Κρίνουμε συνήθως το παρόν και το πρόσφατο παρελθόν μας με μεγάλη αυστηρότητα. Ξεχνούμε πολλά θετικά στοιχεία και επιτεύγματα και επιμένουμε στα αρνητικά. Σαν τίποτε να μην έχει γίνει ποτέ σωστό σε αυτόν τον τόπο, σαν να μην έχει τίποτε επιτευχθεί από το 1830 ως σήμερα. Τα τελευταία χρόνια η αυτοκριτική έχει πάρει διαστάσεις εθνικής μεμψιμοιρίας. Δεν είναι κακό αυτό που συμβαίνει, συμβάλλει και αυτό στην αυτογνωσία μας. Καλύτερο θα ήταν, ωστόσο, να κατανοήσουμε τους λόγους αυτής της γενικευτικής αυτοκαταδίκηςΩ και να την μετριάσουμε κάπως, χωρίς βέβαια να φτάσουμε στο άλλο άκρο, στην περιττή αυτο-ικανοποίηση.


Η αυτοκαταδίκη οφείλεται εν μέρει στη σύγκριση με πρότυπα εξιδανικευμένα και δυσπρόσιτα: πρότυπα ιστορικά, οι αρχαίοι ημών πρόγονοιΩ πρότυπα συγχρονικά, οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι. Η σύγκριση μας οδηγούσε και μας οδηγεί ακόμη σε αισθήματα ή συμπλέγματα μειονεξίας, κατωτερότητας.


Η άλλη όψη του νομίσματος είναι, φυσικά, το σύμπλεγμα ανωτερότητας: οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια όταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έχτιζαν Παρθενώνες ­ τέτοιες μεγαλαυχίες ακούστηκαν ως γνωστόν στο τέλος του 20ού αιώνα από υπουργό (συντηρητικής) ελληνικής κυβέρνησης απευθυνόμενο στους άσπλαγχνους ευρωπαίους εταίρους μας.


Αυτά τα συμπτώματα οδήγησαν, φυσικά, σε αντιφάσεις και έμμονες ιδέες. Το πρόβλημα είναι μάλιστα γενικό, αφορά σε ολόκληρη την κοινωνία μας και καλύπτει όλο το πολιτικό φάσμα, από την Αριστερά ως τη Δεξιά. Ο αριστερός εθνικισμός σχηματίζει την έμμονη ιδέα της ξενικής εξάρτησης. Ο αστικός εθνικισμός εγείρει το έμμονο ερώτημα αν «ανήκομεν ή δεν ανήκομεν εις την Δύσιν». Ο συντηρητικός, φυλετικός σοβινισμός εκφράζει την έμμονη φοβία για το «ανάδελφον έθνος» μας.


Δυσπρόσιτα πρότυπα, συμπλέγματα, έμμονες ιδέες, αυτοθαυμασμός που συγκρούεται με συνεχή και έντονη αυτοκριτική. Μέσα σε αυτό το αντιφατικό σύνολο ιδεών εξαπλώθηκε η άποψη ότι η κοινωνία μας διέρχεται σήμερα μια βαθιά κρίση. Αποψη οπωσδήποτε ορθή αλλά και επιπόλαιη, επιφανειακή. Γιατί η αίσθηση, η συνείδηση της κρίσης διατρέχει όλες τις δυτικές (τουλάχιστον) κοινωνίες: κρίση του συστήματος αξιών, των ιδεολογιών, της δημοκρατίας κ.ο.κ. Η κρίση δεν είναι, λοιπόν, ελληνική ιδιαιτερότητα. Παρ’ όλα αυτά, τείνουμε να παραβλέπουμε την καθολικότητα, την παγκοσμιότητά της, τα εισαγόμενα στοιχεία της και τις ευτυχείς εγχώριες εξαιρέσεις, να την βλέπουμε ως αποκλειστικά δικό μας πρόβλημα και να την αποδίδουμε, επομένως, σε δικά μας σφάλματα και σε δικές μας αδυναμίες, του παρόντος ή του παρελθόντος. Φυσικά και υπήρξαν σφάλματα και αδυναμίες. Φυσικά και υπάρχει ένα μέρος της κρίσης που σε αυτά οφείλεται και που σε μας μόνο αφορά. Η αναβίωση π.χ. του εθνικισμού, του σοβινισμού, του φυλετισμού είναι σχεδόν παγκόσμιο φαινόμενο. Η κάθε κοινωνία την βιώνει διαφορετικά και με διαφορετικούς τρόπους επιχειρεί να την αντιμετωπίσει. Η δική μας την βιώνει με περισσή εμπάθεια, δυστυχώς, και την αντιμετωπίζει με τρόπο παρορμητικό, πρόχειρο και ενίοτε καταστρεπτικό ­ νωπό είναι το παράδειγμα του μακεδονικού ζητήματος και των χαμένων ευκαιριών από τις τεράστιες μεταβολές στον βαλκανικό μας περίγυρο.


Υπάρχουν, όμως, και αντίστροφα παραδείγματα, πιο αισιόδοξα. Θα αναφέρω μόνο δύο που, μολονότι φαίνονται ίσως δευτερεύοντα, είναι πολύ σημαντικά για το μέλλον και ενδεικτικά: τη μεγάλη αύξηση της εγκληματικότητας και τη ραγδαία εξαθλίωση των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων. Είναι και αυτά σχεδόν παγκόσμια φαινόμενα, σύνδρομα γενικότατης κρίσης. Στην Ελλάδα, όμως, τα συμπτώματα αυτά παρουσιάζουν πολύ μικρότερη έξαρση. Οπως στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, έτσι και σήμερα, ο δείκτης εγκληματικότητας είναι συγκριτικά χαμηλός στην Ελλάδα. Και πιθανότατα συγκρατείται από πολλαπλούς ενδογενείς παράγοντες, όπως π.χ. η κατανομή του εκτός Αθηνών πληθυσμού σε συγκριτικά μικρές πόλειςΩ η ταξική και επαγγελματική διάρθρωση της κοινωνίαςΩ η δόμηση της οικογένειαςΩ το εγχώριο σύστημα αξιών κ.ο.κ. Ετσι και η μαζική περιθωριοποίηση είναι στην Ελλάδα εξαιρετικά περιορισμένη. Πιθανότατα για τους ίδιους λόγους και ακόμη επειδή ελέγχεται από πολλαπλές ασφαλιστικές δικλίδες, όπως π.χ. το ότι υπάρχουν πολλές συγκριτικά περιοχές που διατηρούν αγροτικά και ημι-αστικά χαρακτηριστικάΩ ή το ότι το πολιτικό και το κρατικό σύστημα έχει έντονη «προνοιακή» παράδοση που ναι μεν εξαντλείται σε «συντάξεις πείνας», π.χ., αλλά πάντως αποτρέπει την απόλυτη εξαθλίωση.


Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και άλλα παραδείγματα. Μου φαίνεται, όμως, ότι αρκούν τα δύο που μόλις αναφέρθηκανΩ επειδή, ακριβώς, αφορούν σε δύο προβλήματα πολύ σημαντικά για την εποχή μαςΩ αλλά και επειδή δείχνουν, εμμέσως, την περισσή αυστηρότητα με την οποία κρίνουμε τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας, το παρόν μας.


Η αυτοκριτική αυστηρότητα έχει και ιστορικές προεκτάσεις: με τον ίδιο τρόπο κρίνουμε και το παρελθόν μας. Και όμως, στη νεότερη ιστορία μας τα θετικά στοιχεία και τα επιτεύγματα υπάρχουν και είναι πολλά. Και είναι ακόμη σημαντικότερα αν σκεφτεί κανείς ότι η νεότερη Ελλάδα ως ενιαία οντότητα, κοινωνική, οικονομική και πολιτική, δημιουργήθηκε σχεδόν εκ του μηδενόςΩ και ότι αυτό έγινε μέσα σε μια ιστορικά βραχύτατη περίοδο, σε εκατόν εβδομήντα χρόνια, μόλις έξι – επτά γενιές. Από το μηδέν και μάλιστα από τις στάχτες ενός απελευθερωτικού πολέμου, που δεν άφησε τίποτε όρθιο στο άκρο αυτό της ελληνικής χερσονήσου, συγκροτήθηκε το ανεξάρτητο κράτος και η νεότερη ελληνική κοινωνία ­ ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν ελάχιστες στην Ευρώπη. Μόνο με μια συγκριτική προδιάθεση, λοιπόν, και μόνον έχοντας κατά νουν αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα το τι μπόρεσαν να οικοδομήσουν αυτές οι έξι – επτά γενιές, ξεκινώντας από αυτήν την αφετηρία.


Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια τέτοια αξιολόγησηΩ και αξίζει να την επιχειρήσουμε, ακροθιγώς έστω, σε δυο – τρεις επιφυλλίδες. Πριν προχωρήσω πάντως, ας μου επιτραπεί μια διευκρίνιση. Τα όσα ανέφερα σήμερα για το δύσκολο παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας ­ και όσα παρόμοια θα αναφέρω στο εξής ­ δεν τα προτείνω ως «δικαιολογίες» για τη σημερινή της κατάσταση. Δεν πρόκειται δηλαδή για τις συνήθεις εκλογικεύσεις που, προκειμένου να εξηγήσουν όλα ανεξαιρέτως τα δεινά του «αδικημένου λαού» ή του «αδικημένου έθνους», επικαλούνται διάφορους παράγοντες, συνήθως εξωγενείς και ανεξέλεγκτους: τη φτώχεια του τόπου και την εκμεταλλευτική πλουτοκρατία, την τουρκοκρατία και την ξενική εξάρτηση, την ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ, τα «ντόπια και ξένα μονοπώλια». Επικαλούμενος ορισμένες δύσκολες συνθήκες, αρχικές και επιγενόμενες, θα προσπαθήσω απλώς να διαγράψω ένα πλέγμα αιτίων το οποίο να εξηγεί εν μέρει τα σημερινά προβλήματα. Ετσι θα μπορέσουμε νομίζω να στηρίξουμε, επάνω σε μια ισορροπημένη κριτική του παρελθόντος, και την κρίση μας για το παρόν: χωρίς μεμψιμοιρία αλλά, ας μου επιτραπεί η επανάληψη, χωρίς επίσης να φτάσουμε στο άλλο άκρο: στην αυτο-ικανοποίηση, στην οποία αρκετά έχουμε διαπρέψει ως τώρα, στηριγμένοι στο «μεγαλείον της φυλής».


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.