Ο ΒΑΡΒΑΡΟΣ φόνος του Πέτρου Κακουλλή καθώς και η πτώση, πριν από λίγες ημέρες, του τουρκικού αεροσκάφους στα ελληνικά ύδατα δείχνουν με δραματικό τρόπο πόσο πιθανή είναι μια πολεμική σύγκρουση με τη γείτονα χώρα ­ σύγκρουση που μπορεί να καταστεί ολέθρια για τη χώρα μας. Αυτά τα συμβάντα πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά στο κατά πόσον η σημερινή εξωτερική μας πολιτική έναντι της Τουρκίας μειώνει ή αυξάνει τους κινδύνους μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής σύρραξης.


Δεν υπάρχει αμφιβολία φυσικά πως για μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική χρειάζεται και ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός, το μάξιμουμ άνοιγμα της Ελλάδος προς τους συμμάχους μας. Χρειάζεται όμως και κάτι άλλο: χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως η συγκρότηση μιας ευέλικτης και έξυπνης εξωτερικής πολιτικής είναι μια συνεχής διαδικασία, μια συνεχής ανάλυση και επανεξέταση όχι μόνο των ραγδαία εξελισσομένων καταστάσεων, αλλά και των βασικών παραμέτρων πάνω στις οποίες στηρίζουμε τις εκάστοτε θέσεις μας. Με άλλα λόγια, στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο που ζούμε σήμερα, πέρα από τη στρατιωτική ισχύ και τη συμμαχική υποστήριξη, η αυτογνωσία και η συνεχής αυτοκριτική είναι μια τρίτη βασική προϋπόθεση επιτυχίας στον διπλωματικό χώρο.


Νομίζω πως η εξωτερική μας πολιτική πάσχει ιδιαίτερα στον τελευταίο αυτόν τομέα. Υπάρχει σαφώς η τάση να μετατρέπουμε δοξασίες και θέσεις που μπορεί να ήταν χρήσιμες στο παρελθόν σε σιδηρούς νόμους, σε δόγματα που κανένας δεν τολμά να αμφισβητήσει ­ ακόμη και όταν αυτές οι δοξασίες και θέσεις πηγαίνουν ενάντια και στην κοινή λογική και στα γενικά συμφέροντα της χώρας. Από τη σκοπιά του μη ειδικού, θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε δύο χώρους όπου η τάση «δογματοποίησης» είναι ιδιαίτερα εμφανής και όπου υπάρχει άμεση ανάγκη κριτικής ανάλυσης και αναθεώρησης των θέσεών μας, ιδίως αυτή τη στιγμή, όπου η άνοδος στην εξουσία του Κώστα Σημίτη τερμάτισε τη διεθνή απομόνωση της χώρας και άλλαξε προς το καλύτερο τις σχέσεις μας με τον έξω κόσμο.


Μια πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η απόρριψη της προσπάθειας μιας σφαιρικής διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών, διευθέτησης που θα συμπεριλάμβανε και την Κύπρο και το Αιγαίο. Η θέση αυτή βασίζεται στη λογική πως όσον αφορά το Αιγαίο η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να συζητήσει με την Τουρκία, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πάνω στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Ο διάλογος είναι δυνατός μόνο στο θέμα της Κύπρου, όπου η τουρκική εισβολή καταπάτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα του κυπριακού λαού.


Νομίζω πως στη σημερινή συγκυρία, όπου μετά τις αμερικανικές εκλογές θα υπάρξει προσπάθεια των ΗΠΑ για ολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, η θέση της αποσύνδεσης του Κυπριακού από το πρόβλημα του Αιγαίου ούτε στέκει λογικά ούτε προωθεί τα εθνικά μας συμφέροντα.


Αν δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά, γίνεται απόλυτα σαφές πως δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη (βλ. σε αυτό το θέμα Θ. Βερέμης και Θ. Κουλουμπής, Ελληνική εξωτερική πολιτική: προοπτικές και προβληματισμοί, Αθήνα: Σιδέρης, 1994).


Επιπλέον, είναι προφανές πως μερικά προβλήματα στον χώρο του Αιγαίου είναι άμεσα συνδεδεμένα με το θέμα της Κύπρου. Θα δώσω ένα παράδειγμα: η κυρία Τσιλέρ υποστήριξε πως αν η Ελλάδα επιμένει να παραπεμφθεί το θέμα των βραχονησίδων στο Διεθνές Δικαστήριο, θα πρέπει τότε να γίνει το ίδιο για το θέμα της στρατιωτικοποίησης από μέρους της Ελλάδας μιας σειράς νησιών στο Αιγαίο ­ πράγμα που παραβιάζει τη συνθήκη της Λωζάνης.


Ο Θεόδωρος Πάγκαλος αντέκρουσε τη θέση της Τσιλέρ, υποστηρίζοντας πως η στρατιωτικοποίηση των νήσων έγινε αναγκαία μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, σαν ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού.


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών έχει δίκιο, αλλά δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως η αποσύνδεση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο είναι λογικά αδύνατη. Γιατί δεν είναι δυνατόν να λέμε πως η στρατιωτικοποίηση των νήσων είναι αναγκαία λόγω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και συγχρόνως να υποστηρίζουμε πως τα δύο προβλήματα δεν συνδέονταιΩ ή ότι η Κύπρος είναι αυτόνομη χώρα και εμείς δεν μπορούμε να επεμβαίνουμε στα εσωτερικά της. Ολα αυτά είναι άκρως φορμαλιστικά επιχειρήματα που απλώς αποφεύγουν την ουσία του προβλήματος.


Αλλά πέρα από το παράλογο του πράγματος, η εμμονή αυτή στη στεγανοποίηση των δύο προβληματικών χώρων δεν μας συμφέρει. Γιατί αν ξεκινήσουμε με την πάγια θέση πως εμείς έχουμε απόλυτο δίκιο στο Αιγαίο, ενώ οι Τούρκοι έχουν απόλυτο άδικο στην Κύπρο και πως η μόνη δυνατή διαπραγμάτευση είναι στο πόσο θα υποχωρήσουν οι Τούρκοι στο Κυπριακό, τότε απλούστατα εξαφανίζουμε την πιθανότητα σοβαρής διαπραγμάτευσης και ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών μας με τη γείτονα χώρα. Σε αυτή την περίπτωση η επιλογή είναι ή ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος ή η διαιώνιση του σημερινού status quo, που και οδηγεί σε μια οικονομικά καταστροφική κούρσα εξοπλισμών και μακροχρόνια, για τους γνωστούς δημογραφικούς και γεωγραφικούς λόγους, λειτουργεί εις βάρος μας.


Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα πως πρέπει να επανεξετάσουμε σοβαρά τη θέση της αποσύνδεσης του Κυπριακού από το πρόβλημα του Αιγαίου. Μήπως ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσουμε τα σημερινά αδιέξοδα είναι η Ελλάδα να δώσει το μήνυμα πως αν η Τουρκία είναι υποχωρητική στο Κυπριακό (υποχώρηση στρατού κατοχής, παραχωρήσεις στο εδαφικό, παραδοχή της ένταξης μιας ενωμένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση), τότε και η χώρα μας θα ήταν πιο ελαστική στα θέματα του Αιγαίου; Νομίζω πως αυτή η προβληματική πρέπει να απασχολήσει σοβαρά αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την εξωτερική μας πολιτική.


Περνώ σε ένα θέμα που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο: την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να απορρίψει την τουρκική πρόταση για απευθείας διάλογο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο. Η απόφαση αυτή και παράλογη είναι και τελικά δεν μας βοηθάει καθόλου στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης υπέρ των θέσεών μας ­ αφού δίνουμε την εντύπωση στους συμμάχους μας πως διαλέγουμε τον δρόμο της αμυντικής περιχαράκωσης και της αδιαλλαξίας. Και πρόκειται πράγματι περί αμυντικής περιχαράκωσης και αδιαλλαξίας, που βασίζεται στον τελείως παρανοϊκό φόβο πως η αποδοχή διαλόγου σημαίνει loso facto σε υποχώρηση στα θέματα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.


Κατά τη γνώμη αυτή η φοβία είναι του ιδίου τύπου με τη φοβία που με αξιοθαύμαστη μαεστρία χρησιμοποίησε ο κ. Σαμαράς για να πείσει τον ελληνικό λαό πως η τυχόν αποδοχή της σύνθετης ονομασίας στο Σκοπιανό επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί τα επεκτατικά σχέδια των Σκοπίων. Στην περίπτωση του βόρειου γείτονα, ο λίγο – πολύ υποσυνείδητος συνειρμός είναι ότι μια τυχόν υποχώρηση στο θέμα της ονομασίας ανοίγει τον δρόμο για την κατάληψη της ελληνικής Μακεδονίας από τους Σκοπιανούς. Στην περίπτωση της Τουρκίας υπονοείται πως η τυχόν αποδοχή διαλόγου ανοίγει αυτόματα την πόρτα στη διαδικασία κατάληψης ελληνικών νησιών από τους Τούρκους!


Εδώ δεν είναι το πλαίσιο για να δώσω μια εξήγηση του καθαρά παρανοϊκού συνδρόμου που βρίσκεται στη βάση και της μιας και της άλλης δοξασίας (για μια εξήγηση βλ. Ν. Μουζέλης, Ο εθνικισμός στην ύστερη ανάπτυξη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1994, σελ. 35-52). Το μόνο που θέλω να πω εδώ είναι πως η αποδοχή διαλόγου με την Τουρκία όχι μόνο δεν συνεπάγεται καμία υποχώρηση, αλλά συγχρόνως μας ωφελεί ποικιλοτρόπως: δείχνουμε στους ξένους πως δεν φοβόμαστε τον διάλογο, ενώ συγχρόνως καθιστούμε την επιθετικότητα της τουρκικής κυβέρνησης πιο εμφανή και λιγότερο νόμιμη.


Οσο για την ιδέα πως η αποδοχή διαλόγου σημαίνει υποχώρηση, ερωτώ: η Τουρκία εδώ και δεκαετίες δεν απορρίπτει τον διάλογο για το Κυπριακό ­ χωρίς αυτή η αποδοχή διαλόγου να έχει οδηγήσει σε υποχώρηση από μέρους της; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί μια δική μας αποδοχή διαλόγου να οδηγήσει σε υποχώρηση ­ τη στιγμή μάλιστα όπου έχουμε το διεθνές δίκαιο με το μέρος μας; Γιατί μας πειράζει ένας διάλογος ­ ακόμη και αν αυτός ο διάλογος δεν οδηγήσει σε σοβαρές διαπραγματεύσεις;


Για να γίνω ακόμη πιο συγκεκριμένος, τη στιγμή όπου δεν είμαστε (και ούτε πρέπει να είμαστε) διατεθειμένοι να σταματήσουμε μια για πάντα τις τουρκικές παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας με τη χρήση των όπλωνΩ από τη στιγμή όπου απλώς αρκούμεθα σε λεκτικές διαμαρτυρίες, τότε με ποια λογική αρνούμεθα τον διάλογο; Πώς είναι δυνατόν να επαναπαυόμαστε στο ότι έχουμε το διεθνές δίκαιο με το μέρος μας και να περιμένουμε παθητικά οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί να «συνετίσουν» την Τουρκία; Γιατί είναι η στρουθοκαμηλική περιχαράκωση πίσω από το νομικό status quo πιο αποτελεσματική πολιτική για την αποφυγή ενός πολέμου από την αποδοχή του διαλόγου; Γιατί είναι ο διάλογος χειρότερη λύση από το να κοιτάμε με σταυρωμένα τα χέρια τον φόνο συμπατριωτών μας στην Κύπρο καθώς και την καθημερινή παραβίαση των συνόρων μας στο Αιγαίο ­ ελπίζοντας μοιρολατρικά πως κάποια στιγμή οι σύμμαχοί μας θα επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία (πράγμα που για γεωστρατηγικούς λόγους δεν πρόκειται να κάνουν);


Οσο για το επιχείρημα πως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διάλογος επειδή η τουρκική κυβέρνηση είναι «αναξιόπιστη» ή πολιτικά ασταθής, αυτό το επιχείρημα οδηγεί στο συμπέρασμα πως θα πρέπει να διακόψουμε κάθε προσπάθεια προσέγγισης με τη γείτονα χώρα ώσπου η κυβέρνησή της να πάψει να είναι αναξιόπιστη ή/και ασταθής. Με άλλα λόγια δηλαδή ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι!


Συμπερασματικά, νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και στο θέμα της αποσύνδεσης του Κυπριακού από το πρόβλημα του Αιγαίου και στο θέμα της απόρριψης του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Νομίζω πως και οι δύο παραπάνω θέσεις μας και αυξάνουν τις πιθανότητες μιας στρατιωτικής σύρραξης και σε τελική ανάλυση υποσκάπτουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.