Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Μεταξάς, τακτικό μέλος της Académie Européenne Interdisciplinaire des Sciences, μεταξύ άλλων, αλλά και επιφυλλιδογράφος του «Βήματος», τιμήθηκε προσφάτως με μία ακόμη διπλή διάκριση. Το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης με την ευκαιρία του εορτασμού των 400 χρόνων από την ίδρυσή του, τον αναγόρευσε σε επίτιμο καθηγητή και σε επίτιμο διδάκτορα για «την προσφορά του στην προαγωγή της διεπιστημονικής έρευνας, στη μελέτη των σχέσεων τέχνης και εξουσίας και στην κριτική προσέγγιση του πολιτικού λόγου». Ο ίδιος σχεδίασε ένα δεκάτομο συλλογικό έργο για την Πολιτική Επιστήμη (περιλαμβάνει εργασίες γραμμένες από επιστήμονες των επιμέρους κλάδων της αλλά και, ευρύτερα, από μελετητές των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών) που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ και το οποίο στεγάζεται στις σειρές του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
Πότε και πώς αναδύθηκε η ιδέα αυτού του εγχειρήματος, κ. Μεταξά; Αποκόμισα την αίσθηση ότι προέκυψε από μια διπλή αγωνία: όχι μόνο του πολιτικού επιστήμονα αλλά και του πολίτη.
«Το «εγχείρημα», όπως λέτε, είχε τον δικό του χρόνο. Και αυτό γιατί η ανάγκη που έπρεπε να εξυπηρετηθεί ήταν να επιδιωχθεί κάτι που να σπουδάζει την πολιτική πραγματικότητα με κριτικό και διακλαδικό τρόπο. Και σε ορισμένες περιπτώσεις και διεπιστημονικό. Μια πολυφωνική διϋποκειμενικότητα επιχειρήθηκε να διατρέχει το όλο έργο. Η διάκριση ανάμεσα στον πολιτικό επιστήμονα και τον πολίτη στην οποία αναφέρεστε είναι θεωρητικά εφικτή. Προσωπικά όμως μου ήταν πάντα δύσκολο να διαχωρίσω τη λειτουργία τού ενός από τη δημόσια ιδιότητα του άλλου. Νομίζω ότι τα συμφέροντα της συνολικής κοινωνίας επιβάλλουν την ενεργό σύμπτωση των δύο καταστάσεων».
Ποιο ήταν το πλαίσιο σχεδίασης αυτού του πολύτομου έργου; Σκέπτομαι, συγκεκριμένα, τις συμβολές που το απαρτίζουν…
«Η σχεδίαση του έργου στηρίχθηκε στην ανάγκη να υπερβούμε τα εγχειρίδια. Εχουμε άλλωστε πολλά, σε πολλές γλώσσες. Και πολύ αξιόλογα. Εδώ όμως σκέφθηκα διαφορετικά και ρώτησα τον κάθε διακεκριμένο συγγραφέα: τι είναι αυτό που, αυτούς τους καιρούς, σας κάνει να «αγανακτείτε», έντονα να «προβληματίζεστε», να διαμαρτύρεστε; Πάνω σε αυτό σας παρακαλώ να γράψετε. Δεν ζήτησα τίτλο θέματος. Ούτε με τι ο καθένας γενικά θα ασχοληθεί. Οταν παραδόθηκαν όλες οι «αντιδράσεις», και ταξινομήθηκαν, επαληθεύτηκε η υποψία μου ότι και οι οκτώ καθιερωμένοι κλάδοι της Πολιτικής Επιστήμης (Πολιτική Ψυχολογία, Πολιτική Επικοινωνία, Πολιτική Κοινωνιολογία, Πολιτικοί Θεσμοί, Συγκριτική Πολιτική, Διεθνείς Σχέσεις, Πολιτική Θεωρία και Πολιτική Μεθοδολογία) είχαν τροφοδοτηθεί με αξιόλογα κείμενα. Αυτό το πολυφωνικό αποτέλεσμα εξηγεί, όπως προανέφερα, και τον γενικό υπότιτλο του έργου ως «Διακλαδική και Συγχρονική Διερεύνηση της Πολιτικής Πράξης». Σε κάθε τόμο παρατίθεται βέβαια μια δική μου εκτεταμένη εισαγωγή».
Το πρώτο βιβλίο της σειράς –αυτό που γράψατε εσείς –υπό τον τίτλο «Προϋποθετικοί Οροι» και τον υπότιτλο «Επιστημολογικές Προδιαγραφές και Ερευνητικές Εγγυήσεις» μοιάζει (για να παραφράσω τον Ρίλκε) με «Γράμματα σ’ έναν νέο πολιτικό επιστήμονα». Συνθέτουν αυτά τα δέκα κείμενα έναν κώδικα επιστημονικής «ηθικής»;
«Με αναβαθμίζετε πολύ με αυτή την ερώτηση και κυρίως με την αναφορά σε κάποιον του οποίου η αισθητική ανησυχία, ποιητικά δοσμένη, αποτέλεσε μια από τις πιο αδιόρατες, αλλά αποκαλυπτικές και παρακείμενες, πηγές για τις σχέσεις λογοτεχνίας και εξουσίας. Και ιδιαίτερα για τη μελέτη των υποδόριων επικαθορισμών της συμπεριφοράς μας. Δυσκολεύομαι να δεχθώ τη σύγκριση αυτή. Σε ό,τι αφορά όμως αυτόν τον τόμο, περιέχει πράγματι κάποιες «αντικειμενικές» επιταγές, που νομίζω ότι, αν δεν τηρηθούν, η Πολιτική Επιστήμη υποφέρει».
Προτείνω να επιμείνουμε σε ό,τι εσείς ονομάζετε «παρακείμενη προσέγγιση». Λέτε ότι η τέχνη αποτελεί ενίοτε «πηγή πολιτικών πληροφοριών» και συνιστά «και αισθητικό σχολιασμό της πολιτικής πράξης». Επικαλείστε την καβαφική ποίηση. Υπό ποία έννοια ακριβώς;
«Η «παρακείμενη προσέγγιση», για την οποία πασχίζω από πολλά χρόνια, τόσο διδακτικά όσο και συγγραφικά, έχει τη δική της ρομαντική ιστορία. Εκείνο που αξίζει ίσως να υπομνησθεί είναι ότι επειδή η πολιτική είναι παντού, από πολλά «παντού» μπορούν να αντληθούν πληροφορίες ή εικασίες που η επίσημη Πολιτική Επιστήμη δεν υποπτεύεται. Η ζωγραφική, για παράδειγμα (αλλά και κάθε τέχνη), φιλοξενεί σκέψεις που συμπληρώνουν τα γεγονότα ή συνιστούν ένα corpus εντυπώσεων πάνω σε αυτά. Μου έχουν επιτρέψει οι συνάδελφοί μου, στην Αθήνα, στη Βουδαπέστη και στο Στρασβούργο, να διατηρώ ένα μεταπτυχιακό μάθημα με τίτλο «Τέχνη και Εξουσία» και με υπότιτλο «Από την πολιτική ομιλία της ευρωπαϊκής ζωγραφικής τον ΙΘ’ και τον Κ’ αιώνα». Και όλα αυτά σε συνδυασμό με κάποιες μουσικές ή ποιητικές γραφές. Εχω την εντύπωση ότι με τη συμμετοχή των παιδιών μια άλλη ιστοριογραφική πληρότητα επιχειρείται να προκύψει. Και μια και αναφερθήκατε στον μεγάλο Καβάφη θα έχετε οπωσδήποτε και εσείς σκεφθεί, πόσο ο παραβολικός του λόγος συνιστά μια από τις πιο πολυδιάστατες κοινωνιολογικές καταγραφές τού χθες, του τώρα, αλλά και του… αύριο, ακόμα. Κοντά στον εξωτικό του λόγο δεν «παράκειται» η εξίσου εξωτική ζωγραφική του Πολ Γκογκέν; Δεν συναντήθηκαν ποτέ, αλλά όσα διέπραξαν δεν αποκάλυπταν τη διάχυτη διαμαρτυρία μιας εποχής; Αυτή την approche oblique, σας την υπογραμμίζω σε αυτή τη γλώσσα γιατί σε αυτήν την πρωτοσκέφτηκα, κρύβει μιαν ανιχνευτική πονηρία».
Γράφετε και υποστηρίζετε τη «μετακίνηση από την έννοια του κρατικογενούς δημοσίου συμφέροντος προς εκείνη των κοινών συμφερόντων» η οποία απηχεί «την ανάγκη εισαγωγής μορφών άμεσης δημοκρατίας». Υποθέτω δεν εννοείτε τα δημοψηφίσματα με τον τρόπο που γίνονται εσχάτως στην Ελλάδα…
«Η έννοια των «κοινών συμφερόντων» δεν προτείνεται εδώ ως αντίταξη σε εκείνη του «δημοσίου συμφέροντος». Και δεν υπονοείται σε καμία περίπτωση ο εξοβελισμός του τελευταίου. Αυτή η ρήτρα συχνά επέτρεψε στην πραγματική ζωή να εισέλθει κάπως στο θετικό δίκαιο. Αλλοτε για να το εξανθρωπίσει και άλλοτε για να το αυστηροποιήσει. Η δική μου πρόταση προσβλέπει στη θεσμοθέτηση τυπικών διαδικασιών συμμετοχικής δημοκρατίας. Εκφραση της κοινωνικής θέλησης που βαίνει παράλληλα με εκείνη του κράτους. Αναφέρομαι σε διαδικασίες χαμηλής έντασης –διόλου φαντασμαγορικές- όπως είναι π.χ. οι διαβουλεύσεις που έχουν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες γενικευθεί. Τα δημοψηφίσματα, αντίθετα, έχουν κάτι το έκτακτο και συχνά το αιφνίδιο με συχνό, ακόμα και αντικειμενικό, αποτέλεσμα την υφαρπαγή μιας έγκρισης ή μιας απόρριψης. Μόνο σε μια περίπτωση το δημοψήφισμα μου φαίνεται απαραίτητο: στην περίπτωση της πολιτευματικής αλλαγής. Ετσι, το δημόσιο συμφέρον ή το εννοιολογικά ισοσήμαντο γενικό συμφέρον μπορεί να εμπλουτίζεται με αναφορά στα «κοινά συμφέροντα», τα οποία δεν μπορεί να είναι παρά πληθυντικά».
Αποδίδετε ουσιαστική αξία στη Γενική Παιδεία, τόσο του ερευνητή/επιστήμονα όσο και του πολίτη. Εχοντας κατά νου τη χώρα μας, έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε;
«Με αυτή την ερώτηση δεν με κάνετε καθόλου ευτυχή. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολίτες –και όχι λίγοι –ιδιαίτερα καλλιεργημένοι. Και αυτό γιατί η μόρφωσή τους και η ζωή τους υπήρξαν τέτοιες που από μια στιγμή και μετά τους επέτρεψαν να σκέφτονται σφαιρικά και διακλαδικά. Και να μην εμπιστεύονται ούτε τις μεγάλες βεβαιότητες, ούτε τις μονοπαραγοντικές ερμηνείες. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως έχει αδικηθεί γιατί δεν της δόθηκε από την πολιτεία η δυνατότητα να σκέφτεται με όρους πολιτικής ευθύνης. Στα επίσημα συστήματα παιδείας που εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται, ο ουμανισμός, ως αναφορά στον μέσο άνθρωπο που ταυτόχρονα ορθοφρονεί και σφάλλει, δεν διδάσκεται ως υπερκείμενη αξία. Η διδασκαλία της Γενικής Ιστορίας ως «εθνικού ρομάντζου» κυριαρχεί και κριτική μετριοπάθεια δεν παράγει. Η νουθεσία του Τρικούπη έχει ξεχαστεί. Τα κλασικά αλλά και τα αναγεννησιακά έργα δεν προτείνονται με έναν τρόπο που να παράγουν «στάσεις» και «εικόνες» αισθητικής αναφοράς και δημοκρατικής ευαισθησίας. Πολίτες χωρίς καλλιέργεια δεν υπάρχουν. Δεν μπορεί όμως να απαιτείται από έναν λαό να τη διαθέτει και μάλιστα από εκείνους που δεν έκαναν σχεδόν τίποτα για να προκύψει».
Θα μπορούσε αυτό το δεκάτομο έργο να συμβάλει στην ενίσχυση της δημοκρατικής μας υπευθυνότητας;
«Μπορεί. Αλλά και με πολλές άλλες παρεμβάσεις. Οι τελευταίες όμως για να είναι αξιόπιστες πρέπει να πείθουν ότι ο τελικός στόχος της κάθε εξουσίας πρέπει να είναι η επιδίωξη της ευτυχίας των πολιτών. Δηλαδή πολιτικός. Ο,τι δηλαδή ευγενέστερο έχει οργανωτικά επινοηθεί ώστε η κοινωνία να είναι περισσότερο του Σπινόζα και λιγότερο του Χομπς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ