Το παλιό αφεντικό της Αpple το κατάφερνε. Οταν μαζευόταν η οικογένεια Τζομπς για ροσμπίφ με κρούστα μυρωδικών και πατάτες, κανείς δεν τολμούσε να αφήσει κινητό ή tablet πάνω στο τραπέζι. Το ίδιο και οι περισσότεροι tech μηχανικοί και tech designers της Silicon Valley σήμερα, οι οποίοι στέλνουν τα παιδιά τους σε κάποιο σχολείο Waldorf (μια «αλυσίδα» εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ που έχει σουτάρει τους υπολογιστές από την τάξη). Το επιβεβαίωσα, μάλιστα, ιδίοις όμμασιν τον Αύγουστο που μας πέρασε. Ενας παιδικός φίλος μου, που τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου εργάζεται στην περιώνυμη Intel (των μικροτσίπ) στο Τέξας, ωθούσε με μανία τα δύο πιτσιρίκια του στις αθλοπαιδιές του ελληνικού καλοκαιριού (τα έβλεπα διαρκώς με κανό, μπάλες, ποδήλατα, πολυμελείς πιτσιρικοπαρέες κ.ο.κ., ούτε μία στιγμή «καλωδιωμένα»).
Κατά τα φαινόμενα, οι high-tech γονείς ξέρουν καλύτερα. Μάλλον μαθαίνουν πρώτοι από όλους τις έρευνες για τις εθιστικές παρενέργειες της νέας τεχνολογίας. Οπως αυτή του Πίτερ Γουαϊμπράου, επικεφαλής στο Resnick Neuropsychiatric Hospital του UCLA, ο οποίος έχει φτάσει να αποκαλεί τις οθόνες πάσης φύσεως «ηλεκτρονική κοκαΐνη» (οι κινέζοι συνάδελφοί του προτιμούν τον όρο «ψηφιακή ηρωίνη»). Πώς αλλιώς να κονταροχτυπηθείς με τις ορδές ανήλικων τζάνκι που περιδιαβάζουν τον πλανήτη; Γιατί κάποια στιγμή θα ενδώσεις, θα αγοράσεις και εσύ στο δικό σου τέκνο το smartphone ή το tablet για το οποίο σε ικετεύει από την πρώτη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά σας στο μαιευτήριο. Για όσους σπεύσουν να με κατηγορήσουν ως «τεχνοφοβική», παραθέτω ορισμένα στοιχεία της Αμερικανικής Παιδιατρικής Ακαδημίας (2013): τα παιδιά ηλικίας 8-10 ετών σπαταλούν 8 ώρες την ημέρα σε κάποιο ψηφιακό μέσο, οι έφηβοι 11 ώρες, ενώ 1 στα 3 «σπόρια» χρησιμοποιούν tablet ή smartphone προτού ακόμη μιλήσουν.
Η µαύρη αλήθεια είναι ότι τo low-tech parenting έχει τεράστιο ψυχικό κόστος. Τα παιδιά σου σε μισούν θανάσιμα κάθε φορά που τους απαγορεύεις ή τους περιορίζεις τη χρήση μιας συσκευής (στο μυαλό τους θα παραμείνεις ανεξίτηλα ένα λείψανο του αναλογικού μεσαίωνα), οι ενοχές σε καταδιώκουν («Μήπως τα αφήνω πίσω από την εποχή τους; Μήπως βάζω τον ψηφιακό αλφαβητισμό τους στον γύψο;»), ο ελεύθερος χρόνος σου συρρικνώνεται (γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι μία ώρα δική τους μπροστά στο tablet είναι μία δική σου επιπλέον ώρα ψυχικής υγείας), οι σχέσεις μέσα στο σπίτι διαρρηγνύονται (όταν, για παράδειγμα, αρνείσαι Κυριακή μεσημέρι σε μια έφηβο να πλοηγηθεί στο άνυδρο χιούμορ των εγχώριων YouTubers). Συν τη σφοδρή, υπόγεια αντιπαλότητα με εκείνους τους γονείς που σου αποδεικνύουν αδιαλείπτως πόσο media savvy είναι οι ίδιοι και πόσο αποφασισμένοι είναι να καταστήσουν εξίσου «ψαγμένα» και τα παιδιά τους. Εχω δει μωρά να «ναρκώνονται» μπροστά σε οθόνες smartphones για να φάνε τη φρουτόκρεμα, πεντάχρονα να καληνυχτίζουν τη μαμά τους με το χνουδωτό λαγουδάκι και το iPad υπό μάλης, μαμάδες που έχουν πλήρη επίγνωση ότι τη νύχτα που οι ίδιες κοιμούνται ο 13χρονος γιος τους παίζει games (ή πλοηγείται στο Pornhub) και μπαμπάδες που καμαρώνουν που τα οκτάχρονα δίδυμα έχουν ήδη «παράνομο» προφίλ στο Facebook.
Οπως, όµως, έγραφε προ καιρού η Αλεξάντρα Σάμιουελ στο περιοδικό «The Atlantic», υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος. Εκτός από τους γονείς που φρικάρουν με την υπερβολική δόση τεχνολογίας και την περιορίζουν (digital limiters) αλλά και εκείνους που την περιθάλπουν στα όρια της ασυδοσίας ή της παραμέλησης (digital enablers), υπάρχουν και εκείνοι που τολμούν να ακολουθήσουν τη μέση οδό της ενεργούς γονεϊκής συμμετοχής (τους αποκαλεί χαρακτηριστικά digital mentors, δηλαδή ψηφιακούς μέντορες). Παίρνεις απλώς απόφαση ότι τα παιδικά χρόνια είναι ψηφιακά και κάνεις τα πάντα για να εμπλακείς σε αυτά. Προσφέροντας βέβαια (όπως κάνεις και στην αμμοδόχο της παιδικής χαράς) καθοδήγηση, ενημέρωση, ασφάλεια. Μάλλον μπορείς και εσύ, όπως ο Στιβ Τζομπς, να αποσύρεις το tablet από το κυριακάτικο τραπέζι. Αρκεί να το επαναφέρεις όταν πρέπει. Και ασφαλώς να ξέρεις να το «παίζεις» –όπως ο γιος σου ή η κόρη σου –στα δάχτυλα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ