Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής στο ομόσπονδο κρατίδιο Μεκλεμβούργο-Πομερανία της (Ανατολικής) Γερμανίας ένα κόμμα της εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην τοπική Βουλή. Το γεγονός ότι στην εκλογική περιφέρεια της καγκελαρίου Μέρκελ το AfD άφησε στην τρίτη θέση τους Χριστιανοδημοκράτες, σε συνδυασμό με το ότι όλα τα κόμματα από τους αριστερούς ριζοσπάστες (Die Linke) ως τους νεοναζιστές (NPD) είχαν σημαντικές απώλειες στα εκλογικά ποσοστά τους, επικαιροποίησε ένα ερώτημα που διατυπώνεται από καιρό: Πώς εξηγείται η ανοδική επιρροή των εθνικολαϊκιστών και η ελκυστικότητά τους σε ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους από εκείνους προπάντων που παραδοσιακά συγκαταλέγονται στη σταθερή πελατεία των συστημικών κομμάτων;
Οι απαντήσεις που δίνονται στο παραπάνω ερώτημα κινούνται συνήθως σε δύο κατευθύνσεις. Σε εκείνη, κατ’ αρχάς, που συνδέει την άνοδο της Ακρας Δεξιάς με συνθήκες οικονομικής κρίσης και ραγδαίες αλλαγές στο οικονομικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για αλλαγές που δημιουργούν «χαμένους», εκείνους δηλαδή οι οποίοι δεν μπορούν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα της αγοράς και στον αντίκτυπό της στην αγορά εργασίας.

Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, που συνδέθηκε με απώλειες θέσεων εργασίας και μείωση του κόστους τους στον αναπτυγμένο κόσμο, αλλά και με εξωχώρια μεταφορά τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, θεωρήθηκε η θρυαλλίδα για τη μεταστροφή των «χαμένων του εκσυγχρονισμού» (H.-G. Betz) από την Αριστερά στη λαϊκιστική Ακροδεξιά.

Ο «εργατολεπενισμός» (P. Perrineau, Ν. Μayer) υπήρξε ένα φαινόμενο που αναδείχθηκε στη δεκαετία του 1990, όταν ο αριθμός των «μπλε κολάρων» στη Γαλλία που ψήφιζε το Εθνικό Μέτωπο αυξανόταν δραματικά σε βάρος του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η τάση αυτή κάθε άλλο παρά έχει αντιστραφεί, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες κρατιδιακές εκλογές στη Γερμανία, οι προεδρικές εκλογές στην Αυστρία (2016) και οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία (2015), στις οποίες το 34%, το 86% και το 43% των εργατών αντιστοίχως ψήφισε ένα κόμμα ή έναν υποψήφιο της εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς.

Η οικονομική κρίση και οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ευρώπη αυξάνουν τη διασύνδεση της οικονομικο-κοινωνικής μεταβλητής με την εκλογική επιλογή· ωστόσο, αν κάτι γίνεται διακριτό στην κοινωνικο-δημογραφική ανάλυση της ψήφου είναι ότι η εκλογική επιρροή των ακροδεξιών κομμάτων διαχέεται –με εξαίρεση τις ισχυρότερες διαφοροποιήσεις βάσει του φύλου και του επιπέδου εκπαίδευσης των εκλογέων –αρκετά ισόρροπα στις επί μέρους κατηγορίες ψηφοφόρων.

Μια επόμενη κατεύθυνση εξηγητικών απαντήσεων όσον αφορά τις αιτίες ανόδου της Ακροδεξιάς συνδέει την εκλογική της απήχηση με τις εντεινόμενες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς τις χώρες της ΕΕ. Ιδίως η προσφυγική κρίση θεωρήθηκε ο βασικός παράγοντας που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τη μεταστροφή σημαντικού μέρους εκλογέων που ψήφιζε κυρίως δεξιά-συντηρητικά κόμματα σε εκείνα της εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς.

Τα τελευταία επιδίδονται σε μια έντονη αντιμεταναστευτική και ξενοφοβική ρητορική. Να σημειωθεί ωστόσο ότι η εκλογική τους απογείωση ήδη από τη δεκαετία του 1970/1980 προηγήθηκε της εγκατάστασης του μεταναστευτικού ζητήματος στις πρώτες θέσεις των διακυβευμάτων που συνθέτουν τη δημόσια ατζέντα. Επιπλέον, παρά την επικαιρότητα του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, τα εθνικολαϊκιστικά κόμματα δεν ψηφίζονται πρωτίστως για τις θέσεις τους στα ζητήματα πολιτικής που προβάλλουν.

Για να αναφερθούμε στο πλέον πρόσφατο παράδειγμα από την εκλογική ανάλυση, μόλις το1/4 των εκλογέων του AfD στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία δηλώνει ότι το ψήφισε για τις θέσεις που το κόμμα αυτό ανέδειξε προεκλογικά. Για να παραμείνουμε στη Γερμανία, παρότι ανοικτά ξενοφοβικές απόψεις είναι ανιχνεύσιμες στο 30% των εκλογέων της κυρίως στις περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας, αυτοί εντοπίζονται στους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων, ενώ ένα σημαντικό τμήμα εκλογέων με ακροδεξιές αντιλήψεις έχει πάψει πια να μετέχει στις εκλογές.

Οι προαναφερθείσες κατευθύνσεις επισημαίνουν πτυχές από το εκλογικό success story της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Τα κομμάτια αυτού του παζλ που εξηγούν την άνοδό της δεν δένουν μεταξύ τους αν δεν λάβουμε υπόψη τι συνιστά τη συγκολλητική τους ουσία. Τα κόμματα της εθνικολαϊκιστικής Ακροδεξιάς κερδίζουν σε επιρροή στρεφόμενα πάντα εναντίον κάποιων άλλων: των προσφύγων και μεταναστών σήμερα, των κοινωνικών και εθνικών «αποβλήτων» παλαιότερα. Το στυλ της ρητορικής τους έχει μεγαλύτερη σημασία από το περιεχόμενο του λόγου τους.

Αν κάτι διακρίνει τον χώρο του εθνικολαϊκισμού είναι η προσπάθεια να υπερθεματίζει στους φόβους και στην ανασφάλεια των πολιτών, να δικαιώνει αισθήματα απογοήτευσης και απειλής, να επιτείνει την αίσθηση αποξένωσης από την πολιτική σκηνή. Δεν είναι τυχαίο ότι η κατ’ εξοχήν κατηγορία πολιτών στην οποία τα ακροδεξιά κόμματα έχουν ιδιαίτερη απήχηση είναι εκείνη όσων απέχουν από το εκλογικό γίγνεσθαι αλλά και όσων χρησιμοποιούν την ψήφο τους ως έκφραση διαμαρτυρίας: στις πρόσφατες κρατιδιακές εκλογές στη Γερμανία το 1/3 των εκλογέων του AfD προήλθε από τους συστηματικά απέχοντες, ενώ τα 2/3 των ψηφοφόρων του το επέλεξαν ως καθαρή έκφραση διαμαρτυρίας.

Η αντιμεταναστευτική ρητορική της Ακροδεξιάς έχει απήχηση στους ψηφοφόρους όχι μόνο γιατί αυτοί έγιναν πιο ξενοφοβικοί, μια τάση που δεν είναι αδιακρίτως γενικεύσιμη, αλλά κυρίως διότι έγιναν πιο ανασφαλείς στο οικονομικό και στο πολιτισμικό επίπεδο. Η Ακροδεξιά επιτείνει συστηματικά τα αισθήματα εγκατάλειψης των πολιτών από τα συστημικά κόμματα και θα κερδίζει όσο τα τελευταία αδυνατούν να πείσουν τους εκλογείς ότι δεν θέλουν μόνο την ψήφο τους αλλά τους νοιάζονται πραγματικά, ενώ οι αδύναμοι και οι ξένοι «δεν αρπάζουν κάτι από αυτό που στους ίδιους αναλογεί» (Ι. Σούλτσε, «Τα Νέα», 5.9.2016).
*Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ