Το Βήμα – The Project Syndicate
Ο απόηχος της μη αναμενόμενης ψήφου της Βρετανίας, τον περασμένο Ιούνιο, για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρακολουθείται στενά. Ολόκληρος ο κόσμος – κυρίως όμως η Ευρώπη – περιμένει να δει πως θα εξελιχθεί το Brexit, όχι μόνο για να διαχειριστεί συγκεκριμένες συνέπειές του αλλά και να αποκτήσει εμπειρία ως προς το τι είναι πιθανό να συμβεί αν προκύψουν και άλλες ψηφοφορίες υπέρ μίας εθνικιστικής ατζέντας. Αυτές οι ατζέντες σίγουρα έχουν επιστρέψει στην πολιτική ζωή. Στη Γερμανία, όπου θα διεξαχθούν γενικές εκλογές το 2017, η υποστήριξη προς το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είναι σε άνοδο, με το κόμμα να καταγράφει νίκες στις πρόσφατες τοπικές εκλογές.
Στη Γαλλία, η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, ελπίζει να ανεβάσει τον εθνικισμό στην εξουσία στις προεδρικές εκλογές του επόμενου χρόνου. Αυτή η τάση δεν εντοπίζεται μόνο στην Ευρώπη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, Ντόναλντ Τραμπ, δεσμεύθηκε να αυξήσει τους εμπορικούς δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα, να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό και να απαγορεύσει την είσοδο των Μουσουλμάνων στη χώρα. Ποιες θα είναι λοιπόν οι συνέπειες του εθνικισμού στην οικονομία; Κρίνοντας από το δημοψήφισμα για το Brexit, οι άμεσες συνέπειες θα είναι αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές και σοκ στην καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη. Αλλά αυτό μπορεί να δώσει τη θέση του γρήγορα σε μία οικονομική ηρεμία. Το πραγματικό ερώτημα είναι τί θα ακολουθήσει στη συνέχεια.
Η σημερινή ηρεμία στην Βρετανία είναι επισφαλής. Οι προβλέψεις πριν από το δημοψήφισμα ότι η ψήφος υπέρ του Brexit θα προκαλούσε σημαντικό οικονομικό πόνο και χρηματοπιστωτική αστάθεια είναι πιθανό ότι θα γίνουν πραγματικότητα. Η δριμύτητα των συνεπειών θα εξαρτηθούν από το πως οι βρετανοί και ευρωπαίοι εταίροι θα διαπραγματευθούν αυτό το διαζύγιο, ειδικά σε ό,τι αφορά το ελεύθερο εμπόριο και τους χρηματοπιστωτικούς ελέγχους. Αλλά προς το παρόν η αστάθεια παραμένει περιορισμένη. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην κυβέρνηση της νέας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, που υιοθέτησε μία σταδιακή προσέγγιση στη διαδικασία του Brexit. Η Τράπεζα της Αγγλίας επίσης βοήθησε με παροχή ρευστότητας στην οικονομία σχεδόν άμεσα. Επιπροσθέτως, καθησύχασε τους ενδιαφερόμενους ότι θα διατηρήσει την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα αποφύγει την αναταραχή που οι κακώς λειτουργούσες αγορές μπορεί να προκαλέσουν.
Η εγρήγορση της Τράπεζας της Αγγλίας έπεισε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μεταθέσουν τα σχέδιά τους για αλλαγή της συμπεριφοράς τους. Τώρα περιμένουν να δουν αν η Βρετανία θα διαπραγματευτεί ένα «ήπιο» ή «σκληρό» Brexit πριν προβούν σε οποιαδήποτε σημαντική κίνηση. Η ικανότητα της Βρετανίας να αποκαταστήσει το αίσθημα της ηρεμίας εν μέσω μίας αβεβαιότητας για το οικονομικό μέλλον της χώρας, αποδεικνύει το πώς με τη σωστή προσέγγιση, οι πολιτικοί δρώντες μπορούν να διαχειριστούν τα σοκ και τις εκπλήξεις. Αν οι ηγέτες της Βρετανίας είχαν βιαστεί να αποξηλώσουν παγιωμένα εμπορικά και οικονομικά συστήματα χωρίς να έχει αναπτυχθεί μία αξιόπιστη εναλλακτική, η κατάσταση θα ήταν πολύ πιο ασταθής.
Τώρα η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου τα πιο ευαίσθητα σημεία της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ να παραμείνουν μυστικά. όταν έρθει η ώρα να ανακοινωθούν αλλαγές, θα πρέπει αυτό να γίνει στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου προγράμματος αξιόπιστων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων που θα ευνοούν την ανάπτυξη για όλους και θα βελτιώνουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αλλά ακόμη και αν η κυβέρνηση της Μέι έχει κατά νου ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πλάνο, θα πρέπει να επιδείξει έναν βαθμό αντοχής και ευελιξίας μεγαλύτερο από ό,τι απαιτείτο από τους προκατόχους της, ώστε η μετάβαση να γίνει χωρίς η χώρα να βγει από τον δρόμο της ανάπτυξης και της σταθερότητας. Το ίδιο θα ίσχυε και για οποιαδήποτε εθνικιστική πολιτική μορφή ή κόμμα βρισκόταν στην εξουσία. Το ερώτημα είναι αν οποιοσδήποτε από υπόλοιπους θα ήταν ικανός να αναλάβει μία τόσο περίπλοκη πρόκληση.
Ο κ. Mohamed A. El-Erian είναι Αμερικανός επιχειρηματίας γαλλοαιγυπτιακής καταγωγής και επικεφαλής του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης ( «Global Development Council») του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα