Στην Ελλάδα ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας αποδίδει όλα τα δεινά του τόπου στις ακολουθούμενες «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές. Και όμως είμαστε η χώρα που έχει έρθει λιγότερο απ’ όλες τις άλλες ευρωπαϊκές αντιμέτωπη με τέτοιες πολιτικές. Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Κάτι πολύ ανησυχητικό συμβαίνει στην κοινωνία, αλλά τα «κεντροαριστερά επιτελεία» είναι απασχολημένα με παιχνιδάκια τύπου blame game ή επί το ελληνικότερο με το παιχνίδι του «μουντζούρη». Τα τελευταία ευρήματα της δημοσκόπησης της Κάπα Research («Το Βήμα», 11.9.2016) θα έπρεπε να είχαν ήδη ανησυχήσει αυτά τα επιτελεία. Αλλά πού…
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια κοινωνική ιδεολογία που τα αποτελέσματά της είναι τόσο οδυνηρά για τα κατώτερα στρώματα ώστε για να μπορέσει να επικρατήσει πολιτικά πρέπει πρώτα να επικρατήσει ιδεολογικά στα μεσοστρώματα. Οταν οι κοινωνίες προσφέρουν ευκαιρίες ανόδου στους μικρομεσαίους, τότε αυτοί αισθάνονται αλληλέγγυοι προς τους φτωχούς, οι οποίοι εξάλλου αποτελούν και τους πελάτες των προϊόντων και των υπηρεσιών τους. Οταν όμως οι ευκαιρίες περιορίζονται (λιτότητα), τότε τα μεσοστρώματα βλέπουν τα κατώτερα ως απειλή για την ευημερία τους. Οι φτωχοί ζουν από τη φορολόγησή μας, υποστηρίζουν. Μόνο τότε ο νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσεται πολιτικά και εκλογικά.
Μεταφερόμαστε για λίγο στη δεκαετία του ’70 στη Μεγάλη Βρετανία. Ο συντηρητικός Εντουαρντ Χιθ (1970-74) και οι Εργατικοί Χάρολντ Γουίλσον (1974-76) και Τζέιμς Κάλαχαν (1976-1979) είχαν να αντιμετωπίσουν πληθωρισμό 20%, αποβιομηχάνιση, πτώση των πραγματικών μισθών, συνεχή μπλακάουτ, ενεργειακή και πετρελαϊκή κρίση, εβδομάδες τριών εργάσιμων ημερών για εξοικονόμηση ενέργειας, απεργίες, συγκρούσεις εργατών με την αστυνομία, IRA, συνδικάτα και εργοδοτικές οργανώσεις που τα θέλουν όλα και δεν δίνουν τίποτα.
Ποιος απειλούνταν περισσότερο σ’ αυτό το κλίμα; Μα φυσικά η μεσαία τάξη. Ακριβώς τότε, στις στήλες των αναγνωστών στις εφημερίδες εμφανίζονται μια σειρά επιστολές γεμάτες «χολή» κατά του «κράτους εν κράτει» που ήσαν οι ανθρακωρύχοι, οι σιδηροδρομικοί, οι εργάτες γενικά, καθώς και οι δικαιούμενοι επιδομάτων, τα οποία πλήρωναν οι φορολογούμενοι εξασφαλίζοντας «άνετο καθισιό» στους τεμπέληδες της βρετανικής εύφορης κοιλάδας.
Η Θάτσερ και ο νεοφιλελευθερισμός θα παρέμεναν στο περιθώριο, όπως ήσαν πολιτικά οι θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, αν δεν γίνονταν πρώτα κυρίαρχες στη συνείδηση της μεσαίας τάξης, η οποία έβλεπε την κοινωνία των ίσων ευκαιριών να χάνεται γι’ αυτήν. Οταν οι θέσεις και οι ευκαιρίες είναι περιορισμένες, τότε στη θέση της ισότητας των ευκαιριών τοποθετείται το δόγμα «μόνο οι άξιοι». Σήμερα στο Διαδίκτυο –που είναι το διευρυμένο αντίστοιχο των προαναφερθεισών επιστολών στις εφημερίδες –η αξιοκρατία από αστική αξία μετατρέπεται σε αίτημα κοινωνικού δαρβινισμού.
Στην Ελλάδα, όπου κανένα κόμμα και κανένα κομματικό πρόγραμμα δεν είναι νεοφιλελεύθερα –ούτε φυσικά αυτό της ΝΔ, όπως διαπιστώσαμε και από την παρουσία του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ -, η δύναμη του νεοφιλελευθερισμού συγκεντρώνεται στους κόλπους της κοινωνίας. Στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούν δύο αντιλήψεις. Από τη μια ο ολισμός του ΣΥΡΙΖΑ (ολισμός σημαίνει ενοποίηση των εξουσιών αλλά όχι ακόμη ολοκληρωτισμός) όπου το ολικό κομματικό κράτος-πατέρας εγγυάται την «προστασία των δικών μας παιδιών». Από την άλλη, με αφορμή την κυβερνητική αμφισβήτηση της αριστείας και της αξιοκρατίας, διαμορφώνεται ένας κοινωνικός αυτοματισμός σύμφωνα με τον οποίο για όλα τα δεινά φταίνε όσοι δεν είναι «άριστοι», «μορφωμένοι», «ορθολογιστές». Οι δικοί μας «ανθρακωρύχοι και σιδηροδρομικοί» είναι οι «αμόρφωτοι και ανόητοι αριστεροί», οι «ανάξιοι τεμπέληδες του Δημοσίου», οι φτωχοί και οι μετανάστες.
Σύμφωνα με αυτόν τον κοινωνικό αυτοματισμό, όσοι δεν έχουν γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την κατάντια της χώρας και τη δική τους. Οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους αλλά και για τη φτώχεια γενικά. Γι’ αυτό η κοινωνία δεν τους οφείλει τίποτα. Οι άξιοι, οι υπεύθυνοι, όσοι κατορθώνουν να κάνουν καλές επιλογές, ανεξάρτητα του πώς το επιτυγχάνουν και τι επιπτώσεις έχει αυτή τους η «αξιοσύνη», δεν υποχρεούνται να διαθέσουν ούτε μία «δεκάρα» στην κοινωνία. Οσοι έκαναν σωστές επιλογές και πέτυχαν χάρη αυτών όχι μόνο δεν οφείλουν τίποτα στην κοινωνία αλλά και το να τους στερούν, μέσω της φορολογίας, τα οφέλη από τις επιλογές τους είναι κοινωνικά άδικο. Αυτό συν η ανεξέλεγκτη λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών (υπεροχή των μετόχων και των διευθυντών έναντι των ιδιοκτητών κα παραγωγών) είναι στην ουσία ο νεοφιλελευθερισμός και όχι γενικά και αόριστα οι αποκρατικοποιήσεις ή η ελευθερία των αγορών.
Οταν ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μειοψηφικό κίνημα, είχαν ρωτήσει τον Μίλτον Φρίντμαν, τον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, αν υπάρχει δυνατότητα ενός ποιοτικού δημόσιου τομέα χωρίς υψηλές δαπάνες. Αυτός είχε απαντήσει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν αν έβρισκαν «μια γάτα που θα γαβγίζει». Συμβαίνει το αντίθετο. Οταν η γάτα αρχίζει να γαβγίζει, τότε επικρατεί ο νεοφιλελευθερισμός.
Στην Ελλάδα η γάτα έχει αρχίσει ήδη να γαβγίζει. Χρειάζεται ένας εκπαιδευτής που θα τη μάθει πάλι να νιαουρίζει. Αυτός δεν μπορεί να είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της ολιστικής –και όχι γενικά της εθνολαϊκιστικής –Αριστεράς, ο οποίος είναι και ο κύριος αίτιος για τα καμώματά της. Αλλά για το αν γίνεται σοσιαλδημοκρατία ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα άλλο σημείωμα.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ