ΙΣΩΣ η πιο σημαντική εκσυγχρονιστική κίνηση της νέας κυβέρνησης Σημίτη είναι η ανάθεση του υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στον Αλέκο Παπαδόπουλο. Οπως έδειξε η θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών, ο κ. Παπαδόπουλος δεν έχει μόνο διοικητικές ικανότητες αλλά και το θάρρος να παίρνει δύσκολες, μη δημοφιλείς αποφάσεις. Στον χώρο της διοικητικής μεταρρύθμισης τέτοιο θάρρος χρειάζεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Οπως έχω υποστηρίξει πολλές φορές από αυτές τις στήλες, η πρωταρχική αιτία για την οπισθοδρόμηση της χώρας δεν είναι ούτε οι ξένες δυνάμεις ούτε το μεγάλο κεφάλαιο ούτε ο «άστατος χαρακτήρας του Νεοέλληνα»Ω είναι μάλλον η δομή και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ο γιγαντισμός, η γραφειοκρατική παραλυσία, η διάχυτη διαφθορά και τα περίφημα κυκλώματα γραφειοκρατικών, κομματικών και ιδιωτικών συμφερόντων έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση όπου το κράτος, αντί να βοηθάει την ανάπτυξη, τη δημοκρατία, την κοινωνική προκοπή και την πολιτισμική πρόοδο, είναι ο κύριος εχθρός όλων αυτών των στόχων. Από αυτή τη σκοπιά έχει απόλυτο δίκιο ο Πρωθυπουργός όταν δηλώνει πως καμία άλλη μεταρρύθμιση δεν είναι δυνατή αν δεν αλλάξει πρώτα η δημόσια διοίκηση.


Ο Αλέκος Παπαδόπουλος από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τα νέα καθήκοντά του δήλωσε πως έχει σκοπό να επιβάλει ουσιαστικές αλλαγές, μη διστάζοντας να πάρει αποφάσεις που θα εναντιώνονται σε διάφορα κεκτημένα συμφέροντα εντός και εκτός της δημόσιας διοίκησης. Αυτό που πρέπει να τονιστεί από την αρχή όμως είναι πως το έργο μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης είναι κυριολεκτικά τιτάνιο, αν σκεφθεί κανείς πως οι δυσλειτουργίες της κρατικής μηχανής ξεκίνησαν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και χειροτέρευσαν δραματικά στη μεταπολίτευση ­ περίοδο που είχαμε τη ραγδαία μαζικοποίηση της πολιτικής, χωρίς αυτή η διαδικασία να συνδεθεί με τον εκδημοκρατισμό των κομμάτων και την ορθολογικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Πράγματι η μαζικοποίηση σε ένα πολιτικό πλαίσιο όπου η πελατειακή νοοτροπία και ο λαϊκισμός ανθούσαν σήμαινε την εξάπλωση, συστηματοποίηση και διευρυμένη αναπαραγωγή της λογικής του ρουσφετιού και της μίζας.


Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση που κυριολεκτικά στραγγαλίζει τον δυναμισμό της χώρας δεν αρκούν μερικά νομοθετικά διατάγματα ­ όσο ριζικά και αν είναι. Ενας βασικός λόγος που οι προηγούμενες προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης απέτυχαν (από την εποχή της περίφημης επιτροπής Langrod ως σήμερα) είναι γιατί είδαν το πρόβλημα από τη νομοτεχνική του κυρίως πλευρά, ξεχνώντας την πολιτική διάσταση: το ότι, δηλαδή, η ορθολογικοποίηση της κρατικής μηχανής σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ μια ριζική ανακατάταξη στη σχέση δύναμης μεταξύ του κομματικοκρατικού συστήματος και της κοινωνίας πολιτών. Αυτή η τεχνοκρατική αντίληψη της διοικητικής αλλαγής σε συνδυασμό με την προχειρότητα και την έλλειψη μακροχρόνιας προοπτικής που χαρακτηρίζει τις μεταρρυθμιστικές πρακτικές των κομμάτων είχαν ως αποτέλεσμα οι εκάστοτε προτάσεις περί διοικητικής αλλαγής να καταλήγουν στο χρονοντούλαπο.


Νομίζω ότι για να μπορέσει η διοικητική μεταρρύθμιση να έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας χρειάζονται μηχανισμοί που να δυναμώνουν την καχεκτική κοινωνία πολιτών στον τόπο μας και να εξασφαλίζουν πως το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα θα επιβιώσει στην αλλαγή προσώπων ή και κομμάτων στην εξουσία. Αν δει κανείς το πρόβλημα από αυτή τη σκοπιά, χρειαζόμαστε έναν οργανισμό (όπως π.χ. το Civil Service Commission στη Μεγάλη Βρετανία) που θα παίξει έναν κεντρικό ρόλο στην κατάρτιση, την εφαρμογή και τον έλεγχο του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αυτός ο οργανισμός πρέπει να έχει σχετική αυτονομία και από τα κόμματα και από την κυβέρνηση. Θα πρέπει να συγκροτηθεί μεν με τη συναίνεση των κομμάτων, αλλά θα πρέπει να αποτελείται από ειδικούς και από προσωπικότητες που δεν θα είναι άμεσα συνδεδεμένες με κομματικο-γραφειοκρατικά συμφέροντα. Μόνο ένας τέτοιος σχετικά αυτόνομος οργανισμός θα μπορούσε να βάλει μπρος ένα μακρόπνοο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που δεν θα πετιόταν στον κάλαθο των αχρήστων μόλις τελειώσει η θητεία του μεταρρυθμιστή υπουργού ή η θητεία της συγκεκριμένης κυβέρνησης.


Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως μερικές σοβαρές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση δεν μπορούν να γίνουν αμέσως με μια σειρά από ριζικά μέτρα που να στοχεύουν:


(α) Στην καταπολέμηση του γραφειοκρατικού γιγαντισμού (π.χ. πάγωμα των προσλήψεων και κάλυψη νέων αναγκών με τη μετεκπαίδευση και μεταφορά του ήδη υπάρχοντος προσωπικού από μια υπηρεσία σε άλλη).


(β) Στην καταπολέμηση του κρατικού αυταρχισμού (π.χ. δημιουργία αυτόνομου διαιτητικού οργανισμού τύπου Ombudsman όπου ο πολίτης, σε περίπτωση γραφειοκρατικής αυθαιρεσίας, θα μπορεί να βρίσκει γρήγορα το δίκιο του).


(γ) Στην καταπολέμηση της γραφειοκρατικής αγκύλωσης (π.χ. μέτρα που θα εισάγουν τις τεχνικές του σύγχρονου management στις κρατικές υπηρεσίες όπως: διαφοροποίηση της αμοιβής των υπαλλήλων με βάση την επίδοση, δραματική αύξηση των αμοιβών στα ανώτερα κλιμάκια ούτως ώστε η δημόσια διοίκηση να προσελκύει πρόσωπα με ιδιαίτερες διοικητικές ικανότητες κλπ.).


Συμπερασματικά, θέλω να τονίσω ακόμη μια φορά ότι αυτή τη στιγμή η χώρα χρειάζεται διοικητικές αλλαγές τεράστιας εμβέλειας σαν αυτές που ο Τρικούπης έκανε στον 19ο αιώνα και ο Βενιζέλος στον Μεσοπόλεμο. Τέτοιου είδους αλλαγές, επειδή θίγουν πολύ ισχυρά συμφέροντα, για να υλοποιηθούν και να αποκτήσουν γερές ρίζες, πρέπει η θέσπιση νόμων εκ των άνω να συνδυαστεί με την κινητοποίηση των πολιτών εκ των κάτω. Μια τέτοια κινητοποίηση αναγκαστικά οδηγεί στη δημιουργία νέων θεσμών (όπως αυτών που ανέφερα πιο πάνω) που και θα δυναμώσουν την κοινωνία των πολιτών και θα βάλουν ένα τέλος στην κομματικοκρατία που αυτή τη στιγμή μαστίζει τον τόπο.


Αν ο Πρωθυπουργός πραγματικά εννοεί αυτά που λέει περί εκσυγχρονισμού, αυτό θα φανεί πρωτίστως στον χώρο της δημόσιας διοίκησης. Αν καταφέρει, έστω και μερικώς, να δαμάσει το γραφειοκρατικό τέρας, θα πετύχει αυτό που ο προκάτοχός του, παρ’ όλα τα χαρίσματά του, δεν πέτυχε: να γίνει ένας μεγάλος πολιτικός ηγέτης.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.