Χασάπικο: διαλέγουµε το κρέας, το κάνουμε κιμά, το πληρώνουμε, παίρνουμε την απόδειξη, φεύγουμε. Υποδηματοπωλείο: επιλέγουμε μοντέλο, ζητάμε το νούμερο, κάνουμε πρόβα, πληρώνουμε, παίρνουμε την απόδειξη, φεύγουμε. Βιβλιοπωλείο: χαζεύουμε εξώφυλλο, διαβάζουμε οπισθόφυλλο, καταλήγουμε σε έναν τίτλο, πληρώνουμε, παίρνουμε την απόδειξη, φεύγουμε. Συμπέρασμα: ένα κιλό κιμάς είναι κάτι σαν μυθιστόρημα, εφόσον μιλάμε για εμπόριο.
Μπορούμε άραγε να κάνουμε διάκριση μεταξύ προϊόντων και να πούμε ότι κάποια είναι πιο απαραίτητα, πιο αναγκαία ή χρήζουν προστασίας; Σε μια τέτοια συζήτηση δεν θα ξεκινούσαμε από τα παπούτσια, αλλά από είδη πρώτης ανάγκης, από το ψωμί, το γάλα που κάποτε πωλούνταν με διατίμηση, με νόμο δηλαδή που καθόριζε τις τιμές. Με αυτή τη λογική θα διαλέγαμε τα πιο κρίσιμα, τις τροφές του σώματος και του μυαλού. Συμπέρασμα: το ψωμί είναι κάτι σαν το βιβλίο, εφόσον μιλάμε για τροφές.
Σας αρέσουν οι σοφιστείες; Μάλλον όχι. Για την ενιαία τιμή του βιβλίου έχουν γραφτεί χιλιάδες λέξεις για τον ανταγωνισμό, για την ελεύθερη αγορά, για την αυτορρύθμιση. Επιχειρήματα υπέρ, επιχειρήματα κατά. Πλην όμως το βιβλίο δεν είναι ούτε φορεματάκι, ούτε πατάτες, ούτε ψωμί. Το βιβλίο είναι πρωτίστως φορέας του άυλου, διακινητής των ιδεών, ένα ολόκληρο σύμπαν. Γι’ αυτό οι παραγωγοί και πωλητές του βιβλίου αναφέρονται στον υπουργό Πολιτισμού. Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι εκείνος που μπορεί να επαναφέρει την ωφέλιμη ρύθμιση βάσει της οποίας το καινούργιο βιβλίο πωλείται παντού στην ίδια τιμή, στο σουπερμάρκετ, στο ψιλικατζίδικο, στα είδη δώρων, στα παιχνιδάδικα, στα μαγαζιά με καλλυντικά και στον φυσικό του χώρο, το βιβλιοπωλείο.
Προκύπτει ένα θεµελιώδες ερώτηµα. Μπορεί άραγε ο Αριστείδης Μπαλτάς να πει στον αναγνώστη αν θα διαβάσει Λένα Μαντά ή Ελφρίντε Γέλινεκ; Μπορεί να πείσει κάποιον να διαβάσει ποίηση αντί για αστυνομικά μυθιστορήματα; Οχι, δεν μπορεί. Αντιθέτως, έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει τα βιβλιοπωλεία, τους αμιγείς χώρους πώλησης βιβλίων, όπου διατίθενται χιλιάδες τίτλοι, μια παρακαταθήκη γνώσης και μνήμης, όχι τα ευπώλητα της σεζόν. Μπορεί να προστατεύσει τα βιβλιοπωλεία επαναφέροντας την κοινή τιμή σε όλους τους χώρους πώλησης. Η τιμή ορίζεται από τον εκδότη και επιβάλλεται σε όλους τους διαθέτες για δύο χρόνια.
Ας δούμε πώς λειτουργεί η ελεύθερη αγορά. Η αλυσίδα βιβλιοπωλείων ζητεί από τον εκδότη να αγοράσει έναν τεράστιο αριθμό αντιτύπων με τεράστια έκπτωση. Φυσικό είναι το φρέσκο, εμπορικό βιβλίο να γίνεται ανάρπαστο όταν από κοντά έχει το φρέσκο iPhone. Κανείς δεν θα αγοράσει τον καινούργιο τίτλο από το κανονικό βιβλιοπωλείο που δεν μπορεί να πιέσει για έκπτωση τον εκδότη. Θα το πουλάει 30% πιο ακριβά, θα μπαίνουν λιγότεροι πελάτες και σταδιακά θα κλείσει ή θα μαραζώσει στην προσπάθεια να σταθεί έχοντας μόνο τον παλιό κατάλογο.
Αποσαφήνιση. Τα εμπορικά βιβλία είναι αυτά που τονώνουν την αγορά, τους εκδότες και τους εμπόρους. Αν όλη η ποσότητα διατίθεται από τις αλυσίδες, όλο το χρήμα συγκεντρώνεται σε καταστήματα που δεν συμβάλλουν σε μια παράδοση της ανάγνωσης, δεν έχουν έναν πλούτο μόρφωσης σε βάθος χρόνου. Αν ο υπουργός Πολιτισμού έκανε το γενναίο βήμα για την επαναφορά της ενιαίας τιμής, θα έπρεπε να βάλει στην ατζέντα ένα ηθικό ζήτημα, μια προφορική προϋπόθεση. Να μην εκμεταλλευτούν οι εκδότες την ευκαιρία για αισχροκέρδεια. Να δεσμευτούν ότι η τιμή, η ενιαία τιμή, θα είναι λογική. Δεν απαιτείται καθορισμός τιμής στα επίπεδα «το αφεντικό τρελάθηκε», αλλά μια αυτοσυγκράτηση.
Ο Μπαλτάς δεν έχει κανέναν τρόπο να επιβάλει στους εκδότες να επενδύσουν τα κέρδη από τα εμπορικά βιβλία σε λιγότερο εμπορικά, σε δύσκολα, σε σπάνια. Μπορεί, όμως, να προστατεύσει τα βιβλιοπωλεία. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε κάτι παραπάνω, ξέρει εκείνος…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Μια επιστολή του ΕΝΕΛΒΙ για το άρθρο της κυρίας Κέζα

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ