ΟΕθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος κατά την ιστορική ομιλία του στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 17 Μαΐου 1929 είπε: «Οταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμία παρανομίαν και έλθη το Συμβούλιο της Επικρατείας να της πει ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας διότι υπενθύμισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομεί».
Στην ίδια ιστορική συνεδρίαση ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, νομική και πολιτική προσωπικότητα με «ηθική ευθιξία και κατασταλαγμένη σοφία», εμφατικά έκλεισε την πεφωτισμένη ομιλία του λέγοντας: «Υπό το ανωτέρω πνεύμα, ανενδότως εργαζόμενοι, ελπίζομεν ότι θα δυνηθώμεν να αναγάγωμεν και να τηρήσωμεν το Ελληνικόν Συμβούλιον της Επικρατείας εις την εμπρέπουσαν περιωπήν, ικανοποιούντες τας μεγάλας όσω και ευλόγους προσδοκίας ας η Πολιτεία επ’ αυτού εστήριξεν».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις υπ’ αριθμόν 1901/2014 και 3914/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του έκρινε ότι «η χορήγηση των αδειών (τηλεοπτικών), ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθενται σε ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης».
Η άνω νομολογία του ΣτΕ συνιστά την ιστορικονομική μνήμη του άνω δικαστηρίου και είναι σχετικά πολύ πρόσφατη.

Το ΣτΕ ως σήμερα έχει αποδείξει με τις αποφάσεις του ότι είναι το ορμητήριο της συνταγματικής νομιμότητας στη χώρα μας. Είναι δυνατόν να ακυρώσουν οι σύμβουλοι Επικρατείας τους εαυτούς τους και μια παράδοση που ξεκινά από το 1929 για να ανατρέψουν την πρόσφατη ετυμηγορία τους περί της αντισυνταγματικότητας που γεννά η ενσυνείδητη αδρανοποίηση του ΕΣΡ από την κυβέρνηση κατά τη διαδικασία χορήγησης τηλεοπτικών αδειών;! Είναι πιθανόν ελάχιστοι σύμβουλοι που προσδοκούν θέσεις αντιπροέδρων να θέσουν θέμα υποτιθέμενου δημοσίου συμφέροντος λόγω του επιτευχθέντος υψηλού τιμήματος κατά τη διαγωνιστική διαδικασία. Πέρα από τα νομολογιακά δεδομένα του ΣτΕ, που δεν αφήνουν περιθώρια να ιαθεί η αντισυνταγματικότητα με «αντιβίωση» τυχόν επιτευχθέντα οικονομικά ανταλλάγματα, σοβαρές οικονομοτεχνικές μελέτες τεκμηριώνουν ότι οι απώλειες των δημοσίων εσόδων από τους σταθμούς που θα κλείσουν και τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες από το συγκεντρωθέν ποσό του πλειστηριασμού. Επιπλέον η χορήγηση π.χ. 10 τηλεοπτικών αδειών με τίμημα 25 εκατ. ευρώ για εκάστη άδεια, εφάπαξ καταβαλλόμενο συγχρόνως με την αδειοδότηση, επιτυγχάνει τους ίδιους δημοσιονομικούς στόχους, άμεσα και όχι με τον κίνδυνο της αβέβαιης αποπληρωμής των τμηματικών καταβολών του τιμήματος σε βάθος διετίας.

Το Σύνταγμα ιστορικοβουλητικά, συστηματικά και τελεολογικά προστατεύει απόλυτα την πολυφωνία και τον πλουραλισμό ως έννομα αγαθά που βρίσκονται στον πυρήνα μιας Πολιτείας Δικαίου. Η Ολομέλεια του ΣτΕ καλείται να απαντήσει δικαιοδοτικά αν κρίνει ότι υπηρετείται η συνταγματική αρχή της πολυφωνίας με 4 τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας σε μια χώρα 10.000.000 πολιτών. Οποιος επιχειρηματολογήσει ότι η πολυφωνία διασφαλίζεται περισσότερο με 4 παρά με 10 κανάλια θεσμοποιεί τον συνταγματικό παραλογισμό και διαστρέφει την κοινή λογική. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι κατά καιρούς επίδοξοι πραξικοπηματίες τους τηλεοπτικούς σταθμούς επιχειρούν να ελέγξουν πρώτα για να μπορέσουν σκλαβώνοντας την πολυφωνία και επιβάλλοντας την ουσιαστική αφωνία να εδραιώσουν τη συνταγματική εκτροπή. Το να διατυπώνουμε δημόσια τη γνώμη μας για αυτό το μείζον θεσμικό θέμα των ημερών είναι νομική και ηθική υποχρέωση και επ’ ουδενί συνιστά προσπάθεια επηρεασμού της ανεξάρτητης δικαστικής κρίσης (άλλωστε ο υπογράφων δικηγόρος δεν έχει αντικειμενικά τέτοια δυνατότητα ούτε τρέφεται με αυταπάτες).
Θέλω να ελπίζω, τολμώ να πιστεύω, ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος (όχι βέβαια προσωπικά, μην προκληθεί πανικός) θα «συγχαρεί» και θα «σφίξει» το χέρι του Νικόλαου Σακελλαρίου, προέδρου, και των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας «διότι με την απόφασή τους θα υπενθυμίσουν στην κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να παρανομεί». Ο δε Κωνσταντίνος Ρακτιβάν θα «αισθάνεται ηθικά δικαιωμένος» από τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας γιατί «ικανοποίησαν με την ετυμηγορία τους τας μεγάλας όσω και ευλόγους προσδοκίας ας η Πολιτεία (Δικαίου) έχει επί αυτών στηρίξει».
Ο κ. Μιχάλης Δημητρακόπουλος είναι δικηγόρος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ