Δεν μπορεί να υπήρξαν συγκριτικά χειρότεροι υποψήφιοι για την προεδρία των ΗΠΑ, αν εξαιρέσουμε την ταραχώδη εποχή του 1964 με τον Ρεπουμπλικάνο ακροδεξιό φανατικό ρατσιστή Μπάρι Γκολντγουότερ και τον ύποπτο για εμπλοκή στην δολοφονία Τζον Κένεντι, ήδη τότε Δημοκρατικό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον («Fuck your constitution!», ήταν η κομψότατη απάντησή του στον μακαρίτη Γ. Παπανδρέου). Αμφότεροι αποτέλεσαν ιδανικό ντουέτο ποιοτικού ξεπεσμού για μια χώρα η οποία επαίρονταν να αυτοαποκαλείται αυτάρεσκα «ηγέτες του ελευθέρου κόσμου», “Leaders of the free world”.

Κατά σύμπτωση, οι 2 για τις εκλογές του Νεμβρίου 2016 υποψήφιοι είναι και οι δύο αρκούντως αντιπαθείς: η Χίλαρι Κλίντον με το γλυκερό μειδίαμα μεγαλοαστής, και το προστατευτικό της ύφος προς όλους τους «underdogs πάμπτωχους και άστεγους. Και αφετέρου Ντίναλντ Τραμπ με την όχι ιδιαίτερα ελκυστική αγριοφωνάρα του, τα παραπέμποντα σε Μουσολίνι τεντωμένα χείλη του και τον χωρίς προηγούμενο ναρκισσισμό του (« Η ομορφιά μου είναι ότι είμαι πολύ πλούσιος!») .Σε βαθμό που πολλοί Δημοκράτες, αφενός, αλλά και Ρεπουμπλικάνοι αφετέρου, να δηλώνουν απερίφραστα ότι θα ψηφίσουν Χίλαρι Κλίντον ή, Ντόναλντ Τραμπ, αντίστοιχα, μολονότι δεν τους συμπαθούν . Σχετικά πρόσφατα(2015) κυκλοφόρησε το ευπώλητο βιβλίο του Ed Klein με τίτλο «Αντιπαθητική» («Unlikeable») που αποκαλύπτει πολλές άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας της Χίλαρι Κλίντον με το όχι τόσο λευκό πολιτικό «ποινικό μητρώο» εντιμότητας και άμεμπτα καθαρών συναλλαγών.

Τον τελευταίο καιρό πολλοί αναλυτές συγκρίνουν τον Τραμπ με τον Μπάρι Γκολγουότερ και σίγουρα υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσά τους:: ο έξαλλος φανατισμός , η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός και οι εν γένει ακραίες τους θέσεις.. Αλλά πέραν αυτού, είναι δύσκολο να συγκρίνεις δύο άνδρες που πολιτεύτηκαν σε ολότελα αντίθετα πολιτικο-ιστορικά χρονικά συγκείμενα: ο Γκολντγουότερ το 1964, όταν οργίαζε το φυλετικό μίσος και ο πρόεδρος Τζόνσον καλούσε το στρατό να επιβάλει την τάξη, ουδέ καθ’ύπνους θα έβλεπε κανείς το ενδεχόμενο εκλογής έγχρωμου προέδρου, όπως συνέβη πραγματικά με τον Μπαράκ Ομπάμα προ 8ετίας. Τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει, μολονότι ακόμα και σήμερα η αστυνομία σκοτώνει εν ψυχρώ μαύρους άοπλους, άνευ λόγου και αιτίας, συνήθως, ενώ οι αμερικανικές φυλακές φιλοξενούν έγχρωμους τροφίμους στη μεγάλη τους πλειονότητα.

Οργίαζε επίσης και ο έξαλλος αντικομουνισμός, την εποχή του ψυχρού πολέμου που τώρα έχει τεθεί στα αζήτητα προς απογοήτευση μερικών παλαιοσυντηρητικών που απώλεσαν την ιδεολογία τους . Οσο για τον Τράμπ δεν παύει να αναλύεται σε ύμνους για τον Πούτιν, τονίζοντας ότι είναι καλύτερος ηγέτης από τον Μπαράκ Ομπάμα, σε σημείο που να προκαλεί έντονη δυσανεξία σε Ουκρανούς, Γεωργιανούς και Βαλτικούς, μετανάστες στις ΗΠΑ που η πολύ σημαντική αριθμητική παρουσία τους σε εκατομμύρια ψηφοφόρων, ως αμερικανών πολιτών, όπως στο Μίτσιγκαν, στη Φιλαδέλφεια και αλλού, θα συνεπιφέρει μεγάλη απώλεια εκατομμυρίων ψήφων εις βάρος του Τραμπ.

1.Την Κλίντον την θυμόμαστε από την προεδρική επίσκεψη στην Αθήνα (Νοέμβρης 1999) όταν οργανώθηκε- μετά το λόγο του συζύγου της- μία μάζωξη κάπου στα βόρεια προάστια, προς τιμήν τής περί ης ο λόγος κυρίας , όπου ήπιαν τα τέια λέγοντας και αστέια, κάποιοι ελληνοαμερικανικοί κύκλοι στους οποίους εγένετο υπενθύμιση του γνωστού ήδη ευτυχούς γεγονότος : της απόφασης της κυρίας προέδρου να πολιτευθεί θέτοντας υποψηφιότητα για τη Γερουσία.

Μία άλλη εικόνα της που διατηρείται ανεξίτηλα στη μνήμη για να υπερτονίσει την αντιπαθητική πλευρά της, είναι όταν on camera και με περισσό στόμφο απεφάνθη, όταν έγινε ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ, ότι ο μακαρίτης Γιασέρ Αραφάτ «είναι ανάξιος για ηγέτης». Η δήλωσή της υπήρξε τουλάχιστον ατυχής, αν όχι ασεβής, γιατί εξέφραζε φανερή εμπάθεια κατά του Παλαιστίνιου ηγέτη, που αν μη τι άλλο αγωνιζόταν για το αυτονόητο: την ανακήρυξη της πολύπαθης Παλαιστίνης σε ανεξάρτητο κράτος.

Η Κλίντον είχε ήδη από το 1993 και προτού καν εισέλθει στη πολιτική ενεργά μια κάποια εμπλοκή στο πρόγραμμα «health care» (υγειονομική φροντίδα) και ετέθη από το σύζυγό της Πρόεδρο των ΗΠΑ επικεφαλής του «Task Force», του προγράμματος το οποίο εν τέλει κατέληξε σε αποτυχία, παρά τη δραστηριότητα που είχε αναπτύξει η Κλιντον. Τα λάθη στρατηγικής της (άργητα στην εφαρμογή του σχεδίου και αντιδράσεις από τους ίδιους τους Δημοκρατικούς) τα εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια οι Ρεπουμπλικάνοι και μέχρι σήμερα η Κλίντον εξοφλεί σε δόσεις το κόστος για το φιάσκο. .

Όμως ως ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ αγωνίστηκε για την αποκατάσταση του τρωθέντος γοήτρου των ΗΠΑ (Μπους-Ιράκ) χωρίς να επιτύχει τίποτε το ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Αντίθετα μάλιστα οι αδέξιοι χειρισμοί της οδήγησαν στην απώλεια τεσσάρων ζωών στη Βεγγάζη, όπου ο ένας από τους νεκρούς ήταν ο Αμερικανός πρέσβης στη Λιβύη. Η Κλίντον-ύστερα από κάποιες αμφιταλαντεύσεις και ψευδολογίες βρήκε τελικά το θάρρος να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για το ατυχές συμβάν. Παρόλα αυτά, με συνέπεια αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των παιδιών και το θέμα της ισότητας των δύο φύλων. Το οξύτατο πρόβλημα του ρατσισμού και της μεγάλης φτώχειας των Αφρικανών Αμερικανών τα αγνόησε όσο μπορούσε για ευνόητους λόγους

Η Κλίντον κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές με ένα μειονέκτημα. Ως ΗΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ, σε αντίθεση με τους Χένρι Κίσιγκερ, Τζέιμς Μπέικερ και Κοντολίζα Ράις, δεν υπήρξε ποτέ «υπουργός του Λευκού Οίκου», Ούτε υπήρξε η εξ απορρήτων συνεργάτιδα του Προέδρου, όπως συνέβη με την Κοντολίζα Ράις και τον Τζορτζ Μπους. Και ειδικότερα για τον ενεργό ρόλο του Κίσιγκερ υπάρχει μια χαριτωμένη γελοιογραφία στο «Newsweek». Ο Κίσιγκερ και ο Ρίτσαρντ Νίχον κατεβαίνουν την σκάλα ενός αεροπλάνου. Μπροστά ο Νίξον, πίσω ο Κίσιγκερ. Δύο «θεατές» βλέπουν και συνομιλούν: «Ποιος είναι ο τύπος μπροστά από τον Κίσιγκερ;» ρωτάει ο ένας . Ικανοί ΥΠ.ΕΞ. ενεργούσαν υπεύθυνα και εξ ιδίας πρωτοβουλίας ειδικότερα σε περιπτώσεις που οι Πρόεδροι αποδεικνύονταν «λίγοι» και αναποφάσιστοι. Η Χίλαρι, αντίθετα, υπήρξε μία μάλλον χαμηλών τόνων υπουργός που δεν μπόρεσε να επιβάλει δική της πολιτική γιατί δεν είχε πολιτική πείρα και αφετέρου την απασχολούσε πάντα το θέμα της υποψηφιότητας για την προεδρία, όπου εξ αντικειμένου δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανέναν.

Τελευταία έγινε πολύς λόγος για τη λιποθυμία της Κλίντον. Ο Τύπος εμφατικά επέμεινε στη διάγνωση του γιατρού της ότι έπασχε από πνευμονία. Αλλά το 2016 δεν είναι 1940 , όταν η πνευμονία αποτελούσε τον προθάλαμο της φυματίωσης των πνευμόνων και αυτή διαβατήριο για τα επέκεινα. Με αντιβίωση θεραπεύεται. Όμως ο Τύπος προχώρησε παραπέρα: Πάρκινσον; Αλτσχάιμερ; κ. ά. Τι θα γίνει αν χρειάζεται να πάρει σημαντικές αποφάσεις μία Αμερικανίς ασθενής ηγέτιδα; Ο Τραμπ «συντετριμμένος» της ευχήθηκε «περαστικά» αλλά οι φήμες, ακόμη και περί θανάτου της, κυριολεκτικά οργίασαν, μέχρι ότου επανεμφανίσθηκε στο show του Ζακ Γαληφιαννάκη!

2. Είναι γεγονός ότι και οι δύο υποψήφιοι στερούνται παντελώς οραμάτων. Ιδιαίτερα ο Τραμπ προφανώς αγνοεί το σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης «όραμα» γι ‘ αυτό και μπορεί να την παρασημασιολογήσει επικίνδυνα και κατά το δοκούν. Ισως για αυτό το λόγο ο αμερικανικός λαός να προκρίνει το μη χείρον ως βέλτιστον. Η Κλίντον έχει μια πολυετή θητεία ως δημόσιο πρόσωπο, ενώ ο Τραμπ είναι οικονομικός παράγων με πληθωρική και όχι ιδιαίτερα ευπρεπή παρουσία, ως μπιζνεσμαν. Αμφότεροι είναι συντηρητικοί, αλλά ο συντηρητισμός του Τραμπ δεν είναι όπως θα τον ήθελε ο μέσος συντηρητικός θρησκευόμενος Αμερικανός και πολιτικά ορθώς σκεπτόμενος.

Όταν ρώτήθηκε το Μάρτιο του 2003 αν επικροτεί την απόφαση Μπους για επίθεση κατά του Ιράκ η απάντησή του ήταν: «Θαρρώ πως ναι». Τώρα όμως διακηρύσσει urbi et orbi ότι εξαρχής ήταν κατά της εισβολής στο Ιράκ. Και αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση που λέει και ξελέει. Πολλές φορές οι δημοσιογράφοι τον διαψεύδουν αλλά αυτός ανταπαντάει ότι αρύεται τις πληροφορίες του από τις πολύτιμες πηγές του ιντερνέτ!

Το κατά κόρον επαναλαμβανόμενο λαϊκίστικο-πατριωτικό σλόγκαν του Τραμπ: « Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη» δεν φαίνεται να συγκινεί παρά μια μερίδα βετεράνων στρατιωτικών που έζησαν τους αμερικανικούς «θριάμβους» στη Κορέα, το Βιετνάμ και αλλού τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 αντίστοιχα.

Στο πρώτο debate (26/9/2016), η Η Κλίντον με το γλυκερό αυτάρεσκο μειδίαμα (που ενίοτε γενόταν γέλιο υπεροχής) κατάφερε «να βγάλει» όλον τον κακό εαυτό τού Τραμπ αναγκάζοντας τον να την διακόψει 51 φορές (17 τον διέκοψε αυτή). Ιπποτικά. ο Τραμπ δεν αναφέρθηκε στις σεξουαλικές περιπέτειες του συζύγου της Μπιλ σεβόμενος τη παρουσία στο debate της κόρης των Κλίντον Τσέλσι, Αν το έκανε δε θα κέρδιζε πόντους, αλλά θα εξετίθετο ο ίδιος. Τη χτύπησε ωστόσο στο θέμα της υγείας επιμένοντας ότι η Κλίντον δεν διαθέτει τη stamina (σθένος, ρώμη, σφρίγος, αντοχή) που απαιτεί ο προεδρικός ρόλος

Γενικά , η συζήτηση δεν διακρίθηκε για το υψηλό της επίπεδο και διόλου δεν δικαιολογεί το υπερ-θετικό επιφώνημα της Κλίντον «It was great!», αλλά όμως το διέκρινε η αμεσότητά του. Η Χίλαρι θέλοντας να παραδώσει μαθήματα άνεσης, χαλάρωσης και εγκαρδιότητας τον αποκαλούσε εξαρχής «Ντόναλντ» και ο Τραμπ εκών άκων αναγκάστηκε να την προσφωνήσει «¨Χίλαρι».

Στις 8 Νοεμβρίου ο αμερικανικός λαός θα κληθεί να επιλέξει μεταξύ μιας χρυσής μετριότητας και μιας ολόχρυσης χυδαιότητας που το ήμισυ σχεδόν των αμερικανών ψηφοφόρων τον θεωρεί great (!) Ούτε ο ένας, ούτε η άλλη μπορεί να αλλάξουν επί τα βελτίω τις ΗΠΑ και ένα είναι βέβαιο: ότι ο σώφρονας τωρινός πρόεδρος-άσχετα με τα όσα λάθη διέπραξε και άσχετα με το όσο υποχώρησε στις αξιώσεις της απεχθούς αμερικανικής ελίτ , που είναι πάντα πανίσχυρη- θα περάσει στην Ιστορία ως ένας πό τους καλύτερους προέδρους, που τόλμησε το κοινωνικό « Obamacare» που κάτι ανάλογο οι Κλίντον δεν μπόρεσαν. Θα λείψει πολύ από την αμερικανική πολιτική ο Ομπάμα και θα φύγει με μεγάλο ποσοστό αποδοχής. Γιατί διαθέτει πλεόνασμα αυτού που δεν διαθέτουν ούτε ο Τραμπ ούτε δυστυχώς η Χίλαρι: το χάρισμα του πολιτικού που είναι συμπαθής στο λαό.