Ενδιαφέρεται κανείς σοβαρά και ολοκληρωμένα για την Ευρώπη στην Ελλάδα, καθώς από αύριο ανοίγει ουσιαστικά η νέα, πλέον δύσκολη και κρίσιμη περίοδος στη μεταπολεμική ιστορία της; Ανοίγει με δύο κεντρικά γεγονότα: την ομιλία του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για την «κατάσταση της Ενωσης» (State of the Union) την Τετάρτη 14/9 και, κυρίως, τη διάσκεψη κορυφής των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (χωρίς τη συμμετοχή της Βρετανίας) στις 16/9 στην Μπρατισλάβα όπου θα επιχειρήσουν να διαμορφώσουν μια στρατηγική για την πορεία/μέλλον της Ενωσης μετά το Brexit (χωρίς ομολογουμένως μεγάλες προσδοκίες).
Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις διαγράφονται αυτή τη στιγμή για το μέλλον της ΕΕ που αντιστοιχούν σχηματικά σε τρεις ενότητες πολιτικών δυνάμεων:

Η πρώτη προσέγγιση
υποστηρίζει ουσιαστικά τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την αντιστροφή της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (disintegration) με ολική επιστροφή στο εθνικό κράτος. Προπαγανδίζεται ανοιχτά από τις εθνολαϊκιστικές δυνάμεις των άκρων, κυρίως της Ακροδεξιάς. Για τις δυνάμεις αυτές η απόφαση για το Brexit έδειξε την «αντιστρεψιμότητα» (reversibility) της ενοποιητικής διαδικασίας και επομένως το γεγονός αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για το αποφασιστικό τελικό χτύπημα στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα». Στη λογική αυτή ακροδεξιά κόμματα σε Γαλλία, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία κ.α. υποστηρίζουν τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την έξοδο των χωρών από την Ευρωπαϊκή Ενωση και επιτάχυνση της διαδικασίας αποολοκλήρωσης της Ευρώπης. Βεβαίως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δυνάμεις αυτές θα έλθουν τελικά σε θέσεις εξουσίας ικανές να επιβάλουν αποφάσεις. Εξαίρεση ίσως αποτελέσει η Ιταλία, η χώρα-μεγάλος πονοκέφαλος για την Ενωση γενικά αυτή τη στιγμή.

Η δεύτερη προσέγγιση
προτείνει ουσιαστικά το πάγωμα της ενοποιητικής διαδικασίας για το ορατό μέλλον. Υποστηρίζεται από την πλειονότητα των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση περιλαμβανομένης και της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι το δημοψήφισμα για το Brexit επιβάλλει μια μεγάλη περίοδο περισυλλογής πριν αναληφθούν οποιεσδήποτε νέες ενοποιητικές πρωτοβουλίες. Χωρίς αμφιβολία η στάση της Μέρκελ υπαγορεύεται από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση (Σεπτέμβριος 2017) και τις ανακατατάξεις που καταγράφονται στο εκλογικό σώμα (άνοδος του ευρωσκεπτικιστικού AFD – Εναλλακτική για τη Γερμανία). Υπαγορεύεται όμως και από την αρνητική στάση άλλων συντηρητικών δυνάμεων ή χωρών (ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, Πολωνία, Ουγγαρία κ.ά.) να στηρίξουν πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η τρίτη προσέγγιση
είναι αυτή της επιτάχυνσης / εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προωθείται από μεγάλη κατηγορία αριστερών/ σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς αλλά και τον προερχόμενο από τον συντηρητικό χώρο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ καθώς και τους φιλελεύθερους (Γκι Φερχόφσταντ). Οι δυνάμεις αυτές θέλουν να αξιοποιήσουν την απόφαση για Brexit ως ευκαιρία για την προώθηση της ενοποίησης, προβάλλοντας τρία κεντρικά επιχειρήματα για τη θέση αυτή: α) Τα προβλήματα, κρίσεις και προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη (Προσφυγικό, ανάπτυξης, απασχόλησης, τρομοκρατίας, περιφερειακής αστάθειας κ.ά.) δεν μπορούν να επιλυθούν παρά με «περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη» και όχι με «λιγότερη Ευρώπη» ή επιστροφή στο εθνικό κράτος. β) Η ευρωζώνη (ΟΝΕ) όπως έχει σήμερα δεν είναι βιώσιμη (sustainable). Εάν δεν προχωρήσει η ολοκλήρωσή της με δημοσιονομική ένωση, οικονομική ένωση και τελικά πολιτική ένωση, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει. γ) Το ενδεχόμενο πάγωμα της ενοποιητικής διαδικασίας θα οδηγήσει στην de facto απαξίωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με χώρες-μέλη αρνούμενες να εφαρμόσουν το δίκαιο και πολιτικές της (όπως ήδη έχει αρχίσει και συμβαίνει) και τελικά στην αποολοκλήρωση.

Στο υπόβαθρο των επιχειρημάτων αυτών βρίσκεται η εκτίμηση ότι η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού οφείλεται βασικώς στην αδυναμία της ΕΕ να επιλύσει καθημερινά προβλήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας, καθώς δεν διαθέτει τις απαιτούμενες «ικανότητες» (capabilities) και πολιτικές για τον σκοπό αυτόν. Θα πρέπει επομένως να τις αποκτήσει μέσω της εμβάθυνσης της ενοποίησης που μπορεί τελικά να προσλάβει τον χαρακτήρα και ενός «νέου ευρωπαϊκού συμβολαίου».

Είναι σαφές ότι η επιτάχυνση/εμβάθυνση συνιστά την πλέον συνεκτική και ολοκληρωμένη προσέγγιση. Ωστόσο η υλοποίησή της απαιτεί ευρύτερες συναινέσεις που δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθούν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ενωση θα πρέπει να αφεθεί «να σέρνεται» (muddling through). Μια στρατηγική δύο σταδίων θα μπορούσε να ξεπεράσει τα εμπόδια. Στο πρώτο, άμεσο στάδιο να προωθηθεί δέσμη ενοποιητικών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο των υφιστάμενων Συνθηκών, οι οποίες προσφέρουν τεράστια αναξιοποίητα περιθώρια. Σε ένα δεύτερο, περισσότερο φιλόδοξο στάδιο και αφού κλείσει ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος (σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία κ.λπ.), μπορεί να επιχειρηθεί συνολική αναθεώρηση των Συνθηκών με τελικό στόχο την πολιτική ένωση. Το πιθανότερο ωστόσο είναι το σχέδιο αυτό να μην μπορέσει να υλοποιηθεί με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών. Ετσι η προώθηση της ολοκλήρωσης με ευέλικτα, διαφοροποιημένα σχήματα (δύο πόλων/ταχυτήτων) θα καταστεί αναπόφευκτη.
Σε μεγάλο βαθμό η μοίρα της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αδύναμη Ευρωπαϊκή Ενωση σημαίνει εξ ορισμού αδύναμη Ελλάδα και το αντίθετο. Επομένως οι προοπτικές της Ευρώπης ενδιαφέρουν πρώτα απ’ όλα τη χώρα μας. Ενδιαφέρουν όμως σοβαρά και την κυβέρνηση ή κάποιον άλλον (πέρα από το πρόγραμμα διάσωσης); Δεν το νομίζω. Διαφορετικά θα είχε διατυπωθεί και κάποιο σχετικό σχέδιο.
*Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ