Αν και τις πληρώσαμε τόσο ακριβά, οι ανεύθυνες εύκολες αυταπάτες εξακολουθούν και κυριαρχούν στο δημόσιο βίο και στον πολιτικό λόγο της χώρας. Αντί να διδαχθούμε από την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει η τακτική του να κοροιδεύουμε τον εαυτό μας, αντιθέτως, τη συνεχίζουμε και την επεκτείνουμε σε ακόμα πιο επικίνδυνα πεδία, σε εξόφθαλμη δε αντίθεση με την πραγματικότητα.

Χθες, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέλοντας να απαντήσει στον Τούρκο ομόλογό του για τα όσα εκείνος είχε πει την περασμένη εβδομάδα αμφισβητώντας ανοιχτά και καθολικά τη Συνθήκη της Λωζάννης, δήλωσε μεταξύ άλλων και ότι «τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα σύνορα των κρατών-μελών όπως ορίζονται κυριάρχως από αυτά». Το είπε μιλώντας στην τελετή υποδοχής των λειψάνων των Ελλήνων πεσόντων στρατιωτικών στην Κύπρο που επέβαιναν στο ΝΟRATLAS. Ειπε επίσης ότι «είναι πλήγμα και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία να ανέχεται σε έδαφος κράτους-μέλους της -άρα σε Ευρωπαϊκό έδαφος- στρατεύματα κατοχής, να ανέχεται την ύπαρξη εγγυήσεων».

Τόσο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και οι πολιτικές ηγεσίες αυτού του τόπου οφείλουν επιτέλους να αντιληφθούν ότι το να λένε διαρκώς πράγματα που ακούγονται ωραία αλλά ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, δεν συνιστά προσφορά, αλλά, αντιθέτως, κίνδυνο. Οι αυταπάτες σε τέτοιες ειδικά συνθήκες, οδηγούν νομοτελειακά σε καταστροφές.

Πρώτον, η Ευρώπη έχει ήδη εμπράκτως μεταθέσει, εδώ και καιρό, τα σύνορά της δυτικά της Ελλάδας, χτίζοντας φράχτες και φράζοντας τις οδούς που συνδέουν τη χώρα μας μαζί της. Η ελληνική ηγεσία, πολιτειακή και πολιτική, το ανέχθηκε πλήρως, ενώ θα έπρεπε να έχει ξεσηκώσει θύελλα γι αυτή την αδιανόητη πρακτική που όχι απλώς δεν περιορίζεται αλλά επεκτείνεται και παγιοποιείται.

Δεύτερον, η Ευρώπη δεν είπε λέξη για τις τουρκικές αμφισβητήσεις στα ελληνικά ανατολικά σύνορα. Η μόνη χώρα που τοποθετήθηκε ήταν η Γερμανία για να δηλώσει επισήμως ότι δεν ανακατεύεται με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Όχι μόνον δεν έκανε ούτε καν υπαινιγμό για δήθεν ευρωπαικά σύνορα, αλλά, αντιθέτως, αποδέχθηκε αμέσως και νομιμοποίησε την πρόθεση της Τουρκίας να τα αμφισβητήσει. Το Βερολίνο είπε ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να μπει στη μέση, να πάρει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, επισφραγίζοντας ουσιαστικά την ύπαρξη διαφωνίας. Είπε μεν ότι όσον αφορά τη Γερμανία η Συνθήκη της Λωζάννης εξακολουθεί να ισχύει, αλλά αναγνώρισε ξεκάθαρα την τουρκική θέση ότι υπάρχει ανοιχτό κυριαρχικό ζήτημα, από τη στιγμή που δέχθηκε την ύπαρξη διμερούς διαφοράς επί της οποίας μάλιστα το Βερολίνο δηλώνει απολύτως ουδέτερο.

Τρίτον, την ίδια στιγμή, πάλι η Γερμανία επιχειρεί επίμονα να εξαιρέσει από το καθεστώς που προβλέπει η συμφωνία για το μεταναστευτικό τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, κάτι που, αν τελικά το πετύχει, θα συνιστά πάρα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο το οποίο η Αγκυρα ασφαλώς και επιτυχώς θα επικαλεστεί όταν θελήσει.

Τέταρτον, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κανείς που να πιστεύει ότι αν η Τουρκία προβεί σε επιθετικές πράξεις κατά της Ελλάδας, η Ευρώπη θα σπεύσει να αντιδράσει με τη λογική ότι απειλούνται ευρωπαικά σύνορα. Αυτά είναι παραμύθια της Χαλιμάς και το ξέρουν άπαντες. Το ζήσαμε στα Υμια, το βλέπουμε στο μεταναστευτικό, το ακούμε στις δηλώσεις ουδετερότητας, το ζούμε χρόνια τώρα με τις καθημερινές παραβιάσεις.

Πέμπτον, το να αναφέρει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ή όποιος άλλος, ως δήθεν πλήγμα για την «Ευρωπαική δημοκρατία» το στρατό κατοχής στην Κύπρο, είναι πέρα από τα όρια της υποκρισίας: ουδέποτε εδώ και σαράντα τόσα χρόνια η Ευρώπη ασχολήθηκε με αυτόν τον στρατό κατοχής, ουδέποτε επίσης θα ασχοληθεί και στο μέλλον.

Ας αφήσουμε επιτέλους τα παραμύθια κι ας καταλάβουμε ότι τα περί κοινών ευρωπαικών συνόρων υπάρχουν μόνον στη φαντασία μας και στην τάση μας να ελπίζουμε στα θαύματα και στη βοήθεια άλλων η οποία δεν πρόκειται ποτέ να έρθει.

Οφείλουμε επιτέλους να πάψουμε τις πλάνες και τα ψέματα και να αντιληφθούμε ότι αν θέλουμε να προστατεύσουμε τα σύνορά μας δεν θα το κάνει καμία Ευρώπη στη θέση μας. Αν είναι να το κάνει κάποιος, αυτός θα πρέπει να είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ουδείς άλλος.