Στα μέσα της εβδομάδας ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ πρότεινε«μια θετική ατζέντα»για τον επόμενο χρόνο προκειμένου, όπως είπε,«να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις και να δείξουμε στην Ευρώπη ότι μπορούμε να δράσουμε από κοινού». Δηλαδή, όπως και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Τουσκ είχε σε δραματικούς τόνους κάνει λίγες ημέρες νωρίτερα, παραδέχθηκε το μείζον αδιέξοδο της σημερινής Ευρώπης. Για την αντιμετώπισή του πρότεινετον άμεσοδιπλασιασμό της διάρκειας και των πόρων του προγράμματοςεπενδύσεων της ΕΕ στα 620 δισ. ευρώ ως το 2022, καθώς το χρέος και η ανεργίαέχουν πλέον εκτιναχθεί, φουσκώνοντας όλο και περισσότερο τις τάσεις απόσχισης, ευρωσκεπτικισμού και ροπής προς την Ακροδεξιά που έχουν αναπτυχθεί χωρίς προηγούμενο στα μεταπολεμικά χρονικά της Ευρώπης.
Καλά τα ωραία λόγια. Ομως όλα αυτά δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ουδέτερα, όπως και αυτή και άλλες ομιλίες ευρωπαίων αξιωματούχων επιμένουν να τα εμφανίζουν. Είναι αποτελέσματα πολιτικής επιλογής και επιβολής η οποία έχει συγκεκριμένη ταυτότητα: είναι η πολιτική του Βερολίνου, η οποία ήταν, είναι και θα παραμείνει αμετακίνητη –αν τελικά μετακινηθεί, αυτό θα συμβεί μόνο προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου η γερμανική κυβέρνηση να μπορέσει να ανασχέσει την ακροδεξιά επέλαση που ήδη καταγράφεται στη χώρα ως αποτέλεσμα της νέας συνείδησης ισχύος και υπεροχής που έχει παγιωθεί πλέον στη χώρα.
Οι ευρωβουλευτές χειροκρότησαν όρθιοι τον πρόεδρο της Επιτροπής όταν εκείνος έκλεισε την ομιλία του σε δραματικούς τόνους. Και έφυγαν από την αίθουσα αυτάρεσκα ευχαριστημένοι. Ολοι τους φυσικά γνωρίζουν ότι τίποτε από όλα αυτά δεν θα έχει το παραμικρό πραγματικό αντίκρισμα από τη στιγμή που το Βερολίνο δεν δέχεται καμία απολύτως συζήτηση προς την κατεύθυνση μιας άλλης πολιτικής. Η πλέον ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα δεν προτίθεται να κάνει βήμα πίσω από τη συνταγή που την έχει φέρει στη θέση ισχύος που σήμερα βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της ΕΕ: παρά τα τέρατα που γεννά, η Γερμανία δεν εγκαταλείπει τον προσανατολισμό της στις κατευθύνσεις που έχει χαράξει εδώ και πολλά χρόνια, επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η πρωτοφανής σημερινή συνειδητή, σχεδιασμένη ευρωπαϊκή ηγεμονία της.
Εν τω μεταξύ το χάσμα εξακολουθεί όχι απλώς να μεγαλώνει αλλά και να απλώνεται σε νέα πεδία αμφισβήτησης: οι συγκρουσιακότητες διευρύνονται διαρκώς, σε βαθμό που ο εγκλωβισμός είναι πλήρης και το αδιέξοδο διαγράφεται πια απόλυτο. Μα, δυστυχώς, ούτε καν τώρα που οι πάντες πλέον παραδέχονται το πρόβλημα (το οποίο όσοι επισήμαιναν παλιότερα στιγματίζονταν ως δήθεν λαϊκιστές και αντι-Ευρωπαίοι) τολμά κανείς να μιλήσει για την ουσία του…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ