Εξ αφορμής πρόσφατου άρθρου σχετικά με τη σκοπιμότητα της διδασκαλίας της αττικής διαλέκτου στο Γυμνάσιο («Το Βήμα» της Κυριακής 12 Ιουνίου 2016), δεχτήκαμε αρκετά ερωτήματα από φιλοπερίεργους αναγνώστες αναφορικά με το κατά πόσον η μελέτη της αρχαιότητας, και ειδικότερα η ενασχόληση με την αρχαία ελληνική φιλολογία, θα μπορούσε να επιβοηθήσει τη νέα γενιά στην προσπάθειά της να διαπλατύνει τους ορίζοντές της και να μεταπλάσει παρωχημένες αρχές και θεωρίες σε ανατρεπτικές και καινοτόμες ιδέες και αντιλήψεις.
Δυστυχώς, επικρατεί σε ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού η εσφαλμένη εντύπωση ότι η σπουδή της πατρογονικής μας κληρονομιάς ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από εμμονική προσήλωση στα παραδεδομένα, καθώς επίσης ότι οι ερευνητές της κλασικής μας γραμματείας υπερασπίζονται αμεταμέλητα ασυγχρόνιστες και οπισθοδρομικές νοοτροπίες. Αν εξαιρέσουμε όμως αρχαιοληπτικές συμπεριφορές ορισμένων αδαών, οι οποίοι συχνά κινούνται στα όρια είτε του φιλολογικού τσαρλατανισμού είτε της αρτηριοσκληρωτικής αντίδρασης, η σύγχρονη μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς, μολονότι η ρωμαϊκή λογοτεχνία αποτελεί παγκόσμιας σημασίας κληροδοσία) με τα αξιεκτίμητα επιτεύγματά της εμποιεί σεβασμό σε πολυάριθμους επιστημονικούς τομείς και λειτουργεί ως εμπνέουσα δύναμη και αφετήριο σκάμμα στο πλαίσιο φιλόδοξων εγχειρημάτων, τα οποία συχνότατα κινητοποιούν πληθώρα εντριβών ερευνητών και φιλόσπουδων ερασιτεχνών. Επομένως, οι κλασικοί φιλόλογοι όπου γης έχουν τη δυνατότητα με σκληρή προσπάθεια να βρεθούν στο κέντρο των ερευνητικών εξελίξεων.
Ειδικότερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ιδίως με τη βοήθεια των εξηγητικών εργαλείων που έχει άνευ φειδούς προσφέρει η σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας, η κριτική ανάλυση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας αναδείχθηκε άνευ υπερβολής σε προνομιακό πεδίο δοκιμής και εκλέπτυνσης σημαντικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων και σχημάτων. Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, και εντονότερα μέσα στο χρονικό άνυσμα της δεκαετίας του ’80, τα ομηρικά έπη και το αττικό δράμα παγιώθηκαν στη συνείδηση των λογοτεχνικών κριτικών ως οι προαιώνιες μήτρες, με άλλα λόγια το κατάρχαιο διατύπωμα και εκμαγείο, κάθε ποιητικού και πεζογραφικού βλαστήματος του δυτικού πολιτισμού και όχι μόνο. Τυχαίο δεν είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ειδημόνων στη δομιστική και μεταδομιστική διερμηνεία των κειμένων της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν διστάζει να αποδεχτεί τη γεννητορική αξία της επικής αφηγηματικής τέχνης αναφορικά ιδίως με τις στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ των μεγαλεπήβολων ομηρικών διηγήσεων και των μυθιστορηματικών κολοσσών της ευρωπαϊκής γραμματείας.
Η περιεσκεμμένη εφαρμογή μοντέρνων θεωρητικών σχημάτων, προκειμένου να προσπελάσουμε στην εσώτερη δομή λογοτεχνικών αριστουργημάτων, αφενός εμπλούτισε τις γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική συνάρθρωση κορυφαίων κειμένων της κλασικής μας παράδοσης και αφετέρου ύψωσε κυριολεκτικά στο τετράγωνο την αξιοπιστία καινοφανών και ρηξικέλευθων αναλυτικών μέσων και εργαλείων, όπως λόγου χάριν είναι η αφηγηματολογία, η δομιστική ανθρωπολογία, η αισθητική της πρόσληψης, η μεταδομιστική θρησκειολογία, η πολιτισμική ανάλυση και η φεμινιστική οπτική. Συνελόντι ειπείν, ουδείς δύναται πλέον να αγνοήσει ότι η καταβολή των θεωρητικών θεμελίων στους κομβικούς τομείς της κειμενικής εξήγησης και ερμηνείας πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά και σε τέτοια έκταση στην αρχαία Ελλάδα.
Παρομοίως, στον ραγδαίως εξελισσόμενο τομέα της σπουδής του αρχαίου δράματος, και πιο συγκεκριμένα της αθηναϊκής τραγωδίας, δεν θα ήταν υπερβολικό να επισημάνουμε ότι στις μέρες μας λαμβάνει χώρα μια ευπρόσδεκτη επανάσταση όσον αφορά κυρίως στους νεωτερικούς τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονοι ερμηνευτές και σκηνοθέτες εκλαμβάνουν τη θεατρική πεμπτουσία των έργων, αλλά συνάμα και την αξιοσημείωτη ιστορική τους διάσταση. Προξενεί ιδιαίτερη κατάπληξη το γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουν αναπαρασταθεί παγκοσμίως περισσότερες αττικές τραγωδίες από ό,τι όντως συνέβη τα τελευταία 300 χρόνια. Αυτή η τωόντι εκπλήσσουσα αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα μεγαλουργήματα του αθηναϊκού θεάτρου δικαιολογείται εν πολλοίς από μια εκδοτική πλημμυρίδα μελετημάτων και αναλύσεων· ιδιαίτερα, οι πρόσφατες ανανεωτικές απόπειρες να αναδειχθεί ο ιστορικός πυρήνας των τραγικών έργων ενέβαλε ενθουσιασμό στους λάτρεις του αττικού δράματος, επειδή επιτέλους η μουσειακή ερασμιότητα των τραγωδιών υποχώρησε μπροστά στην ακατανίκητη κατάθελξη που ασκούν στη διάνοια του φιλοθεάμονος κοινού αφενός οι διαχρονικοί πολιτικοί και κοινωνικοί διαλογισμοί των δραματικών χαρακτήρων και αφετέρου η συνταρακτική διαπάλη αντίρροπων απόψεων και συμπεριφορών επί σκηνής.
Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν παρά στοιχειώδη σκιαγράφηση μιας ευρύτερης ευπραγίας στο πεδίο των κλασικών σπουδών, ευπραγίας που αποδεικνύει περίτρανα την αναγκαιότητα εξοικείωσης όλων μας με τα περιλάλητα δημιουργήματα της αρχαιοελληνικής μας γραμματείας, η οποία ευτυχώς παραμένει σφύζουσα και θάλλουσα στον υπόλοιπο κόσμο. Πρέπει συνεπώς η νεολαία μας να τη γευθεί μέχρι τρυγός, διότι όσοι παραμείνουν άμοιροι κλασικής παιδείας θα αποστερηθούν οικειοθελώς ένα πολυδύναμο εργαλείο διερμηνείας του παγκόσμιου γίγνεσθαι, βαυκαλιζόμενοι διαρκώς με αναιμικές εξηγήσεις και στρεβλωτικές παρανοήσεις. Ελπίζουμε ότι θα μας δοθεί ευκαιρία να συνεχίσουμε αυτή τη σύντομη περιήγηση σε επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ