Στο πρόσωπο του Μαρκ Σάικς οι Κούρδοι είχαν βρει έναν ευρωπαίο υποστηριχτή που θαύμαζε όχι μόνο το θάρρος τους αλλά και το πνεύμα της ελευθερίας και της ισότητας που τους διήπε. Διασχίζοντας τα κουρδικά και τα αραβικά χώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1902 και 1903, ο Σάικς γράφει για την αυλή ενός κούρδου αγά που είχε καλεσμένους «τον διοικητή των τοπικών δυνάμεων, τον υπάλληλο του τηλεγραφείου, ένα ζεύγος του υπηρετικού προσωπικού, τον Τζέικομπ (υπηρέτη του Σάικς), εμένα και ακόμη έναν χασάπη που είχε έρθει για να κανονίσει με τον υπηρέτη μου την τιμή ενός προβάτου, την οποία συζητούσε πίνοντας καφέ απέναντι στον αγά. Καλώ τους αναγνώστες μου να φανταστούν τον δούκα του Ντίβονσαϊρ να φιλοξενεί έναν ξένο στο σπίτι του παρέα με έναν χασάπη και έναν σκουπιδιάρη! Δεν θα φτάσουμε ποτέ στα ύψη μιας τέτοιας ισότητας, ποτέ. Και ωστόσο οι Αμερικανοί έχουν το θράσος, έχουν την αναίδεια να επιχειρούν να διδάξουν σε αυτόν τον λαό δημοκρατία ­ με κάποιους φρέσκους φρέσκους από τη χώρα του συνταγματάρχη του Κεντάκι, του μεγάλου αφεντικού, του εκατομμυριούχου και των Τετρακοσίων Οικογενειών».


Οι Κούρδοι, όπως και οι Αραβες, θυμούνται τον Σάικς μόνο ως το ήμισυ ενός ονόματος μιας μυστικής συμφωνίας του 1916 με τον Γάλλο Σαρλ Φρανσουά Ζορζ Πικό. Η συμφωνία Σάικς – Πικό διαίρεσε την αναμενόμενη λαφυραγώγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Αφησε τους Κούρδους είλωτες μέσα σε χώρες άλλων λαών ­ στη σύγχρονη Τουρκία που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά (ο κατοπινός Ατατούρκ), στο Ιράν του Ριζά χαν (του κατοπινού σάχη) και στο Ιράκ που δημιούργησε η Μεγάλη Βρετανία και κληρονόμησε ο Σαντάμ Χουσεΐν ατ-Τικριτί. Η όλο στοργή απεικόνιση των Κούρδων στο βιβλίο του Σάικς δεν σβήνει το στίγμα που του κόλλησαν για το σύμφωνο με τον Ζορζ Πικό.


* Μέγα έθνος


δίχως κράτος



Με το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από παραστάσεις της κουρδικής αντιπροσωπείας και ελπίζοντας να περιορίσουν ακόμη την έκταση της Τουρκίας, Βρετανοί και Γάλλοι υποχρέωσαν την εξευτελισμένη οθωμανική κυβέρνηση να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, το 1920, ιδρύοντας ένα κουρδικό κράτος στην Ανατολική Ανατολία. Για ένα διάστημα ακόμη και ο υπουργός Αποικιών Τσόρτσιλ ήταν έτοιμος να δει τις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης να περιέρχονται σε ένα κουρδικό κράτος, υπό βρετανική επικυριαρχία εννοείται. Αλλά ο Ατατούρκ εκθρόνισε τον τελευταίο οθωμανό σουλτάνο και ακύρωσε τη Συνθήκη. Η κατοπινή Συνθήκη της Λωζάνης δεν κάνει καν λόγο για κουρδικό κράτος. Το Νότιο Κουρδιστάν θα υπαγόταν στο νεοσύστατο βρετανικό δημιούργημα ­ το αραβικό κράτος του Ιράκ.


Η Βρετανία αποστέρησε από τους Κούρδους το δικαίωμα κράτους στο τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου για να εκμεταλλεύεται τα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ, εξαγοράζοντας τις αμερικανικές και γαλλικές ιδιοκτησίες με ποσοστά από το λάφυρο.


Μεταξύ Συνθήκης της Λωζάνης και 1942 σημειώθηκαν σημαντικές εξεγέρσεις Κούρδων ­ δύο στην Τουρκία, τρεις στο Ιράν και τρεις στο Ιράκ. Αλλά στον Αγιο Φραγκίσκο το 1946 τα Ηνωμένα Εθνη αγνόησαν τις εκκλήσεις των Κούρδων για δημιουργία κράτους των, ακριβώς όπως και η Κοινωνία των Εθνών είχε απορρίψει τις προηγούμενες, ευθύς μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 1946 οι Κούρδοι συνέχισαν να πολεμούν, και να χάνουν, στην Τουρκία, στο Ιράν και στο Ιράκ. Εξακολουθούν να πολεμούν ακόμη και σήμερα.


Οι Κούρδοι είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο εθνική και γλωσσική κοινότητα δίχως δικό τους κράτος. Στη θαυμάσια έκθεσή του «Οι Κούρδοι, ένα έθνος που αρνούμαστε» για λογαριασμό της Ομάδας Μειονοτικών Δικαιωμάτων ο Ντέιβιντ Μακντόλαντ υπολογίζει τον κουρδικό πληθυσμό σε 22,6 εκατ., ενώ οι αντίπαλοι των Κούρδων ισχυρίζονται ότι αριθμούν μόλις 17 εκατ. και οι κούρδοι ηγέτες υποστηρίζουν ότι είναι 25 εκατ. σε όλη τη Μέση Ανατολή. Σχεδόν οι μισοί ζουν στη Νότια και στην Ανατολική Τουρκία. Το Ιράκ ίσως έχει 3-4 εκατ. και οι υπόλοιποι ζουν στο Ιράν. Κατοικούν περιοχές συνεχόμενες ­ από τη Βόρεια Συρία διά μέσου της Ανατολικής Τουρκίας και του Βόρειου Ιράκ ως το Δυτικό Ιράν.


Ο Μεχρντάντ Ιζαντί στο βιβλίο του «Οι Κούρδοι, ένα συνοπτικό εγχειρίδιο» τοποθετεί την καταγωγή των Κούρδων στη μετακίνηση των αριανικών φυλών προς τα ορεινά την 4η χιλιετία π.Χ. Εκεί εξακολουθούν να βρίσκονται και σήμερα, 5.000 χρόνια πριν από τους Τούρκους και τους Αραβες. Μιλούν μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, παρόμοια με την περσική φάρσι και δεν έχουν τίποτε το κοινό, γλωσσολογικώς ή εθνικώς, με τους Αραβες και τους Τούρκους. Στον Μεσαίωνα οι περισσότεροι Κούρδοι ασπάστηκαν το Ισλάμ και έγιναν μαχητικοί υπερασπιστές του ισλαμικού κράτους. Κούρδος ήταν ο Σαλαντίν, ο οποίος έδιωξε τους σταυροφόρους από την Ιερουσαλήμ και από την υπόλοιπη Εγγύς Ανατολή, αλλά δεν ζήτησε τιμές για τον εαυτό του είτε για τον κουρδικό λαό.


* Αποκλεισμένοι από παντού



Η ιστορία των Κούρδων τον 20ό αιώνα είναι μια σειρά ανεπιτυχών αγώνων για ανατροπή του fait accompli (=τετελεσμένων) της συμφωνίας Σάικς – Πικό. Η Τουρκία αρνείται τη γλώσσα τους και την ίδια τους την εθνική ύπαρξη ως Κούρδων ­ επισήμως ήταν «ορεινοί Τούρκοι» ως πριν από λίγα χρόνια. Στο Ιράν το μίσος εναντίον του ιρανικού κράτους και οι ευκαιρίες που πρόσφερε η σοβιετική κατοχή στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου επέτρεψε στους Κούρδους για λίγο διάστημα να ανακηρύξουν δικό τους κράτος, τη Δημοκρατία του Μαχαμπάντ το 1946. Με συγκατάθεση των Αμερικανών, οι δυνάμεις του σάχη τούς τσάκισαν κυριολεκτικά. Αλλά εκεί όπου οι Κούρδοι υπέφεραν περισσότερο από κάθε άλλη χώρα ήταν στο Ιράκ.


Ενώ οι Κούρδοι που παρέμειναν υπό τουρκική ή περσική εξουσία είχαν επί αιώνες μια ιστορία συμβίωσης και κατά καιρούς εξεγέρσεων, το Ιράκ ήταν ένα νέο κράτος, δημιούργημα Ευρωπαίων και κυβερνώμενο από Αραβες. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Κούρδων ο νεοτοποθετηθείς εμίρης Φεϊζάλ τούς έδωσε συνταγματική αναγνώριση και τους πρόσφερε δικαιώματα στη γλώσσα ­ δύο παραχωρήσεις που τους αρνούνταν η Τουρκία και το Ιράν. Ωστόσο, η αντιμετώπιση των Κούρδων από το Ιράκ ήταν πιο μοχθηρή από ό,τι της Τουρκίας ή του Ιράν.


Οι Κούρδοι δεν ένιωθαν νομιμοφροσύνη προς ένα κράτος που προηγούμενα δεν είχε καμία νομιμότητα, που ο λόγος ύπαρξής του ήταν η ανάγκη της Βρετανίας να εκμεταλλευθεί τα πετρέλαια και να ελέγχει τον δρόμο από τη Μεσόγειο στην Ινδία. Στη Βαγδάτη ο βρετανός ύπατος αρμοστής σερ Πέρσι Κοξ ήθελε να επεκτείνει τα σύνορα του Ιράκ όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά ο συνταγματάρχης Αρνολντ Ουίλσον ήταν αντίθετος στο να γίνει το Κουρδιστάν τμήμα του Ιράκ, επιμένοντας ότι οι Κούρδοι, «καθώς αριθμούν μισό εκατομμύριο, ουδέποτε θα ανεχθούν την αραβική εξουσία». Ηταν στη μοίρα της Μεγάλης Βρετανίας, ως δημιουργού και εγγυητού του ιρακινού κράτους, να εξαναγκάσει διά της βίας τη συγκατάθεση των Κούρδων. Μη μπορώντας να διαθέσει τις 80.000 στρατό, με κόστος 21,5 εκατ. στερλίνες, ο Τσόρτσιλ υιοθέτησε μια ανέξοδη σχετικώς πολιτική ­ τον από αέρος έλεγχο. Η Βασιλική Αεροπορία (RAF) έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η πρώτη που αναφέρεται ότι έπληξε από αέρος άμαχο πληθυσμό, όταν τη δεκαετία του ’20 βομβάρδισε κουρδικά χωριά.


Η Κοινωνία των Εθνών επιδίκασε το βιλαέτι της Μοσούλης, που σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του Ιρακινού Κουρδιστάν, στο Ιράκ, υπό τον όρο ότι η Βρετανία θα παραμείνει ως εντολοδόχος δύναμη επί 25 έτη για να διασφαλίζει τα δικαιώματα των Κούρδων. Πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1930, η Βρετανία υπέγραψε την Αγγλοϊρακινή Συμφωνία και εγκατέλειψε την εντολή. Βρετανικό μνημόνιο προς την Κοινωνία των Εθνών παραδεχόταν ότι οι Κούρδοι δεν είχαν ακόμη αποδεχθεί την ιρακινή διοίκηση και προέβλεπε: «Πρέπει να θεωρείτε βέβαιο ότι θα συνεχιστεί η αναταραχή και η δυσφορία του λαού στην κουρδική επαρχία ώσπου (…) οι ίδιοι οι Κούρδοι να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι η κουρδική ανεξαρτησία είναι κάτι έξω από την πρακτική πολιτική». Οι Κούρδοι, φυσικά, δεν συμπέραναν ποτέ αυτό και συνεχίζουν να πολεμούν ­ όχι μόνο εναντίον του ιρακινού στρατού αλλά και μεταξύ τους.


Ο κούρδος πρίγκιπας Σαράφ αλ-Ντιν αλ Μπιτλισί που έζησε τον 16ο αιώνα έγραψε: «Ο προφήτης Μωάμεθ, ενοχλημένος από το πολεμόχαρο και τρομακτικό βλέμμα κάποιου κούρδου επισκέπτη του, ζήτησε από τον Παντοδύναμο να καταραστεί τους Κούρδους να είναι πάντα διηρημένοι, γιατί αν ενωθούν ο Προφήτης φοβόταν πως θα κατακτούσαν τον κόσμο ολόκληρο». Η κατάρα παραμένει στους Κούρδους ως σήμερα. Σαν τους σκωτσέζους ιακωβιστές του 18ου αιώνα, οι Κούρδοι του Ιράκ έχουν τόσους συμπατριώτες τους που πολεμούν την κυβέρνηση όσοι πολεμούν μαζί της. Την άνοιξη του 1991 η παραλίγο επιτυχία της επανάστασης που ακολούθησε την ήττα του Ιράκ στο Κουβέιτ ανάγκασε τους Κούρδους του Ιράκ να πολεμήσουν ενωμένοι. Αλλά μέσα σε έναν χρόνο οι Κούρδοι του Ιράκ άρχισαν να πολεμούν εναντίον των Κούρδων της Τουρκίας. Κατόπιν οι δύο ιρακινές κουρδικές ομάδες, το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP) και η Πατριωτική Ενωση του Κουρδιστάν (PUK) έστρεψαν τα όπλα η μία εναντίον της άλλης.


Ο κ. Charles Glass είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη Μέση Ανατολή.