Είναι κοινός τόπος ότι ο στόχος εκκαθάρισης της τουρκο-συριακής μεθορίου από τους μαχητές του αυτοαποκαλούμενου «Ισλαμικού Κράτους» (Ι.Κ.), δεν είναι παρά μια δικαιολογία για την έναρξη της τουρκικής εισβολής στη Συρία. Η απόφαση της τουρκικής ηγεσίας για στρατιωτική επέμβαση δεν αφήνει αμφιβολίες για τα κίνητρά της.
Η εισβολή στη Συρία συνδέεται άμεσα με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη βόρεια Συρία, με τις Κουρδικές δυνάμεις να απελευθερώνουν σημαντικές περιοχές στην δυτική όχθη του Ευφράτη ποταμού πριν λίγες εβδομάδες, όπως η Μανμπίτζ (Ιεράπολης), ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά της Άγκυρας. Η τουρκική ηγεσία είχε προειδοποιήσει τους Κούρδους της Συρίας ότι η διαπεραίωση των δυνάμεών τους δυτικά του Ευφράτη ποταμού θα συνιστούσε casus belli, ενώ υποστηρίζει την ακεραιότητα της Συρίας.
Το ενδεχόμενο ενοποίησης των κουρδικών καντονιών κατά μήκος των τουρκό-συριακών συνόρων, θα δημιουργούσε προοπτικές για κουρδικές διεκδικήσεις, οι οποίες μπορούν να τεθούν στο τραπέζι και πέραν των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Γενεύηγια την διευθέτηση του Συριακού ζητήματος. Την εξέλιξη αυτή, λοιπόν, την εξέλαβε η Άγκυρα ως άμεσο κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα και επιβίωση του τουρκικού κράτους.
Η τουρκική επιχείρηση, που φέρνει στις μνήμες περιπτώσεις, όπως της Αλεξανδρέττας και της Β. Κύπρου, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως τη συναίνεση των ισχυρών.Η προσπάθεια τήρησης ισορροπιών μεταξύ των αντίπαλων αξόνων είναι εντυπωσιακή. Η επιχείρηση εγκαινιάστηκε λίγο μετά την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια εξόδου της χώρας από την διεθνή απομόνωση. Ο όρος που έθεσε η Ρωσία στην τουρκική επιχείρηση είναι ενδεικτική των προθέσεών της: «συνεννόηση με την Δαμασκό». Η Μόσχα η οποία στηρίζει το καθεστώς αλ-Άσαντ και διεξήγαγε αεροπορικές επιχειρήσεις από ιρανικές βάσεις πριν λίγες μέρες, υπέδειξε στην Άγκυρα συνεργασία με τον Σύριο πρόεδρο, ελπίζοντας ότι αυτή θα υπακούσει. Από την άλλη, η στάση των ΗΠΑ, ήταν πιο ορθολογική. Μολονότι οι σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον είχαν δοκιμαστεί μετά το ρωσικό άνοιγμα του Έρντογαν και την κατηγορία ότι η Ουάσιγκτον υποθάλπει τον υπαίτιο της απόπειρας πραξικοπήματος, Φ.Γκιουλέν, ο Τζο Μπάιντεν κατά την επίσκεψή του στην τουρκική πρωτεύουσα φάνηκε συναινετικός. Επιβεβαίωσε τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, υπενθυμίζοντας στην τουρκική ηγεσία ότι οι ΗΠΑ είναι ο στενότερος σύμμαχος της Τουρκίας. Διασκέδασε ακόμη τις τουρκικές ανησυχίες όσον αφορά την προέλαση των Κούρδων, τασσόμενοςυπέρ της επιστροφής των Κούρδων στην ανατολική όχθη του Ευφράτη. Οι ΗΠΑ, ως ορθολογικός δρώντας του διεθνούς συστήματος επέλεξαν τον ισχυρότερο μεταξύ δύο συμμάχων, προκειμένου να ενισχύσουν τη θέση τους στην Μέση Ανατολή. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, η Άγκυρα δέχτηκε τον πρόεδρο της Κουρδικής Αυτόνομης Περιοχής του Ιράκ, Μ. Μπαρζανί, επιχειρώντας πολιτικές κατατριβής αντιπάλων.Απέτρεψε δήλωση στήριξής του στους Κούρδους της Συρίας.
Η Άγκυρα έχει μετατραπεί σε «πρωταγωνιστή» στην πολυετή συριακή κρίση, το τέλος της οποίας παραμένει άγνωστο. Οι επιπτώσεις του φιλόδοξου εγχειρήματος αναμένεται να είναι αισθητές σε πολλά επίπεδα, καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις αποδεσμεύουν δυνάμεις και ενεργοποιούν μηχανισμούς δύσκολα ελεγχόμενους σεομαλές συνθήκες, πολλώ δεμάλλον σε συνθήκες εσωτερικής έντασης και περιφερειακής αστάθειας.
* ΟΝίκος Ραπτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στοΠανεπιστήμιο Πειραιώς