δώ και δύο αιώνες το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνεται διαρκώς, γύρω από θυλάκους χλιδής εκτείνονται απέραντες επικράτειες λοιμών, λιμών και καταποντισμών, στον Τρίτο Κόσμο προστίθεται τώρα και ένας τέταρτος. Το χαρακτηριστικό του Τρίτου ήταν η «υπανάπτυξη», ό,τι και αν σημαίνει αυτός ο όροςΩ το χαρακτηριστικό του Τέταρτου είναι η εξαθλίωση.


Μολονότι η λεγόμενη «θεωρία της ανάπτυξης» δεν είναι πια της μόδας μεταξύ των οικονομολόγων, το κεντρικό της ερώτημα παραμένει: ποιες είναι οι παράμετροι που οδηγούν μια χώρα στην οικονομική «ανάπτυξη»; Θα προσθέσω ένα επίσης γνωστό ερώτημα: συγκαταλέγεται η εκπαίδευση μεταξύ των παραμέτρων της ανάπτυξης;


Σε τέτοια ερωτήματα έχουν κατά καιρούς δοθεί πολλές απαντήσεις. Μια από αυτές, που κατοπτρίζει και τις επικρατούσες σήμερα απόψεις, τεχνοκρατικές, νεοφιλελευθερίζουσες και, κατά τη γνώμη μου, μάλλον ρηχές, θα μπορούσε να συνοψιστεί σχηματικά στον εξής συλλογισμό.


Προκειμένου να αναπτυχθούν, οι υπανάπτυκτες κοινωνίες πρέπει να καλλιεργήσουν ορισμένες αξίες και να επιλέξουν το κατάλληλο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι αξίες είναι η πεμπτουσία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος: εργατικότητα, παραγωγικότητα, φειδώ και αποταμίευση, ανταγωνιστικό πνεύμα, πλούτος και κοινωνική άνοδος. Οσο για την εκπαίδευση, στις υπανάπτυκτες χώρες η κατανομή της ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά στρώματα πρέπει κατά την αντίληψη αυτή να είναι ακόμη «ορθολογικότερη» από ό,τι στις ανεπτυγμένες. Εφόσον δηλαδή οι υπανάπτυκτοι δεν έχουν παραγωγή ούτε υψηλής τεχνολογίας και έρευνας ούτε πολιτισμού γενικότερα, οφείλουν να αρκεστούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα απαλλαγμένο από την πολυτέλεια της γενικής παιδείας και προσανατολισμένο προς επαγγελματικές ειδικεύσεις αντίστοιχες του επιπέδου της οικονομίας τους και των απαιτήσεων της διεθνούς αγοράς. Οι ειδικεύσεις αυτές υποτίθεται ότι θα τους επιτρέψουν, μετά μία ή δύο γενιές, «να προφθάσουν το τρένο» της τεχνολογικής επανάστασης.


Ο συλλογισμός αυτός παραβλέπει βεβαίως ότι όταν περάσουν οι δύο-τρεις γενιές θα πρόκειται για το τρένο της προηγούμενης επανάστασηςΩ και ότι στο μεταξύ οι ανεπτυγμένες κοινωνίες θα έχουν προλάβει το επόμενο τρένο, θα έχουν προχωρήσει σε ανώτερη κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού των έργων, ακριβώς χάρη στη γενική παιδεία και στην κριτική σκέψη, με τις οποίες και μόνο προάγονται η πρωτογενής έρευνα, η τεχνογνωσία και γενικότερα η ανάπτυξη πολιτισμού. Είναι μάλιστα πιθανότατο ότι αυτή η διαδικασία ανανεώνεται στο διηνεκές και ότι αυτή ακριβώς είναι που διαιωνίζει τις διεθνείς ανισότητες.


Υπάρχουν, βεβαίως, μεμονωμένες ιστορικές εξαιρέσεις, χώρες που μπόρεσαν να υπερβούν τη μειονεκτική τους θέση στον διεθνή ανταγωνισμό: η Ιαπωνία πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι «δράκοντες» της Νοτιοανατολικής Ασίας στις ημέρες μας. Αλλά η γενικότερη ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών παρέμεινε και διευρύνθηκε, άρα δεν διαψεύδεται από τις εξαιρέσεις αυτέςΩ όπως ακριβώς δεν αίρονται οι ταξικές ανισότητες στο εσωτερικό μιας κοινωνίας από τη δυνατότητα που παρέχεται όχι σε όλα αλλά σε ορισμένα μέλη των κατωτέρων τάξεων να μεταπηδήσουν στις ανώτερες ­ δηλαδή από την κοινωνική κινητικότητα. Τίποτε εξάλλου δεν αποδεικνύει ότι οι χώρες αυτές οφείλουν την εξαιρετική τους εξέλιξη στη συνταγή της ανάπτυξης που συνοψίσαμε στον παραπάνω συλλογισμό.


Πράγματι, αυτές οι χώρες δεν αναπτύχθηκαν οικονομικά απλώς και μόνο επειδή τήρησαν με ευλάβεια το κεφαλαιοκρατικό σύστημα αξιών και επειδή οργάνωσαν ένα καλό εκπαιδευτικό σύστημα και το στήριξαν στην εξειδίκευση και στην επαγγελματική μόρφωση. Στην ανάπτυξή τους συνετέλεσε και μια πληθώρα άλλων παραμέτρων. Θα αναφέρω εκείνες που μου φαίνονται σημαντικότερες και που σχετίζονται στενότερα με τα θέματά μας, ειδικά με την εκπαίδευση.


Η πρώτη σημαντική παράμετρος είναι πολιτική: τα καθεστώτα των χωρών αυτών, κυρίως στην πρώτη φάση της οικονομικής τους ανάπτυξης, ήταν αυταρχικά ­ σε άλλες λιγότερο και σε άλλες περισσότερο. Υπενθυμίζω τις περιπτώσεις: Ιαπωνία, Ταϊβάν, Κορέα, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη. Μια δεύτερη παράμετρος είναι κοινωνική: στις περισσότερες από τις χώρες αυτές είτε υπήρχαν ήδη είτε δημιουργήθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς αρχηγετικά στρώματα με μεγάλη δύναμη, παραδοσιακή ή επίκτητη.


Καταρτισμένα και ικανά μέλη των αρχηγεσιών αυτών στελέχωσαν ένα κράτος που, σε όλες τις περιπτώσεις, είχε επίσης μεγάλη ισχύ ­ είτε για θεσμική ισχύ επρόκειτο (π.χ., ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία) είτε για ιδεολογική (π.χ., υψηλός βαθμός κρατικής αυθεντίας και νομιμότητας) είτε απλώς και μόνο για την ωμή ισχύ της βίας (π.χ., στρατοκρατία, αστυνομικό κράτος).


Αυτά τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά επέτρεψαν την ταχεία υιοθέτηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αξιών από τις ανώτερες τάξεις και τη ραγδαία επιβολή του στις κατώτερες. Από τον εμβολιασμό του συστήματος αυτού στην εγχώρια κουλτούρα δημιουργήθηκαν βέβαια, ανάλογα με την περίπτωση, ιδιαίτερα συστήματα αξιών, που διέφεραν από χώρα σε χώρα. Ολα όμως έχουν κοινό χαρακτηριστικό τους την πειθαρχίαΩ και σε όλα κυριαρχούν οι γνωστές ιστορικές αξίες του καπιταλισμού.


Το ιδιάζον αυτό σύστημα αξιών, οι ισχυρές και ικανές αρχηγεσίες, το ισχυρό κράτος και το αυταρχικό πολιτικό σύστημα είναι δομικές συνθήκες στέρεες και αλληλενισχυόμενες. Επιτρέποντας δραστικούς περιορισμούς των πολιτικών και πολιτισμικών ελευθεριών, οι συνθήκες αυτές συλλειτούργησαν ως αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Σχημάτισαν δηλαδή ένα πλαίσιο άκρως ευνοϊκό για κρατική οικονομική πολιτική και για ιδιωτικές επενδυτικές στρατηγικές, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των χωρών αυτών. Θα αρκεστώ σε απλή απαρίθμηση: Χαμηλό εργασιακό κόστος. Υψηλή ροπή προς αποταμίευση και επένδυση. Εντατική εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων στο εξαγωγικό εμπόριοΩ και έντονος προστατευτισμός στο εισαγωγικό, ιδίως για τις μεγαλύτερες από αυτές τις χώρες. Τεχνογνωσία αρχικώς εισαγόμενη, με τη μίμηση, την αντιγραφή ή και την πειρατείαΩ και τελικώς ενδογενής, με την ανάπτυξη της εγχώριας έρευνας.


Οι πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές που αναφέραμε έχουν λοιπόν προφανή κοινά χαρακτηριστικά: είναι αυταρχικές, ιεραρχικές και άνισες. Αυτά επέτρεψαν, με τη σειρά τους, μιαν αυταρχική κατανομή της εκπαίδευσης, επίσης άνιση και ιεραρχημένη, που συντηρεί τις διαφορές μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων ­ χωρίς βεβαίως να αποκλείει την κοινωνική κινητικότητα.


Συμπερασματικά, οι χώρες αυτές πέρασαν όντως από τον εσμό των υπαναπτύκτων θυμάτων στη χορεία των ανεπτυγμένων θυτών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υπάρχουν θύτες και θύματαΩ ούτε ότι στο εσωτερικό των κοινωνιών αυτών έπαψαν να υπάρχουν ανισότητες. Ετσι μάλιστα το δόγμα των «ίσων ευκαιριών» υπονομεύεται ως ηθικολογικό έρεισμα της αναπτυξιακής θεωρίας. Οι συγκεκριμένες αυτές κοινωνίες του υπαρκτού καπιταλισμού δεν αναπτύχθηκαν χάρη στις περίφημες ίσες ευκαιρίες αλλά αντιθέτως χάρη στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων, έστω σε υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Και όχι μόνο δεν διέψευσαν την εγγενή τάση του διεθνούς συστήματος προς την ανισότητα αλλά την επιβεβαίωσαν.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.