Με αφορμή τον εορτασμό των 150 χρόνων της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα η


γράφει για την τρέλα των μεγάλων ανασκαφών του περασμένου αιώνα


Οι αρχαιολόγοι του χθες και του σήμερα. Η ανδροκρατία του περασμένου αιώνα και η σημερινή γυναικεία υπεροχή. Το ψαθάκι, το «μελόν» και η κάσκα που δεν βλέπουμε σήμερα πια. Η τρέλα των μεγάλων αποκαλύψεων (δεν είναι λίγο να σκάβεις το χώμα και να βγάζεις τους Δελφούς ή τη Δήλο!). Αρχαιολογικά πάθη και ασφαλώς και παθήματα στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα. Εφέτος εορτάζονται 150 χρόνια παρουσίας και έργου της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα με μια σειρά εκδηλώσεων που οργανώνει η Σχολή στην Αθήνα. Τις εκδηλώσεις θα τιμήσει ο πρωθυπουργός της Γαλλίας κ. Αλέν Ζυπέ ο οποίος ήρθε για αυτό στην Αθήνα.


Αρχής γενομένης με την Εκθεση που εγκαινιάζεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και με κατάληξη το τριήμερο συνέδριο εξαιρετικού ενδιαφέροντος που θα γίνει από την Τρίτη 17 ως και την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο της οδού Σίνα, οι «Αθηναίοι» (les atheniens), όπως ονόμαζαν οι Γάλλοι τους συμπατριώτες τους αρχαιολόγους της Αθήνας, θα δείξουν το έργο της Σχολής στον ενάμιση αιώνα της παρουσίας τους εδώ. Εργο στο οποίο χρωστάει πολλά η επιστήμη της αρχαιολογίας, αλλά και εμείς.


Οι Γάλλοι ήρθαν πρώτοι. Το 1846. Μετά ήρθαν οι άλλοι. Οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι Αγγλοι. Και αργότερα οι υπόλοιποι. Μιλάμε για τις ξένες αρχαιολογικές σχολές και τους ξένους αρχαιολόγους που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα τον περασμένο αιώνα, ξεκινώντας τις μεγάλες ανασκαφές σε μια εποχή όπου ήταν σχεδόν αδύνατον για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ακόμη και να διανοηθεί μια εκτεταμένη αρχαιολογική έρευνα.


* Επαναστάσεις και σχολές


Οι γάλλοι αρχαιολόγοι λοιπόν ήρθαν πρώτοι στην Αθήνα και αρχικά εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι των Καπουτσίνων στην Πλάκα, στο οποίο ήταν ενσωματωμένο το μνημείο του Λυσικράτους, όπως το βλέπουμε στην πασίγνωστη χαλκογραφία με τον καπουτσίνο μοναχό να κάθεται στην αυλή. Τότε το μοναστήρι και… μαζί και το μνημείο του Λυσικράτους ανήκε στο γαλλικό δημόσιο και όταν εγκαταλείφθηκε το 1824 από τους Καπουτσίνους πέρασε στην προστασία του γάλλου προξένου Φοβέλ. Λίγο αργότερα η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε στους Γάλλους μια έκταση δέκα στρεμμάτων στους πρόποδες του Λυκαβηττού, μια περιοχή που τότε ήταν άκτιστη και απόκεντρη και επανέκτησε την κυριότητα του μνημείου, παραχωρώντας τους επίσης το προνόμιο της αρχαιολογικής έρευνας και συντήρησης του μνημείου του Λυσικράτους. Και πράγματι οι πρώτες έρευνες και η αποκατάσταση του μνημείου έγιναν από τον γάλλο αρχιτέκτονα Φραγκίσκο Μπουλανζέ, ο οποίος μελέτησε τότε και την Παλαιά Βουλή. Στο νέο οικόπεδο, με τα χρόνια, οι Γάλλοι έκτισαν ένα πολύ όμορφο κτίριο για τη Σχολή τους, απέκτησαν μιαν από τις πληρέστερες Αρχαιολογικές Βιβλιοθήκες και έναν παραδεισένιο άγριο κήπο. Ολα αυτά στην οδό Διδότου, στην καρδιά της Αθήνας, σήμερα.


Σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, οι γάλλοι αρχαιολόγοι έφθασαν τότε στην Ελλάδα με τα μυαλά τους «φουσκωμένα» ρομαντισμό και με ένα βιβλίο αρχαίου συγγραφέα στο χέρι περιδιάβαιναν την Αθήνα και την τότε μικρή Ελλάδα, αναζητώντας αρχαιότητες. Ηταν ακόμη η εποχή όπου αρχαιολογία σήμαινε «γράμματα και καλές τέχνες» και… λίγη πολιτική. Η επιστήμη ήρθε αργότερα.


Οι ίδιοι οι Γάλλοι πάντως, και συγκεκριμένα ένας από τους σπουδαίος πρώτους διευθυντές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, ο Theophile Homolle, είχαν συνοψίσει κατά τρόπο μοναδικό την ίδρυση της Σχολής στην Αθήνα. «Οφείλεται», είχε πει, «σε δύο επαναστάσεις από τις οποίες η μία ήταν πολιτική και η άλλη φιλολογική: η μία ήταν η Ελληνική Επανάσταση και η άλλη του Ρομαντικού Διαφωτισμού». Αυτές έκαναν τότε τις καρδιές των ξένων διανοουμένων να πάλλουν για την πατρίδα του Περικλή και του Κανάρη, όπως έλεγαν. Η πολιτική όμως δεν περιοριζόταν μόνο στην Ελληνική Επανάσταση. Ηταν η εποχή όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιζαν το παιχνίδι των επιρροών και η απελευθερωμένη Ελλάδα προσφερόταν στον διπλωματικό ανταγωνισμό τους και… σε κάποιον ανομολόγητο επεκτατισμό. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι υπήρχε και το προηγούμενο ενός τέτοιου ανταγωνισμού ανάμεσα στους Γάλλους και στους Αγγλους στην Αίγυπτο, στις αρχές του 19ου αιώνα. Ετσι, λοιπόν, ένας από τους λόγους που έκανε τη Γαλλία να επισπεύσει την υπογραφή της απόφασης για την ίδρυση της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα και την αποστολή των πρώτων γάλλων αρχαιολόγων ήταν και ο… φόβος των Βρετανών, των οποίων το ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες παρέμενε αδιάπτωτο από την εποχή του Ελγίνου. Ετσι, το 1845 η Ακαδημία Καλών Τεχνών εξουσιοδότησε τους γάλλους υποτρόφους στη Βίλα των Μεδίκων της Ρώμης να μετατεθούν στην Αθήνα για να μελετήσουν και τις ελληνικές αρχαιότητες. Το 1846 έφθασαν εδώ οι πρώτοι. Η αρχή είχε γίνει.


Το επιστημονικό ενδιαφέρον των γάλλων αρχαιολόγων αναπτύχθηκε μετά το φιλολογικό – καλλιτεχνικό και το πολιτικό. Και αυτό ήρθε πάλι εξαιτίας ανταγωνισμού. Αυτή τη φορά όμως όχι με τους Βρετανούς αλλά τους Γερμανούς. Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας που ανήκε στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου ιδρύθηκε το 1873, ξεκίνησε τη μεγάλη ανασκαφή της Ολυμπίας το 1875 και έναν χρόνο αργότερα άρχισε την έκδοση επιστημονικού περιοδικού αφιερωμένου στην Ελλάδα. Οι Γάλλοι κατάλαβαν πως έχαναν όχι μόνο το μονοπώλιο μιας Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα αλλά βρίσκονταν και σε μειονεκτική θέση από επιστημονικής απόψεως. Αντέδρασαν άμεσα οργανώνοντας ένα επιστημονικό πρόγραμμα με ανοιχτούς ορίζοντες στο μέλλον για τη Σχολή της Αθήνας. Από το 1877 οργάνωσαν τη Βιβλιοθήκη των Γαλλικών Σχολών της Αθήνας και της Ρώμης για τη δημοσίευση των εργασιών των μελών των δύο Σχολών, του «Bulletin de Correspondance hellenique».


Δεν ήταν όμως μόνο οι Γερμανοί. Στα τέλη του 19ου αιώνα η μια μετά την άλλη οι ξένες δυνάμεις έρχονταν στην Αθήνα και άνοιγαν αρχαιολογικές σχολές. Οι Αμερικανοί το 1882, οι Βρετανοί το 1885, οι Αυστριακοί το 1898 και οι Ιταλοί το 1909. Σε αυτούς λοιπόν τους πρώτους ξένους αρχαιολόγους ­ και αυτό θα πρέπει να το παραδεχθούμε χωρίς σοβινιστικές μιζέριες ­ οφείλουμε πολλά. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ούτε η ρήση του Μακρυγιάννη «γιαυτά τα Μάρμαρα πολεμήσαμε» αλλά ούτε και οι βαθιές γνώσεις και η επιστημοσύνη των πρώτων ελάχιστων ελλήνων αρχαιολόγων θα ήταν αρκετές για να ξεσκεπαστούν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα τέτοιας εκτάσεως αρχαιότητες, όπως αυτές που ήρθαν στο φως τα τελευταία 150 χρόνια.


* Η ανασκαφική φρενίτις


Ετσι άρχισε η φρενίτις των μεγάλων ανασκαφών. Μόνο οι Γάλλοι ξεκίνησαν τις ανασκαφές στη Δήλο (1873), στους Δελφούς (1893), Αργος (1902), Θάσο (1911), Φιλίππους (1914), Μάλια (1922). Οι αρχαιότητες που ήρθαν τότε στο φως και κυρίως τα ιερά της Δήλου και των Δελφών έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απήχηση της Ελλάδας στον κόσμο που είδε έκθαμβος τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από την προϊστορία με τα ευρήματα στα Μάλια ως τους βυζαντινούς χρόνους με τα ευρήματα στους Φιλίππους. Μάλιστα, κατά τον σημερινό διευθυντή της Γαλλικής Σχολής κ. Roland Etienne, στον οποίον άλλωστε οφείλονται και όλες οι πληροφορίες αυτού του δημοσιεύματος, αυτή η ανασκαφική φρενίτις είχε και τις κακές επιπτώσεις της. Εσκαβαν όλοι πάρα πολύ και πάρα πολύ γρήγορα, καθώς βιάζονταν να προλάβουν τους άλλους, και οι δημοσιεύσεις ήταν σχεδόν αδύνατον να προφθάσουν τα ευρήματα. Η Δήλος ήταν ίσως η μόνη περίπτωση, υποστηρίζει ο κ. Etienne, η οποία, χάρη στην καλά οργανωμένη από τον Μ. Holleaux επιστημονική της ομάδα, είχε κατορθώσει να συγχρονίσει ανασκαφές και δημοσιεύσεις με τρόπο ικανοποιητικό.


Στον αιώνα μας το έργο της Γαλλικής Σχολής άλλοτε προχωρούσε γρήγορα και άλλοτε έμενε στάσιμο, ανάλογα με τη διεθνή κατάσταση. Οι πόλεμοι, όπως ήταν φυσικό, ανέκοπταν τις δραστηριότητες των αρχαιολόγων, που μετά ξανάπαιρναν μπρος. Ωσπου ήρθε η τεχνολογία. Εντάχθηκαν στη Σχολή αρχιτέκτονες και τοπογράφοι, γεωλόγοι, ανθρωπολόγοι για να μπορέσει να γίνει κατανοητός στο σύνολό του ο αρχαίος πολιτισμός. Τελευταίοι ήρθαν βεβαίως οι ηλεκτρονικοί. Επί διευθύνσεως της Σχολής από τον κ. Olivier Picard, την περασμένη δεκαετία, η πληροφορική μπήκε στα αρχεία και στη βιβλιοθήκη, ενώ η υποβρύχια αρχαιολογία εντάχθηκε στο πρόγραμμα έρευνας του λιμανιού της Θάσου. Τώρα πια έχει σημάνει η ώρα των αναζητήσεων των λεπτομερειών που «μιλάνε» για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και δείχνουν το επίπεδο του πολιτισμού τους.


* Το κρίσιμο


ερώτημα


Ετσι καθώς τώρα κλείνει ο 20ός αιώνας και είμαστε στην ανατολή της 21ης χιλιετίας, προβάλλει επιτακτικό το ερώτημα για το μέλλον. Πού το πάει η Αρχαιολογία στον αιώνα που μας έρχεται; Ή για να το πούμε αλλιώς: Τι πολιτική θα ακολουθήσει η Αρχαιολογία από εδώ και εμπρός και πώς θα αντιμετωπίσει η διεθνής πολιτική την Αρχαιολογία; Γι’ αυτό το ερώτημα, επιτακτικό σήμερα πια, έχει οργανωθεί από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ένα συνέδριο στο οποίο θα συμμετάσχουν ιστορικοί των διεθνών σχέσεων και του πολιτισμού, αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες – αρχαιολόγοι από διάφορα κράτη για να αναζητήσουν απαντήσεις. Οι συζητήσεις θα αναπτυχθούν σε τρία επίπεδα. Το πρώτο αφορά τις πολιτικές που ανέπτυξαν οι ευρωπαϊκές χώρες στην αρχαιολογία στη Μεσόγειο τον περασμένο αιώνα. Στο δεύτερο θα αποτιμηθούν οι πολιτικές που ασκούνται σήμερα. Και στο τρίτο και εξαιρετικά ενδιαφέρον επίπεδο που θα είναι η σύνθεση των δύο προηγούμενων θα συζητηθούν τρόποι προσέγγισης της αρχαιολογίας στο κοινό, πολιτικές για τις κατασκευές των μουσείων και τις διευθετήσεις των αρχαιολογικών χώρων. Με άλλα λόγια, νέοι τρόποι για την παρουσίαση των καρπών της αρχαιολογίας, με τρόπο εύληπτο και αισθητικά ελκυστικό και ίσως με κάποια απάρνηση του σχολαστικισμού και του ελιτισμού της διανόησης που απωθεί το ευρύ κοινό και τελικά ευθύνεται για τον λαϊκισμό.


Αυτό το τελευταίο επίπεδο είναι σε άμεση σχέση με μια παράλληλη έκθεση που οργανώνει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Είναι μια έκθεση στην οποία, εκτός από τα ευρήματα των ανασκαφών τους που πάρα πολλά είναι έργα τέχνης και μάλιστα εκπληκτικής τέχνης, παρουσιάζονται προπλάσματα και σχέδια με θαυμάσιες αναπαραστάσεις των αρχαίων πόλεων που ανασκάφηκαν από τους Γάλλους.


Με αυτή λοιπόν την έκθεση και το συνέδριο επιδιώκεται στην ανατολή του 21ου αιώνα να αποδοθεί με ευρωπαϊκή συνείδηση ο πολιτισμός στον οποίο η Ελλάδα έχει παίξει ιδρυτικό ρόλο.