Η πορεία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι άρρηκτα δεμένη με την ελευθερία του Τύπου. Οταν οι επαναστάτες ή μεταρρυθμιστές ανέτρεπαν δυναστείες ή τις υποχρέωναν να δεχθούν συντάγματα, απαραίτητα καθιέρωναν και την ελευθεροτυπία, δηλαδή τη δυνατότητα έκδοσης εντύπων (ιδιαίτερα εφημερίδων και βιβλίων) χωρίς προηγούμενη έγκριση των αρχών και χωρίς προηγούμενο έλεγχο του περιεχομένου τους. Οι πρώτες όμως οι εφημερίδες δεν απευθύνονται γενικώς στο κοινό, είναι όργανα ισχυρών πολιτικών προσώπων ή ομάδων (που τις χρηματοδοτούν κιόλας) και χρησιμεύουν για την ενημέρωση των φίλων και την αντιπαράθεση με τους αντιπάλους –στην ιστορία του Τύπου αυτή η φάση ονομάζεται «κομματικός Τύπος». Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εμφανίζεται σταδιακά ο «μαζικός Τύπος» που φθάνει να τυπώνει εκατομμύρια φύλλα καθημερινά –οπότε η πολιτική λειτουργία των εφημερίδων αλλάζει: αποδεσμεύονται από την άμεση πατρωνία των πολιτικών, γίνονται μεγάλες επιχειρήσεις και με τη μαζική κυκλοφορία τους μπορούν πλέον να επηρεάζουν τις απόψεις εκατομμυρίων ψηφοφόρων και όχι μόνο το λεπτό στρώμα της πολιτικής ελίτ.
Στην Ελλάδα έχουμε την ιδιομορφία ότι ο Τύπος παρέμεινε «κομματικός», δηλαδή εξαρτώμενος σε σημαντικό βαθμό οικονομικά από κόμματα και κυβερνήσεις, περίπου ως το 1990. Ακριβώς τότε που, με τον μετασχηματισμό των εφημερίδων σε μεγάλες επιχειρήσεις, η διαπλοκή εφημερίδων – κομμάτων τελείωνε, δημιουργήθηκε (από πολιτικούς) η θεωρία περί διαπλοκής εκδοτών – επιχειρηματιών με στόχο τους πολιτικούς και ψηφίστηκε ο νόμος περί «βασικού μετόχου» –για να αποδυναμώσει οικονομικά τα μέντια και να ξαναγυρίσει ο Τύπος στις κομματικές και κρατικές στρούγκες.
Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση, που εμφανίστηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, είχαν διαφορετική πορεία: ξεκίνησαν ως ψυχαγωγικά μέσα, μετέδιδαν μουσική, αθλητικούς αγώνες, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα. Σιγά-σιγά απέκτησαν ενημερωτικό και άρα πολιτικό χαρακτήρα. Στις περισσότερες χώρες της ταραγμένης Ευρώπης του Μεσοπολέμου, η ραδιοφωνία βρισκόταν υπό κρατικό έλεγχο, όπως και οι εφημερίδες 100-200 χρόνια νωρίτερα. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ξηλώθηκε σιγά-σιγά το κρατικό μονοπώλιο, εμφανίστηκαν οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί –στην Ελλάδα λίγο πριν από το 1990· η χώρα μας ήταν η τελευταία από όλες τις μη κομμουνιστικές ευρωπαϊκές χώρες που επέτρεψε τη λειτουργία ιδιωτικών σταθμών.
Αλλά οι έλληνες πολιτικοί δεν παραιτήθηκαν από την εξουσία που ασκούσαν στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα: το άρθρο 15 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τα σχετικά με αυτά, ξεκινά με την τρομερή φράση «Οι προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης». Και συνεχίζει: «H ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης».
Στο ίδιο άρθρο υπάρχουν διάφορα ηθικοπλαστικά για την «ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων», την «κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης» και την «πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας» αλλά η ουσία είναι μία: οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για τα μέσα επικοινωνίας μόνο επειδή αποτελούν εργαλεία του πολιτικού ανταγωνισμού. Καρφάκι δεν τους καίγεται για το αν οι ταινίες που παίζουν οι σταθμοί είναι βραβευμένες ή b-movies, αν οι σειρές είναι φτηνιάρικες, αν στα πρωινάδικα και στα μεσημεριανάδικα ξεμαλλιάζονται ή συζητούν. Τους ενδιαφέρει η δική τους προσωπική προβολή ώστε να ικανοποιούν τον ναρκισσισμό τους και να εξασφαλίζουν όχι μόνο ανώτερη θέση στο πολιτικό στερέωμα (αυτή κατακτάται πρωτίστως με τις εσωκομματικές ίντριγκες) αλλά και λάμψη. Τα κομματικά επιτελεία, βεβαίως, ενδιαφέρονται και για την προβολή του κόμματος ώστε να ενισχύσουν την εκλογική επιρροή του. Ολοι οι σταθμοί εκπέμπουν 24 ώρες το 24ωρο, οι πολιτικοί όμως νομοθετούν έχοντας στον νου τους τις 2-3 ώρες που διατίθενται για την πολιτική επικαιρότητα –και από ορισμένους σταθμούς μόνο.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις από το 1987 (που εμφανίστηκαν οι πρώτοι εκτός ΕΡΤ ραδιοφωνικοί σταθμοί) ως τα σήμερα δεν έδωσαν οριστικές άδειες λειτουργίας στους χιλιάδες ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που δημιουργήθηκαν. Για να τους «έχουν στο χέρι», φυσικά –και ψεύδεται ασύστολα η νυν κυβέρνηση όταν ισχυρίζεται, για να δικαιολογήσει τη δική της προσπάθεια να τους βάλει χέρι, πως η μη αδειοδότηση αποτελούσε εύνοια προς τους «διαπλεκόμενους καναλάρχες»: ποια επιχείρηση θα ήθελε ποτέ να λειτουργεί χωρίς άδεια και επομένως να μπορεί να εξαφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή το αποφάσιζε η πολιτική εξουσία, όπως συμβαίνει τώρα;
Αν εξαιρέσουμε (ίσως) τη Ρωσία του Πούτιν, την Ουγγαρία του Ορμπάν και την Τουρκία του Ερντογάν, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η πολιτική εξουσία να προσπαθεί απροκάλυπτα και με τόσο βίαιο τρόπο να ελέγξει τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, περιορίζοντας τον αριθμό τους και αναλαμβάνοντας η ίδια να αποφασίσει ποιοι θα εκπέμπουν. Οι παλιότεροι θυμούνται όμως ότι παρόμοια φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί κατά τη δεκαετία 1985-1995 με το σκάνδαλο Κοσκωτά και τις συγκρούσεις ποιος θα πρωτοπάρει άδεια ραδιοφώνου/τηλεόρασης. Εκείνη την εποχή, που πραγματικά μετρημένοι σταθμοί μπορούσαν να υπάρχουν λόγω της αναλογικής τεχνολογίας, δημιουργήθηκε το σημερινό δάσος. Σήμερα, που η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει ουσιαστικά τη δημιουργία αμέτρητων σταθμών, η κυβέρνηση ξυλεύει το δάσος στα μέτρα της.

Επικαλείται βεβαίως το Σύνταγμα, με τις θλιβερές για τις ελευθερίες μας διατάξεις ότι η ελευθεροτυπία ισχύει μόνο για τα έντυπα μέσα και ότι η ραδιοτηλεόραση υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους –διατάξεις που καμιά μεταπολιτευτική Βουλή δεν θέλησε να αλλάξει, παρά τις τέσσερις συνταγματικές αναθεωρήσεις. Στην εποχή που τα έντυπα μέσα σβήνουν, το Σύνταγμα προστατεύει αυτά και θέτει υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας τα ζωντανά –αν αναλογιστούμε μάλιστα πως το Ιντερνετ είναι «παρεμφερές» προς τη ραδιοτηλεόραση και όχι προς τα έντυπα, κυβέρνηση ακόμη πιο επιμελής στο γράμμα του Συντάγματος από την παρούσα, θα είχε βάλει χέρι και σε αυτό.

Δυστυχώς, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τα μέσα επικοινωνίας περιορίζοντας την ελευθερία του λόγου με πρόσχημα το Σύνταγμα, τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημαγωγική φροντίδα του για τους φτωχούς, που θα τους μοιράσει τα εκατομμύρια του πλειστηριασμού των τεσσάρων αδειών. Το πρόβλημα είναι πως οι ελληνικές πολιτικές ελίτ είναι απολυταρχικές –δεν εννοώ αντιδημοκρατικές, ευτυχώς σέβονται τις εκλογές ως διαδικασία ανάδειξης του κυρίαρχου· εννοώ ότι απαιτούν η κυριαρχία τους να επιβάλλεται παντού: στην οικονομία, στον πολιτισμό, στην κοινωνία των πολιτών γενικότερα –ακόμα και στον μόνο κρατικό θεσμό που θεωρητικά μπορεί να αντιπαρατεθεί στην πολιτική εξουσία, τη Δικαιοσύνη. Ο έλεγχος των μέσων επικοινωνίας μέσω του Συντάγματος δεν είναι παρά εκδήλωση αυτής της απολυταρχικής νοοτροπίας –για τούτο παρέμειναν αυτές οι ανελεύθερες διατάξεις στο Σύνταγμα και όχι επειδή ξεχάστηκαν.
Και τώρα η πιο απολυταρχική από όλες τις πολιτικές δυνάμεις –αυτή που θεοποιεί τη «λαϊκή κυριαρχία» για να θεοποιήσει το πολιτικό προσωπικό που την εκφράζει –εκμεταλλεύεται τις συνταγματικές διατάξεις για να επιβάλει τη δική της νέα ραδιοτηλεοπτική τάξη. Αλλά δεν υπολογίζει –όπως δεν υπολόγιζαν όσοι ενέταξαν και τα «περί βασικού μετόχου» στο Σύνταγμα με στόχο ξανά τον έλεγχο των μέσων –ότι η κυριαρχία της υπόκειται σε περιορισμούς στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και είτε κάποιο δικαστήριο εκεί, είτε κάποιος «κατώτερος υπάλληλος», θα ακυρώσει τους μεγαλομανείς εξουσιαστικούς σχεδιασμούς του κ. Παππά. Οπως ακριβώς έγινε και με τον «βασικό μέτοχο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ