το γεγονός ότι δεν υπάρχει καρέκλα για να καθίσει κάποιος αρχηγός. Πώς όμως θα δοθεί η μάχη κατά του κοινού εχθρού όταν κανείς δεν δίνει το πρόσταγμα και όταν κανείς δεν ξέρει σε ποιον να υπακούσει;
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ