Η Ελλάδα έχει κερδίσει φέτος στη Βραζιλία τα περισσότερα μετάλλια από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 και μετά. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι αθλητές μας δούλεψαν, μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και μείωσης των κρατικών δαπανών, επί το πλείστον μόνοι τους, αθόρυβα, δίχως ένα πανάκριβο «Σπίτι της Σκοποβολής» ή ιδιαίτερη κρατική αρωγή, ενίοτε και μακριά από την Ελλάδα. Χωρίς να εξάγουμε υπερβολικά γενικά συμπεράσματα από τη σημαντική προσωπική επιτυχία μιας χούφτας συνελλήνων, φαίνεται να έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα της νέας Ελλάδας που αναδύεται από τις στάχτες της κρίσης: εξωστρεφής, με αυτοπεποίθηση, αλλά αθόρυβη και μακριά από τον κρατισμό του παρελθόντος.
Για τα ολυμπιακά κατορθώματα, όσο και τις άλλες, αθόρυβες, αλλά πολύ υπαρκτές, καθημερινές επιτυχίες των Ελλήνων, σημαντικό ρόλο παίζει το υλικό κληροδότημα των καλών εποχών προ κρίσης. Επηρεασμένοι από τη μιζέρια της ύφεσης τείνουμε να το υποτιμούμε, αλλά οι φυσικές και πνευματικές υποδομές της χώρας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ανεπτυγμένης χώρας. Τα τελευταία χρόνια πληγώθηκε βαριά η άμεση δυνατότητά μας να παράγουμε εισόδημα (με σημαντικότερη απώλεια το τραπεζικό σύστημα), αλλά θεμελιώδεις παράγοντες, όπως οι φυσικές υποδομές και το ανθρώπινο κεφάλαιο που χτίστηκε επί δεκαετίες, ακόμη και με δανεικά, παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτοι. Οπως θα έλεγαν στο Braveheart, μπορεί να χάσουμε τις κατασκευαστικές, αλλά δεν θα χάσουμε τους αυτοκινητοδρόμους που έφτιαξαν.
Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι τα θεμελιώδη της χώρας μας αντιστοιχούν πια σήμερα σε υψηλότερο εισόδημα από αυτό που (δεν) απολαμβάνουν οι κάτοικοί της.
Αφού λοιπόν οι (φυσικές και άυλες) υποδομές λίγο-πολύ υπάρχουν, αυτό που μετράει μεσομακροπρόθεσμα είναι ο κόπος των Ελλήνων: η όρεξη που έχουμε για τίμια, σκληρή δουλειά, η εξωστρέφειά μας, η δυνατότητα να σκεφτόμαστε και να πράττουμε με παγκόσμια πρότυπα και μεγάλους χρονικούς ορίζοντες. Περιέργως, η κρίση έχει συντελέσει σημαντικά στο να προσεγγίσουμε τον σύγχρονο κόσμο, όσον αφορά τη νοοτροπία μας. Η «φούσκα» μάς έδωσε υποδομές και πόρους, η κρίση μάς καθάρισε το μυαλό, μας δίδαξε πώς να εκτιμήσουμε τους πόρους και να μην τους σπαταλούμε. Σχηματικά, προ κρίσης, οι αθλητές έβλεπαν μικρά, μπορεί να βολεύονταν με μια κρατική χορηγία, μπορεί να ονειρεύονταν να πάρουν ένα μικρό κομματάκι από τη σχετικά μεγάλη εγχώρια πίτα, τους αρκούσε να είναι πρώτοι στο ελληνικό χωριό. Με την κρίση, ο ελληνικός χώρος μίκρυνε, τα όνειρα μεγάλωσαν διά της βίας, οι αθλητές μας αναγκάστηκαν να γίνουν πρώτοι στις παγκόσμιες μητροπόλεις, γιατί απλούστατα η εγχώρια πίτα δεν φτάνει πια.
Ακόμα και η χιλιο-λοιδορούμενη μετανάστευση των Ελλήνων προς υγιέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες έχει κάνει και βαθύ καλό (κάτι που θέλει ολόκληρο άρθρο). Προ κρίσης, ο νοητός ορίζοντας δράσης των περισσότερων Αθηναίων σταματούσε κάπου στον Αγιο Στέφανο προς Βορρά, ίσως στις Κυκλάδες προς Νότο. Σήμερα στους νέους Ελληνες γίνεται όλο και πιο φυσικό να μελετούν ευκαιρίες στο Λονδίνο, στη Ζυρίχη ή στο Πάλο Αλτο. Αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν λιγότερο με τη γενιά μεταναστών του ’60 που αναζητούσαν ψωμί στις γερμανικές φάμπρικες και περισσότερο με καλοεκπαιδευμένους Βρετανούς του 1870, που αναζητούσαν ευκαιρίες σε κάθε γωνιά της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, αντί να ανταγωνίζονται εξίσου καλοεκπαιδευμένα άτομα στο μικρό βροχερό πυκνοκατοικημένο νησί τους.
Για να ανέβει η οικονομία μας και να συναντήσει το δυναμικό μας, για να προσεγγίσει το (χαμηλό πια) εισόδημά μας τις (πλούσιες ακόμη) δυνατότητές μας, το στοίχημα είναι διπλό:
Από τη μία να βελτιώσουμε τις βραχυπρόθεσμες συνθήκες στη χώρα, προτού παρακμάσουν τα μακροπρόθεσμα θεμελιώδη. Να καθαρίσουμε το πεδίο για να δράσουν και να αναδειχτούν οι άριστοι, προτού προχωρήσει τόσο η κρίση που ξεχάσουν τι σημαίνει αριστεία. Να στήσουμε ταχύτατα ένα δίκαιο, αποτελεσματικό κράτος που να μην μπλέκεται στα πόδια των τίμιων πολιτών, προτού πάρουν όλοι τα πόδια τους να φύγουν –και μείνουν μόνο όσοι ξέρουν να «ελίσσονται».
Από την άλλη, όταν αρχίσει να βελτιώνεται η οικονομία, να μην ξεχάσουμε τα διδάγματα της κρίσης. Να μη γυρίσουμε ποτέ στην εσωστρέφεια και στη μιζέρια του κρατισμού. Ακόμα και όταν αποκτήσει η χώρα πόρους, να μην τους ρουφάει πάλι το κράτος για να τους κατανέμει με στενόμυαλα, λαϊκιστικά ή κομματικά κριτήρια, αλλά να τους αποδίδει πίσω στους πολίτες. Οχι άλλα Παλάτια στην Αμμο, αλλά χαμηλότερους φόρους για όλους.
Δυστυχώς, τόσο στο θέμα της καλλιέργειας, επιβράβευσης και αξιοποίησης της αριστείας, όσο στη λιτή, αποτελεσματική, σπαρτιάτικη διακυβέρνηση, υπάρχουν γωνιές στην κοινωνία που πεισματικά αρνούνται να δεχτούν το δίδαγμα της κρίσης (βλ. π.χ. αμετανόητους που υπονοούσαν ότι το κράτος υποχρεούται να χτίσει σύγχρονα σκοπευτήρια σε κάθε επαρχιακή πόλη!). Δυστυχέστερα, αυτά τα κοντόφθαλμα και αναχρονιστικά ένστικτα φαίνεται να κυριαρχούν συντριπτικά στη σημερινή διακυβέρνηση των Ελλήνων.
Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής Οικονομικών στο City University του Λονδίνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ