Είναι τολμηρή η απόφαση της διευθύντριας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Μαρίας Λαγογιάννη να εγκαταστήσει ένα σύγχρονο γλυπτό στον κήπο του Μουσείου, με την ευκαιρία των 150 χρόνων του. Οι «Προμαχώνες», το μεγάλο γλυπτό της Βένιας Δημητρακοπούλου, είναι ήδη εκεί, σε ένα από τα πλέον ευάλωτα σημεία της πόλης. Το γλυπτό, τρεις δίσκοι από ατσάλι με οδοντωτές απολήξεις, με διάμετρο 6 μέτρα ο καθένας, που ανοίγουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, δημιουργεί ήδη ένα περιβάλλον σε σχέση με το Μουσείο, κυρίως μέσα από τις αρχετυπικές συνδηλώσεις του. Αλλωστε «προμαχώνες» είναι οι πρώτες και καμιά φορά οι έσχατες επάλξεις. Το γλυπτό, ως έργο δημόσιου χώρου, έχει ήδη δοκιμαστεί στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς, όπου είχε εκτεθεί στο τέλος του 2014 και στις αρχές του 2015. Είχε εκεί δοκιμαστεί η σχέση του με το φυσικό φως, με το τεχνητό φως και το σκοτάδι, με τους φυσικούς ήχους και τον αέρα που το μετέτρεπε σε πνευστό μουσικό όργανο. Είχε επίσης δοκιμαστεί η σχέση του με τους ανθρώπους, ιδιαίτερα με τα παιδιά που έπαιζαν πάνω σ’ αυτό ή ανάμεσα στους ατσαλένιους δίσκους του. Εργο βαρύ, λόγω των υλικών του, που σου δημιουργεί όμως την πεποίθηση ότι ρέει, ότι κινείται.
Φυσικά ένα δημόσιο γλυπτό επιβάλλεται μέσα στον χρόνο. Το κύρος θα το δώσει τελικά ο χρόνος. Και βέβαια δεν θα λείψουν ο δημόσιος διάλογος, που είναι επιθυμητός από κάθε άποψη, και οι αντιδράσεις (καλοπροαίρετες ή κακοπροαίρετες, ιδιαίτερα από ανθρώπους που αισθάνονται «αποκλεισμένοι») όπως συμβαίνει με κάθε δημόσιο γλυπτό μνημειακού μεγέθους. Ας θυμηθούμε τον μεγάλο πόλεμο που είχε δεχθεί ο «Δρομέας» του Κώστα Βαρώτσου. Το γλυπτό έχει τελικά επιβληθεί ως τοπόσημο της Αθήνας. Απειρα είναι και τα διεθνή παραδείγματα (Ρίτσαρντ Σέρα, Μπυρέν κ.λπ.).
Το μεγάλο πρόβλημα του βανδαλισμού είναι δεδομένο. Είναι από τα μεγάλα προβλήματα της Αθήνας. Ο Δήμος Αθηναίων «μαζεύει» προτομές και άλλα έργα από τους δημόσιους χώρους περιμένοντας «ένα πειστικό σχέδιο αστυνόμευσης της πόλης». Αλλά αυτό είναι θέμα άλλης τάξεως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ