Και ξαφνικά ξαναζώ τις αφανείς μέρες των πρώτων αβέβαιων βημάτων μου στη δημοσιογραφία, καθώς υπήρξα επίζηλος αποδέκτης της εμπεριστατωμένης βιογραφίας του αείμνηστου Δημήτρη Λαμπράκη «για τα χρόνια πριν από το «Ελεύθερον Βήμα»», όπως ενημέρωνε ο σεμνός τίτλος του. Πολύτιμο, πόνημα της ακόμα σεμνότερης δημοσιογράφου και εκδότριας, πρώτης θυγατέρας του, κυρίας Λένας Σαββίδη σε συνεργασία με την κυρία Θεώνη Ζερβού και ερέθισμα για εμένα να καταθέσω ένα δείγμα εκτυφλωτικής λάμψης για μια, νομίζω, εντελώς αφανή πτυχή της πολυσύνθετης αυτής προσωπικότητας που σφράγισε καθοδηγητικά και τη δική μου ταπεινή πορεία στη δημοσιογραφία και στη ζωή.
Αρχάριος και άμισθος συντάκτης του «Βήματος» (1954), διαπίστωσα ένα βράδυ ότι σχεδόν δεν έβλεπα από το αριστερό μάτι. Αναστατωμένος προσέφυγα στον αείμνηστο Αθανάσιο Κανελλόπουλο, δίπλα στον οποίο δοκιμαζόμουν ως βοηθός. Ημουν ανασφάλιστος και πένης. Και εκείνος, χωρίς δισταγμό, απευθύνθηκε στον Δημήτρη Λαμπράκη, τον Μεγάλο, όπως αποκαλούσαν τότε τον εκδότη του Συγκροτήματος. Μολονότι εκείνος αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή μου, με κάλεσε αμέσως στο γραφείο του και έτσι γνώρισα ξαφνικά έναν επίγειο άγγελο, παρά την ξερακιανή φυσιογνωμία ενός λεβεντόγερου Κρητικού.

Μόλις άκουσε τι μου συνέβαινε επικοινώνησε αμέσως τηλεφωνικά με τον διασημότερο τότε οφθαλμίατρο, τον Ι. Χαραμή, και του ζήτησε: «Θα τον εξετάσεις σαν να πρόκειται για μένα, θα του δώσεις την αγωγή που θα απαιτούσες από μένα και τον λογαριασμό σε μένα». Διαπιστώθηκε επικείμενη αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς με κίνδυνο ανήκεστης βλάβης. Ο Χαραμής μου έδωσε πολυσύνθετη προληπτική θεραπευτική αγωγή για τις πιθανότερες αιτίες, απευθύνοντάς μου την καίρια ερώτηση, που με έχει έκτοτε σώσει σε μείζονα προβλήματα υγείας: «Πότε διαπίστωσες, παιδί μου, ότι δεν βλέπεις;». «Απόψε στις τρεις τη νύχτα» ήταν η απάντησή μου. Και η σωτήρια ανταπάντηση: «Στην πολύχρονη σταδιοδρομία μου είσαι ο πρώτος ασθενής μου που με ενημέρωσε αμέσως. Γι’ αυτό ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά». Και πήγαν χάρις και στη σχεδόν απίστευτη συνέχεια. Ενημέρωσα αμέσως τον Δ. Λαμπράκη, όπως μου ζήτησε, για τις πολυδάπανες εξετάσεις και την προληπτική αγωγή, στην οποία μου ήταν αδύνατον να ανταποκριθώ.

Ο Μεγάλος έδωσε εντολή στη γραμματέα του: «Πες στον φαρμακοποιό μου να με χρεώσει όλα τα φάρμακα και ενέσεις, κλείσε ραντεβού με τους γιατρούς μου για τις αναγκαίες εξετάσεις». Και απευθυνόμενος σε εμένα: «Πάρε και αυτά (και μου έδωσε ένα μάτσο χαρτονομίσματα) και κάνε ό,τι πρέπει. Και εγώ είμαι εδώ». Εμβρόντητος, δακρυσμένος, ψέλλισα κάποια ευχαριστώ, και έτσι σώθηκε η όρασή μου. Εναν χρόνο μετά ο σωτήρας μου έφυγε για πάντα.

Αυτόν τον Καλό Σαμαρείτη γνώρισα και στο πρόσωπο του άξιου διαδόχου του, Χρήστου Λαμπράκη, στα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχθηκε η υγεία μου από τα 45 μου. Επί χρόνια πλήρωνε τους καλύτερους γιατρούς και νοσοκομεία στην Ελλάδα και στο Λονδίνο, όπως άλλωστε και για κάθε άλλον ασθενούντα του Συγκροτήματος. Αφανώς και αποκρούοντας κάθε εκδήλωση ευγνωμοσύνης. Μια άγνωστη πτυχή της σπάνιας προσωπικότητας πατέρα και γιου, που δίπλα τους ευτύχησα να γνωρίσω πόσο καλός είναι ο άνθρωπος όταν είναι άνθρωπος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ