Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι εκ φύσεως μια «ολιγαρχία», δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ό,τι ονομάζουμε δημοκρατία! Αυτή είναι η γνώμη ορισμένων αριστερών ριζοσπαστών διανοουμένων (όπως είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση του φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον εξαγνισμό του «λαϊκισμού», προτείνοντάς τον ακόμα και ως λύση για την υπέρβαση των προβλημάτων «νομιμοποίησης» που αντιμετωπίζει, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, η πλειοψηφία των φιλελεύθερων δημοκρατικών συστημάτων. Η επιστροφή στον λαό, ο δημοψηφισματικός κρετινισμός, για να παραφράσουμε τη γνωστή μαρξιστική ειρωνεία περί «κοινοβουλευτικού κρετινισμού», προτείνονται ως θεραπεία για την άμβλυνση της «δυσπιστίας», της διευρυνόμενης απόστασης μεταξύ λαού και πολιτικής ελίτ.
Πίσω, βέβαια, από αυτή τη θέση βρίσκεται μια άλλη, μια εδραία πίστη που την υποβαστάζει, σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι κάτι που προϋπάρχει, μια αναλλοίωτη, διιστορική πραγματικότητα, που ως τέτοια είναι αυταξία, οι αρετές του, όταν δεν διαστρέφονται από τις εκ φύσεως κακόβουλες ελίτ, είναι πηγαίες, η ίδια η ενσάρκωση της αγνότητας, της αθωότητας, μπροστά στην αναυθεντικότητα και την αλλοτρίωση του «συστήματος». Ο προϋπάρχων λαός, «ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος», όπως λεγόταν στα καθ’ ημάς παλιότερα, είναι η ανεξάντλητη πηγή της μοναδικής αλήθειας, και η αέναη επιστροφή σε αυτόν και στα δημιουργήματά του γίνεται η οδός της «λύτρωσης», αυτό είναι το σωτηριολογικό «πιστεύω» του λαϊκισμού. Σε αυτό το αξιακό, ιδεολογικό και πολιτικό υπόστρωμα θεμελιώνονται όλες οι λαϊκιστικές αντι-ελίτ εκστρατείες για «διαφάνεια» και «κάθαρση», αυτό είναι το διανοητικό και πολιτισμικό πλαίσιο μιας ηθικολογικής απλούστευσης της πραγματικότητας, εντός της οποίας με μανιχαϊκό τρόπο υποδεικνύονται οι εχθροί του λαού και «αποκαλύπτονται» οι διαρκείς συνωμοσίες τους σε βάρος του.
Συνεπώς, η προβαλλόμενη δημοκρατικότητα του λαϊκισμού, έναντι της «ολιγαρχικής» μάλιστα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι λαϊκιστές, απορρέει ουσιαστικά από μια ανομολόγητη θεολογική πίστη, από μια θεολογία του λαϊκού. Αυτή η θεολογία του λαϊκού είναι που, δαιμονοποιώντας τις ελίτ, προβάλλει τα «χαρίσματα» της λαϊκής κουλτούρας, ιδιαίτερα σε κοινωνίες με εδραία εθνικο-λαϊκά χαρακτηριστικά (για να θυμηθούμε και μια γκραμσιανή διατύπωση), όπως είναι, για παράδειγμα, και η ελληνική. Αραγε, ποιος θυμάται τον σχετικό διάλογο μερίδας διανοουμένων στην Ελλάδα, αριστεροί στην πλειοψηφία τους, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (βασικά σημεία αυτής της συζήτησης έχουν αποτυπωθεί στα «Δελτία» της «Σχολής Μωραΐτη» εκείνη την περίοδο), όπου αυτοί επιχειρούσαν να «διασώσουν» τον «λαϊκό πολιτισμό» από τη μαινόμενη τότε λαϊκιστική του εργαλειοποίηση; Υποδείκνυαν αυτοί οι διανοούμενοι, με τις παρεμβάσεις τους, ότι είναι οι λαϊκιστικές ελίτ (πολιτισμικές, πολιτικές) αυτές που κατασκευάζουν, στα μέτρα τους, ένα λαϊκό κοσμο-είδωλο, ικανό να εξυπηρετεί τις δικές τους σκοπιμότητες. Την ίδια, βέβαια, στιγμή που ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς τους διαπρεπείς διανοουμένους έπεφταν θύματα του δικού τους αριστερού μύθου μιας δήθεν αυτόνομης λαϊκής πολιτισμικής δημιουργίας, αναδείκνυαν, ίσως και για αυτόν τον λόγο, τη διαδικασία υπεξαίρεσης, παραφθοράς του «λαϊκού πολιτισμού», από κάποιους που ήταν έξω από αυτόν.
Στον λαϊκιστικό λόγο, τόσο ο «λαός» όσο και οι «ελίτ», είναι δικές του κατασκευές, δικές του αναπαραστάσεις. Ισως είναι η μοναδική φορά που ο λόγος του λαϊκισμού προσφεύγει αναγκαστικά για βοήθεια στον διακηρυγμένο εχθρό του, στην αναπαράσταση/αντιπροσώπευση, προκειμένου να «συγκροτήσει» το υποκείμενό του. Και είναι, ακριβώς, στο εσωτερικό αυτής της διαδικασίας, και ανάλογα με την ευρύτερη συγκυρία, που ο λαϊκιστικός λόγος παραλλάσσει/προσαρμόζει τις μόνιμες λαϊκές και αντι-κατεστημένες αναφορές του. Σήμερα, για παράδειγμα, η κατά της «αριστείας» πολεμική είναι μια συγκυριακή προσαρμογή του μόνιμου αντι-ελιτίστικου τροπισμού του. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό που κάλλιστα μπορεί, για να μην πούμε πρέπει, το «στίγμα» να μεταμορφώνεται σε «έμβλημα», η εργαλειοποιημένη, και απωθημένη από τις ελίτ, λαϊκότητα να γίνεται «μόδα», με τη σειρά της να παίρνει αυτή τη θέση της «ελίτ».
Παραμένοντας, ωστόσο, πάντα «λαός», μέσα στην εξυμνούμενη «ταπεινότητά» του. Ταπεινότητα, λέξη-κλειδί του λαϊκισμού, ας θυμόμαστε μόνον ότι οι πρώτοι λαϊκιστές, όχι στην πολιτική, αλλά στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στη διάρκεια του μεσοπολέμου, προτού λανσάρουν τον όρο «λαϊκισμός» ως λογοτεχνικό είδος, είχαν σκεφθεί, κατ’ αρχάς, να το ονομάσουν «ταπεινωτισμό» («humilisme») και, έπειτα, «δημοτισμό» («démotisme»), για να επιλεγεί τελικά η κρουστικότητα του «λαϊκισμός». Ενώ, από την πλευρά του, και στα καθ’ ημάς, ο Κωστής Παλαμάς όχι μόνον συσχέτιζε ευθέως λαϊκισμό και δημοτικισμό, αλλά τους προσαρτούσε στον εθνικισμό! Στην πολιτική, αυτή η λαϊκιστική αισθητικοποίηση του λαού τείνει να ενσαρκώνεται στη μορφή του «εγωκράτη» λαού, αυταρχική φιγούρα ιδιαίτερα γνωστή από τις περιπέτειες του Ολοκληρωτισμού.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ