Νικήτα Αγαπητίδη: Το Χρονικό της Αιχμαλωσίας (1949-1956), Αθήνα 1996, σελ. 250.


Τον πανάθλιο εμφύλιό-μας, οι επικρατούσες συγχορδίες τον ρίχνουν συνήθως στους ώμους των «εγγλέζων» ή στων «αλβανών» την συμπαράταξη. Η κακοήθης πολιτική αμφιμυωπία ενός ολόκληρου λαού (μας) δέν ενοχοποιείται. Κι όσο το (αυτο)έγκλημα δεν αναγνωρίζεται, το κακό δέν ξορκίζεται ­ όσο κι άν περνάν τα χρόνια.


Οι προσωπικές μαρτυρίες για κείνην την μαύρη περίοδο, απο πρωταγωνιστές ή απο απλούς παθόντες, απ’ τα στρατόπεδα της Μακρονήσου μέχρι τα στρατόπεδα πίσω απ’ το Παραπέτασμα, συνιστούν υλικό χρησιμότατο για τον επιστήμονα που θα τις φιλτράρη αργότερα, πρίν να τις μπάση στο σώμα της Ιστορίας. Ο γνωστός χειρουργός των Αθηνών, ο οποίος προσφέρει σήμερα αυτές τις ήρεμες αναμνήσεις, βάζει έτσι το δικό-του πετραδάκι στην ιστορία. Εχει βέβαια το «ελάττωμα» να έρχεται απ’ τη μεριά των νικητών του εμφυλίου, το πετραδάκι-του όμως έχει κάμποσες πρωτοτυίες. Πρώτα-πρώτα, η ανάμνηση είχε τη σοφία να περιμένη 40 χρόνια. Δεύτερον, η παρουσίαση είναι αντιλογοτεχνική ­ μια επιλογή ηθελημένη μάλλον, ενώπιον της τραγικότητας των περιστατικών. Τρίτη πρωτοτυπία του βιβλίου, η μετριοπάθεια στη διήγηση δεν οδηγεί σ’ ένα αποστειρωμένο κείμενοΩ η προσωπική ματιά γρηγορεί.


Ο εθελοντής οπλίτης – ιατρός Ν.Α. απ’ τη Δωδεκάνησο (με επισφαλή υγεία και υπό μετάθεση) θα πιαστή αιχμάλωτος απ’ τους αντάρτες έξω απ’ την Πυρσόγιαννη, την ώρα που χειρουργεί (Απρίλιος 1949). Θα ζήση στα βουνά της Ηπείρου μέχρι τα τέλη Αυγούστου του ’49, και μετά την τελική εκκαθάριση θα περάση «μέσα» (όπως αποκαλούνταν η Αλβανία). Εκεί θα ζήση εφτά πανάθλια χρόνια συρόμενος σε δέκα στρατόπεδα μιας Χώρας – Μέλους του ΟΗΕ. Οι αντάρτες δεν είχαν πλέον καμμιάν ανάμιξη, αλλ’ η σχιζοφρένεια του εμφυλίου-μας θα βρη το κορύφωμά-της στην Αλβανία: Εκατοντάδες έλληνες αιχμάλωτοι, αυτόμολοι ή φυγάδες (όλοι μαζύ) θα βασανίζωνται, θ’ αρρωσταίνουν (και πολλοί θα πεθαίνουν) στη διπλανή Χώρα στ’ όνομα της «δημοκρατίας» ή (ακριβέστερα) για να εκτελεσθούν τα αναπτυξιακά έργα των Αλβανών. Ολα ετούτα τα χρόνια, πάντοτε αυστηρά φρουρούμενος, ο αιχμάλωτος Ν.Α. θα συνεχίση να κάνη τον γιατρό, ανακουφίζοντας αιχμαλώτους, αντάρτες, αυτόμολους ή Αλβανούς φρουρούς κι εργάτες. Αλλ’ η ματιά-του επιμένει, κι η μνήμη-του καταγράφει.


Καταγράφει πρώτα την ευγένεια των ανταρτών (όχι τις τσιριμόνιες, που δεν τις σήκωναν οι περιστάσεις, αλλά την ανθρώπινη συμπεριφορά): Αυτοί που τον επιάσανε του λένε «συνεχίστε πρώτα τη δουλειά-σας». Φεύγοντας, θα προτείνουν οι ίδιοι «να γυρίσουν πίσω για να πάρη ο γιατρός τη χλαίνη-του». Και, πεζοπόροι, αυτοί, θα του δίνουν και μουλάρι όταν έχουν. Κι ο κομμισάριος του αντάρτικου χειρουργείου «θα τρώη λιγότερο για να φέρνη στους γιατρούς, ό,τι καλό εύρισκε». Ασε τις χεροδύναμες τις αντάρτισσες που αρπάζουν απ’ τα χέρια των αιχμαλώτων γιατρών τ’ αξινάρια, για να σκάψουνε το καταφύγιο που οι ίδιοι ζήτησαν. (Και θα του φέρουν τελικώς και κάτι βιβλία που είχαν συναποκομίσει από την Πυρσόγιαννη). Ακόμα και στην άτακτη υποχώρηση της 26ης Αυγούστου του ’49, έναν βαρειά τραυματισμένον αιχμάλωτο ανθυπολοχαγό, δέν θα τον παρατήσουν, τον κουβαλάν με το φορείο. Διάσπαρτο είναι το βιβλίο από δείγματα της ανθρωπιάς ατόμων, μέσα στην αποθέωση ενός απάνθρωπου πολέμου ομάδων.


Το βιβλίο όμως καταγράφει και την τραγική αφέλεια και την τυφλή βία που επιβλήθηκαν απ’ την (απίστευτη για τα σημερινά δεδομένα) επκράτηση του σταλινικού και του ζαχαριαδικού μοντέλου: «Σώσαμε τα παιδάκια της Βόρειας Ελλάδας απ’ τη μανία του πολέμου» θα τους αναγγέλη ο ινστρούχτορας λοχαγός. «Ερχονται όπου νά ‘ναι τ’ αεροπλάνα απ΄ τις λαϊκές δημοκρατίες» πιστεύουν όλοι. Κι ο «αρχίατρος» της περιοχής θ’ αφήνη το κινητό χειρουργείο να λιμοκτονή, για να γίνη αρεστός στους απο πάνω («δέν μας χρειάζονται περιττά φαγητά»). Και θα εκτελούνται κάμποσοι αιχμάλωτοι, με την κατηγορία ότι κάνανε «διαλυτική δουλειά» και προπαγάνδα, ενώ ο Ζαχαριάδης θα φωνάζη «Παπάγο δέν τολμάς»! Μά όταν θ’ αρχίση η επίθεση του στρατού τον Αύγουστο, η μόνη διαθέσιμη ερμηνεία θα είναι «τους έχουνε ποτίσει με ναρκωτικά τους στρατιώτες ­ δεν νοιώθουνε και πολεμάνε όρθιοι». Ακόμα και την τελευταία μέρα καθώς φεύγουν για την Αλβανία, θα τουφεκίσουνε δυό νοσοκόμους αιχμαλώτους που ήταν «αγύριστα κεφάλια». Η σχιζοφρένεια μιας εποχής στην αποθέωσή-της.


Το βιβλίο όμως διασώζει και κάμποσες μαρτυρίες που αφορούνε πρόσωπα του «Δημοκρατικού Στρατού». (Ενα ορεινό χειρουργείο είναι πάντα ένα ασφαλέστερο σημείο του μετώπου, κατάλληλο για «φιλοξενία»): Χειρούργοι από Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, στελέχη συνοδείας απ’ την Αλβανία, ο Πρόεδρος Παρσαλίδης που γίνεται δεκτός απ’ τους τραυματίες με κραυγές υπέρ του… Ζαχαριάδη, οι υπεύθυνοι που κρυφακούνε στο ραδιόφωνο την εκπομπή του «απο τριών χιλιάδων ετών βλακός» Σβολόπουλου, ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης, η σεβαστή μορφή του επιστήμονα και ανθρώπου (που ξεραλυγγιάζεται παρα ταύτα για το «αγαπημένο παιδί του ελληνικού λαού τον Νίκο Ζαχαριάδη») ­ όλα εντάσσονται αρμονικά μέσα στο κεφάλαιο της μείζονος σχιζοφρενείας για την οποία έκαμα λόγο προηγουμένως. Κι ο Πορφυρογένης (φιλοξενούμενος στο Γράμμο μ’ άλλους 7 υπουργούς), την ώρα που σαρώνεται το Βίτσι (15 Αυγ. ’49), θα ξημερώνεται στο τηλέφωνο να μάθη «τι απογίναν οι εφτά βαλίτσες-του». Τέλος, ο πολύς Πωλ Ελυάρ (αυτός ο ίδιος που στα 1936 είχε αρνηθή να υπογράψη τη διαμαρτυρία των γάλλων σουρεαλιστών για τις σταλινικές δίκες της Μόσχας), έρχεται απ’ την Αλβανία, φτάνει στο χειρουργείο στις 7 Ιουνίου του ’49 (με το δίκωχο στο κεφάλι) για να συστήση στους ρωμιούς τον παράδεισο, και ν’ απευθύνη μήνυμα στον «μοναρχοφασιστικό» στρατό ­ έτσι ακριβώς…


Το κύριο δράμα όμως του γιατρού-μας αρχίζει όταν παύη πια να βρίσκεται στα χέρια των ομοεθνών-του, όταν δηλαδή φύγη απ’ το επίσημο νοσοκομείο των ανταρτών στην Κορυτσά (όπου «η περιποίηση σ’ όλους-μας ήταν εξαιρετική»). Τα στρατόπεδα της Αλβανίας του Χότζα πρέπει κάποτε να περιγραφούν συστηματικά, αν θέλωμε να έχωμε ολοκληρωμένη εικόνα των εγκληματιών (μή) πολέμου (που δέν θα δικαστούν ποτέ): Ο πόλεμός-μας είχε τελειώσει, και οι γείτονές-μας οικειοποιούνται τα απομεινάρια-του! Εκατοντάδες γυναίκες και άντρες (μή-αντάρτες) έλληνες «φιλοξενούμενοι», αυτόμολοι ή, κυρίως, αιχμάλωτοι, θα δουλεύουν στα καταναγκαστικά έργα της Αλβανίας, πίνοντας συχνά λασπόνερο, βογγώντας στην ψείρα, τρώγοντας νεροζούμι ή πράσο, αποπατώντας στην καζάνα καταμεσίς στην προβατοκαζέρμα, αγωνιζόμενοι να σώσουν το ψωμί-τους τη νύχτα απ’ τους πόντικες που κυκλοφορούν στα στρώματα, χωρίς μιαν ασπιρίνη στο στρατόπεδο για κάμποσα χρόνια. Κι όλα αυτά, ενώ ο ΟΗΕ «συζητούσε» το πρόβλημα. Τα πρώτα χρόνια, θα τους ξυπνάν στις τρεις το πρωί ­ κι ένας αιχμάλωτος Χαλκιάς μ’ ένα δανεικό βορειοπηρώτικο κλαρίνο θα βαράη το εγερτήριο. Δεν είναι δε πάντοτε οι Αλβανοί φρουροί οι σκληρότεροιΩ μερικοί δικοί-μας αλλαξόπιστοι αιχμάλωτοι θα είναι πρώτοι στους ξυλοδαρμούς των συμπατριωτών-τους εκείνων που επιμένουν να νομίζουν ότι στηρίζουν τη Δημοκρατία αρνούμενοι να προσχωρήσουν στους δημοκρατικούς.


Καθώς τα χρόνια τα ατελείωτα της (παράνομης) αιχμαλωσίας περνάνε αργά-αργά, μετά από οχτώ στρατόπεδα όπου συνολικώς μετάγονται οι «μπριγάδες δουλειάς», η ζωή αρχίζει επιτέλους ν’ ανθρωπεύη. Το βιβλίο δέν περιορίζεται στα βάσανα. Μιλάει συχνά και για σκηνές κωμικές, και για τη συμπάθεια των απλών ανθρώπων της Αλβανίας προς τους ξένους, έξω απ’ τα στρατόπεδα. Κρίμα που ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει να αναπαραγάγουμε στιγμιότυπα μεγάλης ανθρώπινης αξίας, πνιγμένα μέσα σ’ έναν πυκνό καμβά στερήσεων. Κάποτε όμως (τον Αύγουστο του 1956 μόνον) θα γίνη η επιστροφή των αιχμαλώτων («είχαν διαβεί παρανόμως τα αλβανικά σύνορα») ­ η δε μαμά Ελλάς θα… αποζημιώση «έκαστον αιχμάλωτον οπλίτην με δραχμάς είκοσι (20)». Για να μείνωμε δηλαδή συνεπείς προς το κλίμα της σχιζοφρένειας.


Η σαραντάχρονη χρονική προοπτική δίνει στον συγγραφέα του βιβλίου (καί σε μάς) την πολυτέλεια να κυττάμε αμβλυμένα τα παθήματα, για να μπορούμε να κρατάμε απ’ την Ιστορία μόνον τα μαθήματα. Κι αυτά όμως ακόμη, τα μπορούμε άραγε;


Ο κ. Θ. Π. Τάσιος είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.