«Είμαστε αυτό που επανειλημμένως κάνουμε. Η αριστεία δεν είναι μια πράξη αλλά συνήθεια», Αριστοτέλης
Αν αναζητήσετε ένα εμβληματικό παράδειγμα αριστείας, θα το βρείτε σίγουρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες (ΟΑ). Οι ολυμπιονίκες απαρτίζουν τους αρίστους μεταξύ των αρίστων αθλητών σε πλανητική κλίμακα. Η παρατήρηση αυτή όμως χρειάζεται προσοχή γιατί εύκολα γλιστρά κανείς στην ατομικιστική πλάνη: ότι, δηλαδή, η αριστεία είναι απλά το αποτέλεσμα του συναγωνισμού ιδιαιτέρως ικανών ατόμων. Η ατομικιστική πλάνη παράγει ιδεοληπτικές ερμηνείες της αριστείας –μια ακατέργαστη «νεοφιλελεύθερη» και μια χονδροειδή «αριστερή». Ιδού δύο αντίστοιχα παραδείγματα.
Σε ανάρτησή του στο Facebook ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Μητσοτάκης έγραψε για τον Πύρρο Δήμα (ο οποίος δέχθηκε πρόσφατα πρωτοφανή επίθεση από την «Αυγή»): «Αγαπητέ Πύρρο, επειδή δεν είμαστε όλοι ίδιοι (…) μη δίνεις μεγάλη σημασία στους τιμητές της μετριότητας, του φθόνου και της ήσσονος προσπάθειας. Η αμφισβήτηση της αριστείας, των ικανών και των άξιων είναι το μόνο που έμαθαν». Προσπερνώντας τα προβληματικά ελληνικά του συγγραφέα, ας σταθούμε στην παραδοχή του: η «ικανότητα» είναι εγγενής ατομική ιδιότητα· η αριστεία είναι ισοδύναμη με τα «ικανά και άξια» άτομα. Αριστεία σημαίνει αριστοκρατία –καλό!
Δείτε τώρα την αντίστροφη εκδοχή. Υπερασπίζοντας, ως κομματικώς όφειλε, τη διαβόητη δήλωση του κ. Μπαλτά ότι «η αριστεία είναι ρετσινιά», ο πρώην πρύτανης του ΑΠΘ κ. Μυλόπουλος έγραψε: «Η αμφισβήτηση της αριστείας ως κεντρικής επιλογής για τη στροφή στην εκπαίδευση των λίγων και η ανάδειξη των αρετών ενός εκπαιδευτικού συστήματος που σκοπό έχει την παροχή ισότιμης πρόσβασης σε όλους, πλούσιους και φτωχούς, ικανούς και λιγότερο ευφυείς (…), ισοδυναμεί με την πεμπτουσία της δημοκρατικής αντίληψης». Προσέξτε την παραδοχή: η αριστεία ευνοεί την «εκπαίδευση των λίγων» –των ικανών, των πλουσίων, των ευφυών. Αριστεία σημαίνει αριστοκρατία –κακό!
Και οι δύο ιδεοληπτικές ερμηνείες, με το ατομικιστικό υπόβαθρο που προϋποθέτουν, είναι εσφαλμένες. Αρκεί να διαβάσει κανείς συνεντεύξεις διακεκριμένων αθλητών, καλλιτεχνών και επιστημόνων και θα καταλάβει ότι το ατομικό ταλέντο δεν αρκεί· χρειάζονται αρετές (μόχθος, αυτοπειθαρχία, τελειομανία, τόλμη) οι οποίες καλλιεργούνται σε υπερ-ατομικό (συλλογικό) επίπεδο. «Ο πατέρας μου» λέει ο Λεωνίδας Καβάκος «μου αγόρασε ως δώρο το πρώτο βιολί και ήταν αρκετά επίμονος τις στιγμές που το έβαζα κάτω. Οχι γιατί ήθελε να διακριθώ αλλά για να είμαι συνεπής και να προοδεύω. Με τα έγχορδα αργείς να αποζημιωθείς με ωραίο ήχο, οπότε τα πρώτα χρόνια είναι βασανιστικά. (…) Ομως η παιδεία είναι μια τριβή που πρέπει να υποστείς». Το τεράστιο ταλέντο του Καβάκου θα έμεινε αναξιοποίητο αν δεν υποβαλλόταν στη βασανιστική «τριβή» της επίμοχθης μάθησης –ένα συλλογικό έργο.
Ο Αλασντερ Μακ Ινταϊρ, ο σημαντικότερος ίσως εν ζωή ηθικός φιλόσοφος, έχει συνεισφέρει ιδιαίτερα σε μια κοινωνιστική θεώρηση της αριστείας αντλώντας από τον Αριστοτέλη. Ας υποθέσουμε, λέει, ότι μαθαίνεις σε ένα παιδί να παίζει σκάκι. Στην αρχή, η ανταμοιβή του για την προσπάθεια είναι, ας πούμε, καραμέλες. Μυείται λοιπόν στην πρακτική του σκακιού και ακολουθεί τους κανόνες του αποβλέποντας σε ένα «εξωγενές αγαθό» (καραμέλες). Με την πάροδο του χρόνου, όσο περισσότερο ασκείται, επέρχεται μια μετατόπιση στα κίνητρά του: αρχίζει να απολαμβάνει το σκάκι κυρίως γι’ αυτό που μοναδικά του προσφέρει (και όχι για το «εξωγενές αγαθό» που θα του αποφέρει). Βαθμιαία ένα «ενδογενές αγαθό» αναδύεται: το παιδί θέλει να γίνει καλός σκακιστής! Θα το πετύχει στο μέτρο που εξασκείται στο παιχνίδι και βελτιώνει τις δεξιότητές του υπάγοντας τον εαυτό του στα «κριτήρια αριστείας» που έχουν ήδη αναπτυχθεί στο σκακιστικό πεδίο.
Η υψηλή ατομική επίδοση δεν είναι αποτέλεσμα ατομικής προσπάθειας μόνον. Η αθλητική, καλλιτεχνική ή επιστημονική δραστηριότητα είναι βαθιά κοινωνική: πρόκειται για μια θεσμοποιημένη διαδικασία η οποία έχει συλλογικά τεθειμένους κανόνες, αποβλέπει σε κάποιο αγαθό (ενδογενές γι’ αυτούς που την ασκούν) και υπάγεται σε συλλογικώς προσδιοριζόμενα κριτήρια αριστείας. Ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο δημοσιογράφος ή ο καλλιτέχνης, λ.χ., δεν ορίζει ο ίδιος τα κριτήρια αριστείας του επαγγέλματός του (υπάρχουν πολύ πριν από αυτόν)· καθοδηγείται όμως από αυτά πασχίζοντας να βελτιώνει διαρκώς τις επιδόσεις του. Οπως παρατηρεί ο Μακ Ινταϊρ, αν και τα κριτήρια αριστείας είναι ιστορικά (άρα μεταβλητά στον χρόνο), αν δεν αποδεχθείς τα εκάστοτε ισχύοντα κριτήρια αριστείας και την ανεπάρκεια των επιδόσεών σου έναντι αυτών, δεν θα μπορέσεις να τελειοποιηθείς. Ο βιολιστής που κάνει λάθος σε δύο νότες, λέει ο διακεκριμένος μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, νιώθει «σχεδόν φυσικό πόνο». Η μεγαλοσύνη ενός μουσικού, επισημαίνει, εξαρτάται από τη συνύπαρξη πάθους για τελειότητα και αυτοπειθαρχίας.
Η αριστεία δεν ταυτίζεται με κορυφαίες επιδόσεις (οι οποίες, άλλωστε, ουδέποτε είναι τελικές –«το καλύτερο σήμερα· καλύτερα αύριο» έλεγε ο πρωτοποριακός διευθυντής της «Ουάσινγκτον Ποστ», ο αείμνηστος Μπεν Μπράντλι) αλλά συνιστά μια ατελεύτητη διαδικασία –μια διαρκή ασυμπτωτική κίνηση για την επίτευξη της τελειότητας σε ένα πεδίο. Η αριστεία ως διαδικασία δεν αφορά μόνο τους λίγους «ικανούς και άξιους» αλλά τους πολλούς του «μέσου όρου» που λειτουργούν με κριτήρια αριστείας. Οτι μερικοί ξεχωρίζουν δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι δεν ωθούνται να γίνουν καλύτεροι. Στο μέτρο που τα κριτήρια αριστείας παρέχουν στους «παίκτες» μια πυξίδα συμπεριφοράς, οι πλείστοι κατ’ αρχήν μοχθούν, σε ποικίλους βαθμούς, για την τελειότητα. Οι ατομικιστές βλέπουν μόνο άτομα (ικανά και λίγα). Οι αριστοτελιστές, πιο διευρυμένα, βλέπουν συνήθειες και συλλογικές πρακτικές εντός των οποίων τα άτομα επιδιώκουν τη διαρκή βελτίωση.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick και συγγραφέας των βιβλίων «Αν ο Αριστοτέλης ήταν διευθύνων σύμβουλος» (Καστανιώτης) και «Η τραγωδία των κοινών» (Ικαρος).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ