Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που διάβασα σχετικά πρόσφατα είναι το «1915: O Εθνικός Διχασμός» του Γιώργου Μαυρογορδάτου. Παράλληλα, μεταφράζοντας από τα αγγλικά μια ενδιαφέρουσα βιογραφία του Ιωνα Δραγούμη, γραμμένη από τον εγκαταστημένο στις ΗΠΑ καθηγητή Ι. Μάζη, ήρθα και πάλι σε –έμμεση, έστω –επαφή με το βαρύ, σχεδόν δηλητηριασμένο, κλίμα εκείνης της εποχής.
Οταν, μικροί, ακούγαμε στο οικογενειακό τραπέζι πως ο θείος Χαράλαμπος με τον θείο Θόδωρο δεν αντάλλασσαν κουβέντα επί χρόνια επειδή ο ένας ήταν βενιζελικός ενώ ο άλλος βασιλικός, η στάση τους μας φαινόταν δείγμα ακραίας ξεροκεφαλιάς και εμπάθειας. Και όμως, όλα αυτά όχι μόνο συνέβησαν ακριβώς έτσι, αλλά και έριχναν βαριά τη σκιά τους στην πολιτική μας ζωή επί δεκαετίες. Αν κάποιος έλεγε το 1913 στους συμπατριώτες μας ότι τρία χρόνια αργότερα η Ελλάδα θα ήταν –κυριολεκτικά και μεταφορικά –κομμένη στα δύο, θα τον θεωρούσαν εντυπωσιοθήρα, τερατολόγο ή καταστροφολόγο. Να, όμως, που το 1916 άνθρωποι θα δολοφονηθούν στην Αθήνα από τους επίστρατους, στην Κατερίνη και στη Λαμία στρατιωτικές δυνάμεις της Αμυνας θα πολεμήσουν με φιλοκωνσταντινικές μονάδες, στη Χαλκιδική και στη Νάξο η καταστολή από τα στρατεύματα της Αμυνας θα είναι ανελέητη. Ακόμη και γάλλοι στρατιώτες θα πέσουν νεκροί κατά τη διάρκεια των Νοεμβριανών, ακριβώς έναν αιώνα πριν.
Σήμερα, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στα πράγματα, έχω όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι βαδίζουμε αργά αλλά σταθερά προς έναν («μίνι», έστω) νέο εθνικό διχασμό. Λέω «μίνι» γιατί, βέβαια, ούτε οι εποχές είναι συγκρίσιμες ούτε τα διακυβεύματα ανάλογα. Ωστόσο, κάθε μέρα που περνάει, βλέπω τη γραμμή που χωρίζει μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας από τους οπαδούς και τους συμπαθούντες της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου να βαθαίνει, να τείνει να γίνει ρήγμα, χάσμα, ίσως και βάραθρο. Ανθρωποι που γνωρίζονται τριάντα και σαράντα χρόνια έχουν πάψει να μιλάνε μεταξύ τους. Παρέες που έχουν πίσω τους μακρά διαδρομή διαλύονται ή «αραιώνουν». Το χάσμα δεν είναι πια μόνον πολιτικό. Τείνει να γίνει ευρύτερο και βαθύτερο, ακόμα και πολιτισμικό/αισθητικό. Ο Σπίρτζης και ο Κατρούγκαλος, ο Καρανίκας και ο Πολάκης, αποτελούν πρόκληση όχι μόνον από πολιτική άποψη.
Για να ελαφρύνω λίγο και το κλίμα, θα το πω και με όρους «κοινωνικών συναναστροφών». Ακόμα και στην πιο ανεπίσημη πρόσκληση στο σπίτι τους, πολλοί αποφεύγουν σήμερα επιμελώς να αναμείξουν συριζαίους και αντισυριζαίους. Υπάρχει κίνδυνος να φορτιστεί επικίνδυνα το κλίμα, με ανεπιθύμητες για όλους συνέπειες. Αυτό δεν γινόταν παλιότερα, παρά τις πάντα υπαρκτές κομματικές αντιπαραθέσεις. Μπορούσε, βρε αδελφέ, να αναμείξει κάποιος πασόκους και νεοδημοκράτες στους καλεσμένους του, χωρίς να φοβάται ότι θα σκυλοβριστούν ή θα μαλλιοτραβηχτούν μεταξύ τους.
Πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Ελα, ντε; Με όση νηφαλιότητα και ευθυκρισία μπορεί να διαθέτω από τη στιγμή που καταπιάνομαι με το συγκεκριμένο θέμα, θα έλεγα ότι η κύρια ευθύνη βαρύνει τη σημερινή συγκυβέρνηση. Θες η χωρίς ενδοιασμούς, ισοπεδωτική και στρεψόδικη αντιπολίτευση πουν άσκησαν οι Τσιπροκαμμένοι προκειμένου να ανέβουν στην εξουσία; Θες η πρωτοφανής αναντιστοιχία υποσχέσεων και πεπραγμένων (όλοι προεκλογικά έταζαν και κάτι παραπάνω, αλλά εδώ μιλάμε για την πιο ωμή εξαπάτηση του εκλογικού σώματος που μπορώ να θυμηθώ); Θες το θράσος και η έπαρση που χαρακτηρίζουν τις δηλώσεις και τις πράξεις των κυβερνητικών στελεχών; Θες το προκλητικό γεγονός της κυβερνητικής σύμπραξης κάποιων κατά δήλωσή τους αριστερών με ακροδεξιούς; Θες η αίσθηση ότι στην πίσω μεριά του μυαλού ορισμένων από τους κυβερνώντες (ή μήπως όχι και τόσο «πίσω»;) υπάρχουν ιδιαίτερα επικίνδυνες καθεστωτικές αντιλήψεις; Για όλους αυτούς τους λόγους, και άλλους πολλούς, όσοι είναι αντίθετοι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είναι απλώς «δυσαρεστημένοι». Είναι έξαλλοι μαζί της. Μάλιστα, ακόμα μεγαλύτερη είναι ίσως η αγανάκτηση εκείνων που, όπως η αφεντιά μου, επιμένουν να δηλώνουν αριστεροί –αν, βέβαια, αριστεροί εξακολουθούν να θεωρούνται όσοι διεκδικούν την ιδεολογική και πολιτική κληρονομιά του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου, και όχι όσοι επιδίδονται σε κάθε είδους καντρίλιες και κωλοτούμπες, στο πλαίσιο συνεχών παιχνιδιών εξουσίας (power games).
Για να επανέλθω, όμως, στον επαπειλούμενο διχασμό («μίνι» έστω, για να μη χάνουμε την αίσθηση των ιστορικών μεγεθών και διακυβευμάτων), το ερώτημα παραμένει. Πού πάμε; Πού θα βγάλει αυτή η κατάσταση; Θα επουλωθεί ποτέ το τραύμα που άνοιξε η ακόρεστη δίψα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να κυβερνήσουν, και κατ’ επέκταση η απόφασή τους να κρατήσουν πάση θυσία στα χέρια τους το πολιτικό λαχείο που τους έτυχε; Μήπως σε μερικές δεκαετίες θα λέμε κι εμείς στα εγγόνια μας ιστορίες για το πώς, από κει που σχεδόν κανείς δεν το περίμενε, η χώρα βρέθηκε μια μέρα διχασμένη; Ποιος ξέρει;
Χρειάζεται να κατέβουν οι τόνοι και από τις δυο πλευρές, λένε κάποιοι. Τι να πω; Μακάρι να μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Σε ό,τι με αφορά πάντως, θα προσπαθώ να δείχνω αυτοσυγκράτηση όταν ακούω, για παράδειγμα, ότι «η χώρα έχει μπει στον δρόμο της ανάπτυξης» (sic), μπας και έτσι συμβάλω, στο ελάχιστο που μου αναλογεί, στο να αποφύγουμε τα χειρότερα, αυτά τα οποία κάποτε ακούγαμε και δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε ότι συνέβησαν. Ετσι ή αλλιώς πάντως, αυτή η περίοδος της πολιτικής μας ιστορίας, η περίοδος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, φοβάμαι ότι θα αφήσει πίσω της βαθιά –ελπίζω όχι και μη επουλώσιμα –τραύματα.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ